Τον Οκτώβριο του 1950, με απόφαση του Στρατιωτικού Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ε.Σ.Σ.Δ. εκτελέστηκαν όλα τα ηγετικά στελέχη του κόμματος, του κράτους και της οικονομίας, της πόλης του Λένινγκραντ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους Γερμανούς.
Η ιστορία αυτή έμεινε γνωστή ως «Υπόθεση του Λένινγκραντ» και είναι ένα από τα τελευταία επεισόδια της μαζικής κρατικής τρομοκρατίας της σταλινικής εποχής.
Υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα που απασχολούν τους ιστορικούς αλλά και τον απλό αναγνώστη. Γιατί, ενώ όλοι περίμεναν το τέλος του Στάλιν και η διαμάχη για τη διαδοχή του είχε ήδη αρχίσει, χρειάστηκε να εκτελέσουν μία σειρά εκπροσώπων της νεότερης γενιάς στελεχών; Γιατί ο Στάλιν εξόντωσε τους Κουζνετσόφ και Βοζνεσένσκι, ενώ δεν πείραξε καθόλου τους Κοσίγκιν και Αντρόποφ; Συμμετείχε ο Χρουστσόφ στην εξόντωση αυτών των στελεχών του Λένινγκραντ;
Όλοι όσοι ηγήθηκαν της πόλης κατά την διάρκεια της πολιορκίας, είχαν αναδειχθεί σε ανώτατες ηγετικές θέσεις κατά τη διάρκεια της Μεγάλης τρομοκρατίας κατά τα έτη 1937-1938. Είχαν προηγηθεί οι μαζικές συλλήψεις στελεχών του κόμματος, του κράτους και της οικονομίας και στην Μόσχα άρχισαν να νιώθουν έντονα την λειψανδρία για την στελέχωση των μηχανισμών. Στο προσκήνιο ήρθαν χαμηλόβαθμα στελέχη, άμεμπτης, κατά τα κριτήρια της εποχής εκείνης, ζωής. Αξίζει να αναφέρουμε πως η πρώτη γενιά στελεχών της πόλης του Μεγάλου Πέτρου και του Λένιν ήταν όλοι άνθρωποι με ανώτατη μόρφωση. Οι διώξεις όμως κατά το 1937-1938 λειτούργησαν ως καταλύτης για την ανάδειξη μίας νεότερης γενιάς.
Εκείνη την περίοδο, διακρίθηκε για την σκληρότητα και τον ζήλο του στις διώξεις κατά των συντρόφων του ο Αλεξέι Κουζνετσόφ, αναπληρωτής του Α’ γραμματέα της κομματικής οργάνωσης της πόλης και της ευρύτερης περιοχής του Λένινγκραντ Αντρέι Ζντάνοφ, ο οποίος αναγκάστηκε να περιορίσει τις «φιλοδοξίες» του υφισταμένου του. Ο Κουσνετζόφ, ως μέλος «ειδικής τρόικας» υπέγραφε σωρηδόν αποφάσεις θανατικών ποινών. Απεναντίας, οι Βοζνεσένσκι, Ποπκόφ, Καπούστιν. Λαζούτιν, Ροντιόνοφ και άλλοι κατηγορούμενοι της «Υπόθεσης του Λένινγκραντ» δεν είχαν καμία σχέση με τις μαζικές διώξεις την επίμαχη περίοδο.
Θα ήταν λάθος όμως να θεωρήσουμε πως η συγκεκριμένη υπόθεση ήταν απλά μία τοπική υποτροπή της σταλινικής τρομοκρατίας των προπολεμικών χρόνων. Ουσιαστικά, είχε ξεκινήσει ένα δεύτερο κύμα τρομοκρατίας, θύματα του οποίου ήταν ο διευθυντής του τμήματος προσωπικού της Κ.Ε. του κόμματος Κουζνετσόφ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού της Ε.Σ.Σ.Δ. Βοζνεσένσκι, αλλά και τα ηγετικά στελέχη πολλών περιφερειακών οργανώσεων του κόμματος στο Πσκοφ, το Νόβγκοροντ, την Κριμαία, το Γιαροσλάβ και αλλού. Μαζί με τα στελέχη, συλλάμβαναν τις συζύγους και τα παιδιά τους.
Ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως κατά τη διάρκεια αυτής της φρικτής περιπέτειας, δεν υπέφεραν μόνο οι άνθρωποι της πόλης, αλλά και η μνήμη για την πολιορκία. Έκλεισε το Μουσείο Άμυνας του Λένινγκραντ και την ίδια μοίρα θα είχε παραλίγο και το Μουσείο της Επανάστασης, αφού σχεδόν η πλειονότητα των εργαζομένων σε αυτό συνελήφθηκαν.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες των ιστορικών, δεν έχουν προκύψει μέχρι σήμερα γραπτές μαρτυρίες για τα πραγματικά αίτια αυτής της υπόθεσης.
Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν στο γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των αρχείων καταστάφηκαν το 1954 ή το 1957 με εντολή του Μέλενοφ, ο οποίος θέλησε να αποκρύψει τον δικό του ρόλο στην χάλκευση των κατηγοριών. Ένας άλλος λόγος είναι ότι η πλειοψηφία των εγγράφων, παρ’ όλο που έχουν περάσει 75 και πλέον χρόνια, παραμένουν άκρως απόρρητα και δεν έχουν αποχαρακτηριστεί. Τέλος, το θέμα αυτό ήταν ταμπού για τους ερευνητές, δεδομένου του γεγονότος πως η αποκατάσταση των θυμάτων κράτησε δεκαετίες ολόκληρες, από την σύντομη άνοιξη του Χρουστσόφ μέχρι την Διαφάνεια του Γκορμπατσόφ. Το οξύμωρο είναι πως ενώ η συγκεκριμένη «Υπόθεση του Λένινγκραντ» ουσιαστικά άρχισε να γίνεται αντικείμενο μελέτης των Ρώσων ιστορικών στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στις ΗΠΑ, οι ιστορικοί το έκαναν από την εποχή του Χρουστσόφ.
Το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι ιστορικοί είναι πως η υπόθεση αυτή ήταν αποτέλεσμα της διαπάλης για την εξουσία μεταξύ διαφόρων ομάδων στο περιβάλλον του Στάλιν. Το «στήσιμο» της υπόθεσης έγινε από τους Μπέρια, Αμπακούμοφ και Μάλενκοφ.
Δεν μπορούμε όμως να μην προσέξουμε μια λεπτομέρεια. Πρόκειται για τη δημιουργία ενός ιδιαίτερου δικτύου «πάτρονα-προστατευόμενων» με καταγωγή το Λένινγκραντ, το οποίο παραμένει ζωντανό και ενεργό μέχρι τις μέρες μας, γνωστό με την ονομασία «Οι Πετροπουλιώτες».
Βέβαια, υπάρχει και η εκδοχή των λαθών που πιθανόν έκαναν τα ηγετικά στελέχη της πόλης κατά το διάστημα 1948-1949 και ως γνωστόν τα λάθη την εποχή εκείνη ήταν μοιραία. Ιστορικοί επισημαίνουν τα λάθη και της αβλεψίες στην διοργάνωση της Πανρωσικής Έκθεσης Χοντρικού Εμπορίου και στις εκλογές νέων καθοδηγητικών οργάνων στην κομματική οργάνωση του Λένινγκραντ. Παρά το γεγονός ότι η επίσημη ανακοίνωση ανέφερε την ομόφωνη εκλογή των οργάνων, έγινε γνωστό πως κατά του Ποπκόφ βρέθηκαν τέσσερις ψήφοι, κατά του Καπούστιν δεκαπέντε, κατά των Μπαντάγιεφ και Λαζούτιν δύο, συνολικά δηλαδή 21 ψηφοδέλτια ή το ένα χιλιοστό του συνολικού αριθμού. Στην πραγματικότητα όμως, αυτή ήταν η αφορμή και όχι τα αίτια.
Οι Κουζνεστόφ και Βοζνεσένσκι ήταν τα δύο υψηλόβαθμα στελέχη μεταξύ των κατηγορουμένων. Μετά τον πόλεμο, ο Στάλιν, ακολουθώντας την παλιά ρωσική παράδοση ανακατανομής της ισχύος και της ανανέωσης του στελεχειακού δυναμικού έφερε στο προσκήνιο μία νέα γενιά στελεχών. Αμφότεροι οι μετέπειτα κατηγορούμενοι, ήταν ευνοούμενοι του Αντρέι Ζντάνοφ, ο οποίος και τους είχε προτείνει.
Μετά τον θάνατο του Ζντάνοφ το 1948, κυκλοφορούσε έντομα μετά των κομματοκρατών η φήμη πως ο Στάλιν θεωρούσε ως πιθανούς διαδόχους του τον Κουζνετσόφ στο κόμμα και τον Βοζνεσένκι στην κυβέρνηση. Φημολογείται πως η φήμη αυτή ήταν και η υπογραφή της θανατικής τους καταδίκης. Ωστόσο, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την παθολογική καχυποψία του Στάλιν και την υστερική του προσκόλληση στην εξουσία, δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε πως σκεφτόταν την διαδοχή του.
Την εποχή εκείνη, κυκλοφορούσαν και διάφορες άλλες φήμες, οι οποίες σύμφωνα με τις οποίες, ορισμένα στελέχη της κομματικής οργάνωσης του Λένινγκραντ, ήθελαν να δημιουργήσουν Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα και να μεταφέρουν την πρωτεύουσα της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας στην πόλη. Ταυτόχρονα, σκόπευαν να δημιουργήσουν Γραφείο της Κ.Ε. για τη Ρ.Σ.Σ.Ο.Δ. Λέγεται, μάλιστα, πως τα σχέδια αυτά είχαν τύχει της έγκρισης του Ζντάνοφ.
Οι ελπίδες αυτές των στελεχών, προέκυψαν μετά την περίφημη πρόποση του Στάλιν το 1945 στην δεξίωση του Κρεμλίνου, σύμφωνα με την οποία «ο ρωσικός λαός είναι το πλέον προοδευτικό έθνος μεταξύ όλων των εθνών της Ε.Σ.Σ.Δ.». Μόνο υπό αυτή την οπτική γωνία, μπορούν να γίνουν αντιληπτές οι αιτιάσεις πολλών σύγχρονων ιστορικών, οι οποίοι αποδίδουν στα ηγετικά στελέχη της πόλης, εθνικιστικά και αποσχιστικά κίνητρα. Ωστόσο, η άποψη αυτή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μόνο υπό το πρίσμα των απολογητών του σταλινικού καθεστώτος. Και αυτό γιατί, ανάμεσα στα θύματα δεν ήταν μόνο Ρώσοι, αλλά και στελέχη άλλων εθνικοτήτων, όπως ο Λευκορώσος Τουρκό. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους υπήρχαν Εβραίοι, Μπασκίριοι Λιθουανοί και άλλοι. Το κύριο χαρακτηριστικό όλων ήταν η ένθερμη υποστήριξη της ιδεολογίας του μπολσεβικισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, όλοι δε όφειλαν την ανάδειξή τους στην πίστη που είχαν στον κομματικό μηχανισμό. Επιπλέον, όλοι προέρχονταν από τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, από εργατικές και αγροτικές οικογένειες.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ο Χρουστσόφ ήταν από τους πρωτεργάτες της αποκατάστασης των θυμάτων, ωστόσο τα κίνητρά του ήταν πιο ποταπά: ήθελε να κρύψει την δική του συμμετοχή στην χάλκευση των κατηγοριών.
Ο καταλύτης πάντως της υπόθεσης ήταν ο ξαφνικός θάνατος του Αντρέι Ζντάνοφ, ο οποίος διατάραξε την ισορροπία δυνάμεων στο περιβάλλον του Στάλιν και ώθησε τους Μπέρια και Μάλενκοφ να οργανώσουν την εξόντωση κάθε πιθανού τους αντιπάλου. Ο Ζντάνοφ απολάμβανε της πλήρους εμπιστοσύνης του Στάλιν και ο θάνατός του στέρησε από τα στελέχη της κομματικής οργάνωσης και του κρατικού μηχανισμού τον «στιβαρό προστάτη τους. Επιπλέον όμως, έκαναν μία σειρά λαθών που έκριναν το μέλλον τους.
Ο Α’ γραμματέας της οργάνωσης περιοχής του κόμματος στο Λένινγκραντ Ποπκόφ, πρότεινε στον Βοζνεσένσκι, να αναλάβει την «επιτροπεία» της πόλης στη θέση του Ζντάνοφ. Αυτό δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τους Μπέρια και Μάλενκοφ. Ο Ποπκόφ όμως άσκησε κριτική στην κυβερνητική πολιτική, πράγμα που οδήγησε στη συσπείρωση των εσωκομματικών του αντιπάλων.
Τα λάθη και τα αμαρτήματα των κομματικών στελεχών, οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στην ταχύτητα της ανάδειξής τους σε υψηλές κομματικές και κρατικές θέσεις και στο γεγονός πως ήταν άπειρα στις εσωκομματικές ίντριγκες.
Παράλληλα, η «ομάδα του Λένινγκραντ» δεν έκρυψε ποτέ τον ανταγωνισμό της με την ομάδα του Μάλενκοφ και Μπέρια, ως προς την διεύρυνση της επιρροής της στο Στάλιν. Η «ομάδα του Λένινγκραντ» είχε ταχθεί υπέρ της ανάπτυξης της οικονομίας, της διεύρυνσης της παραγωγής για είδη λαϊκής κατανάλωσης, υπέρ της μαζικής οικοδόμησης κατοικιών. Ο Μάλενκοφ και Μπέρια, απεναντίας, με την υποστήριξη του στρατιωτικού κατεστημένου, είχαν ταχθεί υπέρ της ανάπτυξης της πολεμικής βιομηχανίας.
Με πρωτοβουλία του Ζντάνοφ και την ενεργό συμμετοχή των προστατευόμενών του από την ομάδα του Λένινγκραντ, το 1948, ξεκίνησε η επεξεργασία του νέου προγράμματος του κόμματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε στην διάθεσή μας, στο προσχέδιο αυτού του προγράμματος υπήρχαν πολλές καινοτόμες ιδέες όπως ο αιρετός χαρακτήρας όλων των κομματικών και κρατικών θέσεων, η εκλογή ανανέωση των σοβιέτ κατά το ένα τρίτο σε κάθε περίοδο. Ο Ζντάνοφ υποστήριζε αυτές τις αλλαγές, ο θάνατός του όμως διέκοψε αυτή την πορεία. Εκ των υστέρων βλέπουμε πως ο Στάλιν θεώρησε τις αλλαγές αυτές πρόωρες και πολύ ριζοσπαστικές, επέλεξε δε τον δρόμο της ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας και της ολοκληρωτικής στρατιωτικοποίησης της οικονομίας.
Θα ήταν όμως λάθος θα πιστέψουμε πως ο Μάλενκοφ με τον Μπέρια ήταν οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για αυτήν την τραγωδία. Όλες οι αποφάσεις για την υπόθεση πάρθηκαν προσωπικά από τον Στάλιν, πράγμα που επιβεβαιώνεται από πλήθος εγγράφων.
Άξιον απορίας, ωστόσο, παραμένει το γεγονός πώς γλίτωσαν από τις εκκαθαρίσεις άλλα στελέχη της πόλης, όπως ο Κοσίγκιν, ο οποίος ήταν υπουργός Ελαφράς Βιομηχανίας της Ε.Σ.Σ.Δ. και στη συνέχεια πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ, ή ο Γιούρι Αντρόποφ ο οποίος ήταν υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος στην Καρελία. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση του στρατάρχης Ντμίτρι Ουστίνοφ, ο οποίος, στη συνέχεια, έφτασε να γίνει υπουργός Άμυνας και μέλος του Πολιτμπιρό.
Η μεγαλύτερη όμως επίπτωση αυτής της υπόθεσης στην σύγχρονη ρωσική ιστορία, δεν είναι άλλη από την ηθική απονομιμοποίηση της ηγεσίας του κόμματος και του κράτους κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Γερμανούς. Το 1954 η υπόθεση κηρύχθηκε χαλκευμένη και στα τέλη της δεκαετίας του 1980 όλα τα θύματα αποκαταστάθηκαν στο κόμμα.
Μία ενδιαφέρουσα ιστορική λεπτομέρεια για το τέλος. Το 1938 ο Κουζνετσόφ υπέγραψε πλήθος θανατικών εκτελέσεων, δώδεκα χρόνια αργότερα εκτελέστηκε ο ίδιος αφού βασανίστηκε φρικτά, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα σακάτεψαν με βασανιστήρια και εκτέλεσαν τον δήμιό του Αμπακούμοφ.