Η προκήρυξη για τις τηλεοπτικές άδειες, μετατράπηκε σε κορυφαίο πολιτικό ζήτημα της χώρας. Από πολλές πλευρές. Από τους ισχυρούς επιχειρηματίες που προσπάθησαν να παραμείνουν ή να μπουν στον τηλεοπτικό χάρτη και κυρίως από την κυβέρνηση που ανέδειξε το θέμα ως πρωταρχικό, ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας και απόδειξη αντιμετώπισης της διαπλοκής (τίποτα πιο αναληθές). Γύρω από τον αμφισβητούμενης νομιμότητας, συνταγματικότητας και αξιοπιστίας διαγωνισμό, σφάχτηκαν (και εξακολουθούν να το κάνουν), πολλά …παλληκάρια.
Μοιάζει ενδεχομένως αφελής η απορία, αλλά να την παραθέσουμε: άξιζε ο κόπος για τόση φασαρία και σκόνη που σηκώθηκε; η ιδιωτική τηλεόραση εξακολουθεί να αποτελεί ένα ισχυρό Μέσο επιρροής; Είναι ακόμα οι ιδιοκτήτες του προνομιακοί παράγοντες της δημόσιας ζωής; Πόσοι βλέπουν και ιδιαίτερα πόσοι υιοθετούν ως αξιόπιστα τα δελτία των οκτώ ή εννιά και τις ενημερωτικές εκπομπές της;
Λίγα μόλις χρόνια πριν, τέτοια ερωτήματα, όχι απλά θα είχαν καταφατική απάντηση, αλλά ούτε καν θα τολμούσε να τα θέσει κάποιος. Ήταν αυτονόητες οι απαντήσεις. Η ιδιωτική τηλεόραση, δεν δημιουργούσε απλά αισθητική, τάσεις και κουλτούρα. Επηρέαζε με καθοριστικό τρόπο την πολιτική ζωή και τα γεγονότα που την διαμόρφωναν. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα κανάλια διαμόρφωναν από μόνα τους αυτά τα γεγονότα, καθόριζαν την πολιτική ατζέντα και το πολιτικό προσωπικό ακολουθούσε. Ένας καναλάρχης, ιδιαίτερα αν συγκέντρωνε και άλλα Μέσα, ήταν ένας πανίσχυρος παράγοντας που κατά κάποιο τρόπο επιβεβαίωνε την εικόνα του ανθρώπου που έριχνε ή διατηρούσε κυβερνήσεις.
Το καλοκαίρι του 2015, παρατηρήθηκε ένα φαινόμενο που έμοιαζε ν αμφισβητεί αυτά τα δεδομένα. Σχεδόν το σύνολο των μεγάλων ιδιωτικών καναλιών, τάχθηκε με ιδιαίτερα μαχητικό τρόπο υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα. Συχνά με τρόπο που ξεπερνούσε το ανεκτό. Συνεχείς εκπομπές και δελτία όπου προβαλλόταν η αλήθεια της μιας πλευράς. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, έδειξε πως η ολόθερμη στήριξη της μιας πλευράς, δεν ήταν αρκετή για να επηρεάσει καθοριστικά το αποτέλεσμα. Το «όχι», κυριάρχησε. Σίγουρα για την διαμόρφωση του αποτελέσματος, υπήρξαν και άλλοι παράγοντες (όπως η δυναμική που υπήρχε στα συνθηματολογικά κυβερνητικά επιχειρήματα). Ωστόσο, ήταν φανερό πως η στήριξη των καναλιών προς μια επιλογή, δεν ήταν αρκετή για να επηρεάσουν καθοριστικά τα πράγματα.
Τα ερωτήματα που αυτονόητα προκύπτουν, είναι πολλά: μήπως είναι τόσο μεγάλη η απαξίωση του συγκεκριμένου Μέσου ώστε να έχουν περιοριστεί οι δυνατότητες επιρροής του; ενδέχεται πολλοί τηλεθεατές να παρακολουθούν δελτία και εκπομπές, αλλά λίγοι από αυτούς να τα θεωρούν αξιόπιστα; Μήπως, με δυο λόγια, ο κόσμος αλλάζει, αλλά εμείς εξακολουθούμε να κινούμαστε με όρους ξεπερασμένους από την ίδια την πραγματικότητα;
Μερικές καλές απαντήσεις-που ενισχύουν το παράδειγμα του δημοψηφίσματος-δίνουν πολλές έρευνες των τελευταίων χρόνων που αφορούν στην αξιοπιστία της ιδιωτικής τηλεόρασης. Σύμφωνα με το Βαρόμετρο για παράδειγμα, που δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο, η δυσπιστία των Ελλήνων για την τηλεόραση, αγγίζει το ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό 80%! Είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, ο μέσος όρος στην οποία κινείται γύρω στο 47%. Μεγάλος, αλλά όχι τόσο, είναι ο βαθμός αναξιοπιστίας και για άλλα παραδοσιακά Μέσα όπως οι εφημερίδες ή τα ραδιόφωνα. Αντίθετα, τον μεγαλύτερο βαθμό εμπιστοσύνης, συγκεντρώνει στη χώρα μας το διαδίκτυο με ποσοστό 43% (35% ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρώπη).
Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει την συγκεκριμένη έρευνα ως συγκυριακή, αν δεν είχαν προηγηθεί αρκετές ακόμα. Όλες, δείχνουν μια σταδιακή αύξηση της απαξίωσης του συγκεκριμένου Μέσου. Ενδεικτικά το 2003 η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την τηλεόραση ήταν 50,9%, το 2011 ανέβηκε στο 77%, το 2013 άγγιξε το 84%, ποσοστά σχεδόν διπλάσια απ ότι την υπόλοιπη Ευρώπη. Ψηλά ποσοστά μειωμένης εμπιστοσύνης, παρατηρούνται και για τον γραπτό τύπο (το 2013 έφτανε το 74%) και για τα ραδιόφωνα (65%).
Το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει, είναι πως (και) η τηλεόραση δεν θεωρείται πια ένα αξιόπιστο Μέσο. Και η μειωμένη αξιοπιστία αναμφισβήτητα μειώνει και την επιρροή της. Ολοένα και περισσότεροι πολίτες αποκτούν πρόσβαση αλλά και εμπιστοσύνη στα διαδικτυακά Μέσα. Τα οποία από την πλευρά τους, μπορεί να έχουν πολλές αδυναμίες, ωστόσο επειδή υπάρχει η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε πολλές και διαφορετικές ιστοσελίδες, οι επιλογές είναι περισσότερες.
Η εξέλιξη της ιστορίας που λέγεται τηλεόραση, μοιάζει να αποκτά τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτή των εφημερίδων. Υπάρχουν πολλές εφημερίδες (οι περισσότερες στην Ευρώπη αναλογικά με τον πληθυσμό), αλλά έχουν ιδιαίτερα χαμηλές πωλήσεις οι οποίες μάλιστα μειώνονται συνέχεια. Η επιρροή τους, έχει συρρικνωθεί ανάλογα. Κι όμως, εξακολουθούν να κυκλοφορούν και σε μερικές περιπτώσεις να αυξάνεται ο αριθμός τους. Δεν γνωρίζω πόσες τελικά (πανελλαδικές, θεματικές κ.α.) ιδιωτικές τηλεοράσεις θα παραμείνουν σε λειτουργία. Αυτό που λένε τα στοιχεία πάντως είναι, πως η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών τις θεωρεί απαξιωμένες. Και η εικόνα αυτή, δεν πρόκειται ν αλλάξει μετά τον διαγωνισμό και το νέο τηλεοπτικό τοπίο που θα δημιουργηθεί.
Βέβαια για πολλούς (όπως έδειξαν οι υποψηφιότητες για τις άδειες) η ιδιωτική τηλεόραση εξακολουθεί να θεωρείται ενα ελκυστικό Μέσο για ν ασχοληθεί μαζί του. Προφανώς έχουν κάποιους σοβαρούς λόγους για να το πιστεύουν. Σίγουρα μέσα σε αυτούς, δεν είναι η αξιοπιστία του ίδιου του Μέσου...