Το φεμινιστικό κίνημα στον Δυτικό κόσμο έχει μελετηθεί επαρκώς, κυκλοφορούν άπειρα βιβλία, μονογραφίες, αναμνήσεις, διοργανώνονται επιστημονικά συνέδρια, υπάρχουν έδρες ιστορίας των αγώνων των γυναικών για τα δικαιώματά του.
Η ιστορία, όμως του σοβιετικού φεμινιστικού κινήματος, παραμένει μέχρι σήμερα terra ingognita για τον δυτικό αναγνώστη, γι’ αυτό και σήμερα, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε μία σελίδα αυτού του ενδιαφέροντος κοινωνικού φαινομένου.
Τον Σεπτέμβριο του 1970 η ζωγράφος Τατιάνα Μαμόνοβα, η συγγραφέας Νατάλια Μαλαχόφσκαγια, η φιλόσοφος Τατιάνα Γκορίτσεβα, η ποιήτρια και ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Γιούλια Βοζνεσένσκαγια, έγραψαν και κυκλοφόρησαν το μη εγκεκριμένο από την επίσημη λογοκρισία αλμανάκ «Γυναίκα και Ρωσία».
Στο περιοδικό αυτό, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ε.Σ.Σ.Δ. τέθηκαν ζητήματα όπως η βία και οι ταπεινώσεις που υφίστανται οι γυναίκες στα μαιευτήρια και στις γυναικολογικές κλινικές, οι δύσκολες συνθήκες ζωής της μονογονεϊκών οικογενειών, το διπλό άχθος των γυναικών στην σοβιετική ένωση, η βία κατά των γυναικών στις φυλακές και άλλα.
Η μυστική αστυνομία του καθεστώτος, η Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας (ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ), κινητοποιήθηκε αμέσως. Σύμφωνα με την μαρτυρία της Νατάλια Μαλαχόφσκαγια, οι άντρες της διαβόητης αυτής υπηρεσίες
κλήθηκε αμέσως στα γραφεία του βασικού στυλοβάτη του καθεστώτος για «φιλική συζήτηση», όπου την απείλησαν πως θα της αφαιρέσουν τα γονεϊκά δικαιώματα, με αποτέλεσμα ουσιαστικά, να απομακρυνθεί από την συντακτική επιτροπή.
Για τον λόγο αυτό, οι υπόλοιπες αποφάσισαν να μην συνεχίσουν την προσπάθεια με την έκδοση του επόμενου ετήσιου αλμανάκ, αλλά να εκδώσουν ένα κανονικό περιοδικό με τον τίτλο «Μαρία».
Το αλμανάκ «Γυναικά και Ρωσία» όταν κυκλοφόρησε στην Δύση, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, ενώ στο Λένινγκραντ θεωρήθηκε σταθμός για το περίφημο κίνημα Σαμιζντάτ, δηλαδή της συγγραφή, αναπαραγωγή και διακίνηση χειρόγραφων ή δαχτυλογραφημένων μη λογοκριμένων εντύπων και της διανομή τους χέρι με χέρι στην κοινωνία. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες ήταν πολλά και σύνθετα και αμέσως βρέθηκαν πολλές, πρόθυμες να συμβάλλουν με κείμενα, πράγμα που ανησύχησε ακόμη περισσότερο τις αρχές.
Λίγο αργότερα, η Τατιάνα Μάμονοβα, το 1980 αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, όπου κυκλοφόρησαν άλλα 3 τεύχη του Αλμανάκ «Γυναίκα και Ρωσίας». Το 1983 προσκλήθηκε από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ στις ΗΠΑ, όπου και μένει μέχρι σήμερα, εκδίδοντας το αλμανάκ «Γυναίκα και Γη» («Woman and Earth»).
Στο μεταξύ, η Γιούλια Βοζνεσένσκαγια πρότεινε την ίδρυση Λέσχης Συζητήσεων, η οποία θα συνέβαλε στην συζήτηση των ιδιαίτερων προβλημάτων των γυναικών, με την συμμετοχή μεγάλου αριθμού μελών, τα οποία για διάφορους λόγους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να γράψουν κείμενα. Η πρώτη συνάντηση έγινε την 1η Μαρτίου 1980. Στην Λέσχη αυτή συμμετείχαν η Σοφία Σόκολοβα, Γκαλίνα Σανίγκινα, η Τατιάνα Μπελιάγιεβα, η Άλα Σαριμπάν, η Κλαύδια Ροτμάνοβα, η Ιρίνα Ζοσάν, η Νατάλια Λαζάρεβα, η Γιλένα Μπορίσοβνα, η Νατάλια Σαβέλιβα, η Ρενάτα Σίτσεβα, η Άννα Μαλόγκνα, η Λιουντμίλα Λεβίτινα, η Νατάλια Ντιούκοβα, η Τατιάνα Φεντότοβα, η Κάρι Ούνσκοβα και η Ναταλία Βορόνινα.
Οι συζητήσεις ήταν γόνιμες και παραγωγικές και έτσι, λίγο καιρό αργότερα η ύλη του πρώτου τεύχους ήταν ήδη έτοιμη. Μετά από κατ’ οίκον έρευνες της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., τα χειρόγραφα κατασχέθηκαν και έτσι χρειάστηκε να ξαναγραφούν. Αυτή ήταν η αιτία που το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε μόλις τον Φεβρουάριο του 1980.
Μεταξύ των άρθρων που δημοσιεύτηκαν υπήρχαν τα παρακάτω «Φεμινισμός και Μαρξισμός», «Γυναίκα και Εκκλησίας», «Η γυναίκα στα Γκουλάγκ», «Προσοχή παιδιά!»
Η βασική διαφορά του περιοδικού από το αλμανάκ ήταν η οπτική γωνία, από την οποία εξέτασαν τα θέματα και η οποία δεν ήταν άλλη από εκείνη της Ορθοδοξίας. Αυτό, επέτρεψε στην συνέχεια, πολλά από τα μέλη της λέσχης να ισχυριστούν - και δικαίως - πως το περιοδικό «Μαρία» ήταν η φωνή του «ρωσικού φεμινισμού». Για να αιτιολογήσουν την κρίση του, προέβαλαν το επιχείρημα πως η θρησκευτική οπτική γωνία ήταν αναγκαία όχι μόνο για την κοινωνική, αλλά και την πνευματική μεταβολή που είχε ανάγκη η σοβιετική κοινωνία.
«Αναμφίβολα, πρέπει να παλέψουμε για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα της γυναίκας, θα πρέπει να απαιτήσουμε ισονομία και ισότητα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτή η ισότητα μπορεί να αναφέρεται στην ισότητα δούλων χωρίς δικαιώματα, πως καμία κοινωνική επανάσταση δεν θα απελευθερώσει την γυναίκα, αν δεν είναι ταυτόχρονα και πνευματική επανάσταση» διαβάζουμε στο κύριο άρθρο του τεύχος Νο 3 του περιοδικού «Μαρία» το 1982.
Τα πρώτα πέντε τεύχη του περιοδικού κυκλοφόρησαν δαχτυλογραφημένα και «βγήκαν» στην Δύση με την βοήθεια συνεργατών του γαλλικού προξενείου στο Λένινγκραντ. Ήταν μία ομάδα διπλωματών που βοήθησε την συντακτική επιτροπή του περιοδικού να αποκτήσει σχέσεις με Γαλλίδες φεμινίστριες. Για «κάλυψη» χρησιμοποιούσαν τις προβολές ταινιών που διοργάνωνε το προξενείο, όπου καλούσε με ειδικές προσκλήσεις σοβιετικούς πολίτες. «Σύνδεσμος» ήταν η Σοβία Σοκολόβα, η οποία γνώριζε προσωπικά τον πρόξενο. Τον Μάιο του 1980 ξεκίνησα να πάει σε μία προβολή μαζί με την Νατάλια Μαλαχόφσκαγια, αλλά στον δρόμο την σταμάτησαν και την μετέφεραν στα γραφεία της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Η Ναταλία έμεινε μόνο, αλλά χωρίς πρόσκληση δεν μπόρεσε να πει στο προξενείο, κατάφερε όμως να δώσει σε γνωστούς της το τεύχος του περιοδικού, οι οποίοι το παρέδωσαν στους διπλωμάτες. Η γαλλική μετάφραση του τεύχος κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Des femmes το 1981.
Αμέσως, άρχισε η άσκηση πιέσεων προς τα μέλη της συντακτικής επιτροπής. Η πρώτη που δέχτηκε πιέσεις ήταν η Γιούλια Βοζνεσένσκαγια, την οποία απειλούσαν πως θα καλέσουν τον γιο της στον στρατό και θα τον στείλουν να υπηρετήσει την θητεία του στην κόλαση του Αφγανιστάν. Ο γιος της σπούδαζε αργυροχρυσοχοϊα και ξαφνικά τον φώναξαν στην διεύθυνση της σχολής, όπου του ανακοίνωσαν πως τον διαγράφουν και πρέπει να παρουσιαστεί στην Στρατολογία. Εκεί, η Γιούλια, ανακοίνωσε στους έκπληκτους στρατολόγους πως ο γιος της δεν θα υπηρετήσει στον στρατό, πολύ δε περισσότερο, δεν θα πολεμήσει στον Αφγανιστάν. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., αποφάσισε την αφαίρεση της σοβιετικής υπηκοότητας από την Βοζνεσένσκαγια και την απέλασή της στην Δύση.
Δύο μήνες αργότερα, την ίδια τύχη είχαν δύο ακόμη από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού, η Νατάλια Μαλαχόφσκαγια και η Τατιάνα Γκορίτσεβα, ενώ λίγο αργότερα η Τατιάνα Μάμονοβα τις ακολούθησε.
Στις σελίδες των επόμενων τευχών του περιοδικού, συναντούμε πολλά άρθρα για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, ενώ αρκετά μέλη της συντακτικής επιτροπής, άρχισα να μοιράζουν προκηρύξεις με τίτλο «Κάλεσμα προς τις μητέρες», με τις οποίες ζητούσαν από τις μανάδες να μην αφήνουν τα παιδιά τους να πολεμήσουν στο Αφγανιστάν.
Την 1η Μαρτίου 1980 στην ιδρυτική συνέλευση της Λέσχης «Μαρία» ψηφίστηκε το πρώτο επίσημο κείμενο, ήταν ένα «Κάλεσμα προς τις μητέρες». Το κείμενο καλούσε τις μητέρες να αποτρέψουν την θητεία των παιδιών τους στον στρατό, εξηγούσε γιατί ο πόλεμος ήταν ακήρυκτος, παράνομος και ιμπεριαλιστικός, και, το κυριότερο, γιατί εφόσον οι αρχές έλεγαν πως ο πόλεμος ήταν νόμιμος, δεν εκτελούσαν τους φυγόστρατους με θάνατο, αλλά με φυλάκιση τριών ετών.
Ταυτόχρονα, στις σελίδες του περιοδικού εμφανίστηκαν νέες στήλες όπως η «Εκκλησία» και τα «Γκουλάγκ», ενώ δημοσιεύτηκαν και ανακοινώσεις από το συνέδριο που είχε διοργανώσει - παράνομα - η Λέσχη με τίτλο «Γυναίκα και οικογένεια».
Τον Σεπτέμβριο του 1980 η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, έκανε έρευνα στο εργαστήριο της ζωγράφου Νατάλιας Λαζάρεβα και κατάσχε το προσχέδιο «Κάλεσμα στις γυναίκες του κόσμου», ευτυχώς χωρίς υπογραφές». Οι αρχές δεν θέλησαν να οξύνουν άλλο την κατάσταση, λόγω των δυσμενών εξελίξεων στον πόλεμο του Αφγανιστάν κι έτσι αντί να την παραπέμψουν με κατηγορίες «αντισοβιετικής δράσης» και «διασπορά ψευδών ειδήσεων», την κατηγόρησαν για χάλκευση εγγράφων και την καταδίκασαν σε φυλάκιση 10 μηνών, ποινή που εξέτισε στην φυλακή «Κρεστί».
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιά, τα μέλη της συντακτικής επιτροπής συγκεντρώθηκαν στο εξοχικό της Γιλένας Μπορίσοβα, όπου προετοίμασαν την ύλη για το αλμανακ Νο 2 και τις διαμαρτυρίες για την σύλληψη της Λαζάρεβα.
Το τρίτο τεύχος κυκλοφόρησε στις αρχές του 1981 με μία σειρά κειμένων υπό τον γενικό τίτλο «Σκλαβιά ή ελευθερία», κείμενα για την ουκρανή πολιτική κρατούμενη, τις σχέσεις γυναίκας και Εκκλησίας, αλλά και για τα παιδιά.
Η αντίδραση των αρχών ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Άρχισαν οι πιέσεις και ακολούθησαν οι απελάσεις: η Τατιάνα Μπελιάγιεβα, η Γιλένα Σάνγκινα, η Άλα Σαριμπάν, η Ιρίνα Ζοσάν και ο Σοφία Σοκολόβα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ε.Σ.Σ.Δ. Όσες απέμειναν πίσω, συνέχισαν τις προσπάθειες, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν τα τεύχη Νο 4 και Νο 5.
Η απελευθέρωση, στο μεταξύ, της Λαζάρεβα, αναπτέρωσε το ηθικό των υπολοίπων μελών και θέλησαν να εκδώσουν ένα ολόκληρο τεύχος με την μέθοδο σαμιζντάντ, αντί να στείλουν τα άρθρα στο εξωτερικό.
Νέες στήλες έκαναν την εμφάνισή τους, αλλά και άρθρα γραμμένα από άντρες, όπως ο Ντμίτρι Άξελροντ, ο Βλαντίμιρ Ντιούκοφ, ο Μπορίς Κουντριάκοφ, καθώς και έργα του γραφίστα Κυρίλ Μίλερ.
Η Νατάλια Λαζάρεβα είναι την καλλιτεχνική επιμέλεια του τεύχος, το οποίο κυκλοφόρησε σε 3 αντίγραφα. Το πρώτο το έδωσε στην Νατάλια Βορόνινα στην Μόσχα, το δεύτερο το προόριζε για την Δύση μέσω ενός γνωστού Γάλλου και το τρίτο ήθελε να το στείλει στην Γιούλια Βοζνεσένσκαγια μέσω κάποιο Αυστριακού. Το τελευταίο αυτό αντίγραφο, βρέθηκε μέσω ενός πληροφοριοδότη στα χέρια της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, η οποία συνέλαβε την Λαζάρεβα στις 13 Μαρτίου 1982. Ακολούθησε η δίκη και η καταδίκη της σε τέσσερα χρόνια φυλακή με την κατηγορία της «αντισοβιετικής προπαγάνδας και αγκιτάτσιας».
Οι αρχές άρχισαν ξανά να ασκούν πιέσεις στα μέλη της Λέσχης. Στο μεταξύ, στην Δύση είχε ξεκινήσει μία εκστρατεία αλληλεγγύης και συμπαράστασης στην Νατάλια Λαζάρεβα. Το 1982 ο Ναταλία Ντιούκοβα κλήθηκε για «συζήτηση» στην ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. και λίγο αργότερα απολύθηκε από την δουλειά της. Ασκήθηκαν πιέσεις στην Κάρι Ούνσκοβα να εγκαταλείψει την χώρα, αλλά τον Ιούνιο του 1983 σκοτώθηκε σε ένα περίεργο αυτοκινητιστικό ατύχημα. Η Γκλαλίνα Γκριγκόριεβα, πολύτεκνη μητέρα, απέφυγε τις δυσάρεστες καταστάσεις.
Ενώ είχαν συγκεντρωθεί άρθρα όπως «Τι είναι η φαλλοκρατία», «Για τον σοβιετικό αθλητισμό», παραμύθια, θεατρικά έργα κ.λπ. Το 7ο τεύχος δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Η ομάδα είχε χάσει πια τα πιο δραστήρια μέλη της, ενώ οι πιέσεις είχαν γίνει αφόρητες, ο έλεγχος της ζωής πολύ στενός και τα περιθώρια δράσης ελαχιστοποιήθηκαν.
Ωστόσο, η Λέσχη και το περιοδικό «Μαρία» παρά την σύντομη ζωή τους, από το 1980 μέχρι το 1982 είναι ένα μοναδικό παράδειγμα γυναικείας αυτοοργάνωσης στην underground σκηνή του Λένινγκραντ, κατά την τελευταία δεκαετία ύπαρξης του κομμουνιστικού καθεστώτος.