Στο άρθρο 269 νομοσχεδίου για τους δικαστικούς υπαλλήλους τέθηκε διάταξη ότι τα μέλη τριών Επιτροπών σχετικών με την πανδημία «δεν διώκονται, δεν εξετάζονται και δεν ευθύνονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Το θεσμικά προβληματικό, για το οποίο έχω κάνει λόγο πολλές φορές και δεν είναι ώρα να ξανακάνω, είναι οι τεράστιοι νόμοι-συμπιλήματα, στους οποίους, πέρα από το βασικό αντικείμενο, καταχώνονται πολλές, άσχετες με το κύριο αντικείμενο και μεταξύ τους, «άλλες διατάξεις». Από μόνη της, πάντως, η συγκεκριμένη ρύθμιση για την ευθύνη των επιστημόνων κάθε άλλο παρά δικαιολογείται να σοκάρει ή να ξεσηκώνει διαμαρτυρίες.
Στη δημοκρατία υπάρχουν πολλά είδη ευθύνης. Η ποινική και η αστική, που διαπιστώνονται από τα δικαστήρια και δεν μπορεί ποτέ να παραμερίζονται, παρά μόνο μέσα από τη λειτουργία των θεσμών της παραγραφής και της χάρης. Η ποινική ευθύνη ειδικά των διατελεσάντων Υπουργών, που αντιμετωπίζεται με παρέμβαση της Βουλής και με τον περίπλοκο τρόπο που ορίζει το άρθρο 86 του Συντάγματος. Η λεγόμενη «πολιτική ευθύνη» - αποφάσεις που έβλαψαν, κακές επιλογές συνεργατών- που κανονικά επισύρει παραίτηση και σε κάθε περίπτωση κρίνεται από το λαό στις κάλπες.
Και η «ευθύνη για γνώμη» πολιτικών προσώπων, στους οποίους επιφυλλάσσεται ειδική μεταχείριση μέσω των συνταγματικών θεσμών του «ανεύθυνου» (άρθρο 61) και του «ακαταδίωκτου» (άρθρο 62), που και τα δύο συγκροτούν τη λεγόμενη «βουλευτική ασυλία». Αντίστοιχη ευθύνη, χωρίς γενική συνταγματική υποδοχή, γεννάται και στην περίπτωση προσώπων εκτός πολιτικής μεν, αλλά που λαμβάνουν δημόσιες αποφάσεις, όπως οι επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών, για τους οποίους συνήθως υπάρχουν νομοθετικές προβλέψεις. Πιο προβληματική είναι η απαλλαγή που κάποιες φορές έχει δοθεί σε τραπεζίτες, των οποίων οι αποφάσεις έχουν και ιδιωτικό και οικονομικό χαρακτήρα. Κάτι που δεν ισχύει για μέλη επιτροπών με επιρροή στα δημόσια πράγματα.
Υπ' αυτό το πρίσμα, η απαλλαγή των λοιμωξιολόγων για γνώμη ή ψήφο που μπορεί να δώσουν εντός των Επιτροπών τους, δεν έχει τίποτα το υπερβολικό, το αντιθεσμικό ή το εξεσυζητημένο. Σε μια εποχή που το μέγα θέμα της είναι η πανδημία, ειδικά σε μια χώρα, θα πρόσθετα, με έντεκα εκατομμύρια λοιμωξιολόγους, έντεκα εκατομμύρια γνώμες για το ποιά είναι η ορθή αντιμετώπιση της πανδημίας και έντεκα εκατομμύρια έτοιμους να προσφύγουν στα δικαστήρια πολίτες, είναι δικαιολογημένο να προφυλάσσονται από δικαστικές διώξεις και διαμάχες κάποιοι επιστήμονες που βρίσκονται (κακώς, κατά τη γνώμη μου, και όχι χωρίς και δική τους ευθύνη) στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Η διάταξη για την οποία μιλάμε δεν απαλάσσει κανέναν από οπιαδήποτε κολάσιμη πράξη, ακυρώνει μόνο προκαταβολικά ένα πιθανό κυνήγι μαγισσών. Γιατί άλλο η ατιμωρησία και άλλο ο λαικισμός του «όλοι μέσα».
Το αντιπαράδειγμα είναι μπροστά στα μάτια μας και, δυστυχώς, ακόμα ζωντανό: ο πρώην πρόεδρος της Στατιστικής Αρχής διώκεται ακόμα, μετά από σωρεία δικών και ισάριθμων απαλλαγών, όχι μόνο γιατί είπε την -επιστημονική- γνώμη του για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, αλλά και γιατί κάποιους ενόχλησε κάνοντας σωστά τη -δημοσίου συμφέροντος- δουλειά του. Τέτοιες διώξεις, εκτός από άδικες, έχουν και ηθική απαξία. Και το τελευταίο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι οι «Τσιόδρες» αυτής της χώρας να γίνουν «Γεωργίου».
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής.