Η Ρωσία ξεκίνησε αυτό τον πόλεμο έχοντας πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος και πολύ μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, ύψους 630 δισ. δολάρια. Σήμερα έχει αποκλειστεί από την πρόσβαση τουλάχιστον 50% αυτών των αποθεμάτων, τα οποία τελούν υπό τον έλεγχο της ΕΚΤ, της FED και άλλων δυτικών τραπεζών. Είναι εξαιρετικά πιθανό, η κυβέρνηση Πούτιν να χρησιμοποιήσει αυτό το ξένο συνάλλαγμα για να ξεπληρώσει υποχρεώσεις ρωσικών επιχειρήσεων που εισάγουν βασικά αγαθά, παρά οφειλές προς ξένους πιστωτές, ιδίως αν πρόκειται για δυτικές τράπεζες, όπως δηλώνει στο liberal ο Γ.Παγουλάτος, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Βλέπετε κάποιο διέξοδο στον πόλεμο μετά και το ναυάγιο των χθεσινών συνομιλιών, εκτιμάτε ότι πλησιάζουμε στη λήξη του;
Μετά την ακραία επιλογή αυτής μαζικής και βάρβαρης εισβολή στην Ουκρανία, ο Β. Πούτιν έχει αυτοεγκλωβιστεί. Ούτε μπορεί να κάνει πίσω, καθώς θα αυτοταπεινωθεί και η μόνη του επιλογή είναι να ολοκληρώσει τον πόλεμο με μια νίκη. Το πως ορίζει τη νίκη είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Τις τελευταίες 48 ώρες φάνηκε ότι οι επιδιώξεις του ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που είχε δηλώσει στην προτελευταία συνάντηση, αυτή του Μπρεστ. Εκτιμώ ότι επιδιώκει μια ολοκληρωτική στρατιωτική νίκη στο πεδίο με συνθηκολόγηση της ουκρανικής πλευράς μέσα από μαζικούς, ισοπεδωτικούς βομβαρδισμούς, ώστε να καθίσει στο τραπέζι με τη μεγαλύτερη δυνατή διαπραγματευτική δύναμη.
Και δεν νομίζω ότι θα αρκεστεί απλώς σε ουδετερότητα, την οποία άλλωστε η κυβέρνηση Ζελένσκι του έχει προσφέρει, αλλά θα επιδιώξει και αλλαγή του καθεστώτος.
Στην ουσία, έχουμε δύο αντικρουόμενες επιδιώξεις που όμως συντείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα της κλιμάκωσης του πολέμου. Από τη μια πλευρά, οι Ουκρανοί επιδιώκουν να αντέξουν όσο το δυνατόν περισσότερο, καθώς έτσι αυξάνουν τις απώλειες του Πούτιν και τη δική τους διαπραγματευτική δύναμη όταν καθίσουν στο τραπέζι.
Από την άλλη πλευρά η επιδίωξη των Ρώσων είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καταστροφή, προκειμένου να υποχρεώσουν τους Ουκρανούς στην ταχύτερη δυνατή συνθηκολόγηση. Βλέπουμε μια κλιμακούμενη αγριότητα στις ρωσικές επιθέσεις: στην αρχή στρατιωτικοί στόχοι, μετά εργοστάσια και σπίτια, τώρα μαιευτήρια. Και θα χειροτερεύει. Βομβαρδισμοί κτιρίων με θύματα αμάχους και καταστροφές σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Μην ξεχνάμε ότι ο Πούτιν εδραίωσε την εσωτερική ισχύ του μέσα από τον πόλεμο στην Τσετσενία και την ισοπέδωση του Γκρόζνι. Έχουμε δηλαδή μπροστά μας την προοπτική ενός πολέμου που θα διαρκέσει και θα γίνεται ακόμα αγριότερος.
Στο σκέλος του οικονομικού πολέμου, χθες ο Β. Πούτιν δήλωσε ότι θα αυξηθούν και άλλο οι τιμές των τροφίμων, όσο η Δύση επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία. Ποια η γνώμη σας;
Είναι αναπόφευκτο να συνεχίσουν να αυξάνονται οι τιμές των τροφίμων δεδομένου ότι αμφότερες οι χώρες είναι τεράστιοι παραγωγοί προϊόντων, όπως σιτηρά, καλαμπόκι, ζωοτροφές, έχοντας ένα πολύ μεγάλο ποσοστό στις παγκόσμιες εξαγωγές.
Ο Πούτιν παρουσιάζει τη συνέπεια της δικής του επίθεσης ως απειλή και επίπτωση απέναντι στις κυρώσεις της Δύσης. Δεν υπάρχει άλλωστε κάποιο όριο στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας στη διάρκεια ενός πολέμου, πολλώ δε μάλλον από ένα καθεστώς, όπως αυτό του Πούτιν, με παράδοση στα fake news. Εδώ ο Σεργκέι Λαβρόφ ισχυρίστηκε χθες ότι αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία δεν είναι πόλεμος.
Αναλυτές βλέπουν ακόμη και κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας, ενώ χθες ο ρώσος υπ. Οικονομικών Α. Σιλουάνοφ δήλωσε ότι η χώρα θα πληρώνει σε ρούβλια το εξωτερικό της χρέος αν οι λογαριασμοί της στο εξωτερικό παραμείνουν μπλοκαρισμένοι. Ποια η γνώμη σας;
Η Ρωσία ξεκίνησε αυτό τον πόλεμο έχοντας πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος και πολύ μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, ύψους γύρω στα 630 δισ. δολάρια. Σήμερα έχει αποκλειστεί από την πρόσβαση τουλάχιστον 50% αυτών των αποθεμάτων, τα οποία τελούν υπό τον έλεγχο της ΕΚΤ, της FED και άλλων δυτικών τραπεζών.
Στην πράξη η Ρωσία, λόγω και των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί, δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε σημαντικό μέρος των συναλλαγματικών της υποχρεώσεων. Σε αυτή την έκτακτη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ρωσική οικονομία είναι εξαιρετικά πιθανό η κυβέρνηση Πούτιν να χρησιμοποιήσει αυτό το ξένο συνάλλαγμα για να ξεπληρώσει υποχρεώσεις ρωσικών επιχειρήσεων που εισάγουν βασικά αγαθά, παρά οφειλές προς ξένους πιστωτές, ιδίως αν πρόκειται για δυτικές τράπεζες.
Δύο τινά εδώ θα μπορούσαν να συμβούν. Είτε τα έσοδα που εισπράττει η Ρωσία από τις πωλήσεις φυσικού αερίου και πετρελαίου, να μην της αρκούν για να εξυπηρετήσει και το εξωτερικό δημόσιο χρέος της και τις συναλλαγματικές υποχρεώσεις ρωσικών επιχειρήσεων που συναλλάσσονται στο διεθνές εμπόριο.
Είτε απλώς η Ρωσία να επιλέξει να μην εξυπηρετήσει το εξωτερικό της δημόσιο χρέος, ιδίως εάν οι πιστωτές της είναι δυτικές τράπεζες, και να το εμφανίσει ως συνέπεια ή αντεπίθεση στον «οικονομικό πόλεμο» που υφίσταται.
Εν ολίγοις δεν είναι καθόλου αμελητέα η πιθανότητα χρεοκοπίας της Ρωσίας. Αν συμβεί αυτό δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα της συμβεί –είχε συμβεί και το 1998.
Το ευρωομόλογο το οποίο θα χρηματοδοτούσε τη στήριξη των Ευρωπαίων καταναλωτών απέναντι στην ενεργειακή ακρίβεια αλλά και αμυντικές δαπάνες, δεν φαίνεται να προχωράει. Ποια η γνώμη σας;
Αυτό που έχει άμεση προτεραιότητα είναι η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και όχι τόσο οι αμυντικές δαπάνες, που αποτελούν ένα μεσοπρόθεσμο στόχο. Σίγουρα υπάρχει διχογνωμία ως προς την αναγκαιότητα ενός ευρωομολόγου, ωστόσο η διαπραγμάτευση είναι σε εξέλιξη, το θέμα παραμένει ανοικτό.
Ολλανδία και Γερμανία, δύο εκ των βασικών χωρών στο μπλοκ που διαφωνεί με την έκδοσή του, επικαλούνται το γεγονός ότι το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης διαθέτει ακόμη σημαντικούς περισσευούμενους πόρους, ικανούς να χρηματοδοτήσουν δράσεις αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης.
Οι διαφωνούντες επιχειρούν να αποφύγουν μια επανάληψη κοινού δανεισμού, όπως το 2020, καθώς αυτό θα μονιμοποιούσε αυτό που επί δεκαετίες αποτελεί ανάθεμα για τις πλουσιότερες χώρες: Την από κοινού έκδοση ευρωπαϊκού χρέους για τη χρηματοδότηση ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων, ακόμα περισσότερο εάν περιλαμβάνει επιδοτήσεις.
Η Ελλάδα θα είχε συμφέρον στην έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους, καθώς πέραν του γεγονότος ότι θα κάλυπτε τις υπάρχουσες ενεργειακές ανάγκες, θα παγίωνε και το κεκτημένο του 2020, ότι δηλαδή η Ευρώπη μπορεί να απαντά στις μεγάλες κρίσεις μέσα από κοινό δανεισμό.
Το θέμα δηλαδή έχει και μια πολιτική σημασία για πολλές χώρες, ειδικά του Νότου, και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο οι πιστώτριες χώρες του Βορρά δεν επιθυμούν την έκδοση ευρωομολόγου. Ο φόβος τους ήταν και είναι μήπως μονιμοποιηθεί από την ΕΕ η δημοσιονομική αντιμετώπιση των κρίσεων μέσω του κοινού δανεισμού.
Θα βρει τελικά τις απαντήσεις η Ευρώπη;
Όλοι προέβλεπαν ότι η κρίση της Ουκρανίας θα βρει την Ευρώπη διαιρεμένη και αδύνατη. Τελικά, η ΕΕ τους διέψευσε. Έλαβε ταχύτατα απόφαση για ένα βαρύ πακέτο σκληρών κυρώσεων, με σύμφωνη γνώμη όλων των 27, ακόμα και της Ουγγαρίας. Βέβαια, η απάντηση της Ευρώπης έχει ένα τίμημα. Κάθε μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας αφαιρεί και ένα ποσοστό του ΑΕΠ.
Εδώ οι εκτιμήσεις ποικίλουν. Το τι θα συμβεί τελικά, αν απλώς θα μειωθεί κατά ένα ποσοστό η εκτιμώμενη ανάπτυξη ή θα αντιμετωπίσουμε ακόμη και κίνδυνο ύφεσης, θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και από το πόσο βιώσιμη θα είναι η συμφωνία τερματισμού του. Και από το αν επίσης θα περιλαμβάνει τον περιορισμό ή τη συνέχιση των κυρώσεων.
Διαφορετικές επιπτώσεις στην οικονομία θα έχει μια βιώσιμη συμφωνία που θα αποδεχθεί η Δύση και διαφορετικές μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει την εκτεταμένη καταπάτηση της εθνικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να αποδεχθεί η Δύση, γεγονός που θα σήμαινε συνέχιση των κυρώσεων.
*Γιώργος Παγουλάτος, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ