Ο Γκούσταβ Γκουστάβοβιτς Σπετ (1879-1937) γεννήθηκε στο Κίεβο και ήταν νόθος γιος μίας μοδίστρας, κόρης ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας και ενός αξιωματικού. Έγκυος η μητέρα του έφυγε από την πόλη Βολίν και μετακόμισε στο Κίεβο, όπου γέννησε τον μέλλοντα φιλόσοφο.
Τον ανέθρεψε μόνη της, δουλεύοντας ως πλύστρα και μοδίστρα. Χάρη στην αυτοθυσία της, ο Σπέτ κατάφερε να τελειώσει το γυμνάσιο και το 1898 να περάσει στην Φυσικο-μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου «Άγιος Βλαδίμηρος» του Κιέβου. Εκεί, με κάποια διαλείμματα, φοίτησε για επτά χρόνια. Ως φοιτητής γοητεύτηκε από τις ιδέες του Μαρξισμού, συμμετείχε σε διάφορες ομάδες κι έλαβε μέρος σε διαδηλώσεις. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα να αποβληθεί από το πανεπιστήμιο και να του απαγορευτεί να μένει στο Κίεβο, στο οποίο επέστρεψε το 1901, συνέχισε τις σπουδές του, μα σε άλλη σχολή, την Ιστορικο-φιλολογική, από την οποία αποφοίτησε την χρονιά της πρώτης μεγάλης ρωσικής επανάστασης του 1905.
Στα χρόνια των σπουδών του, με ιδιαίτερο ενθουσιασμό ασχολήθηκε στο Σεμινάριο Ψυχολογίας του Γ. Ι. Τσελπάνοφ. Σε αυτό το σεμινάριο διαμορφώθηκε και ως φιλόσοφος. Η πτυχιακή του εργασία με τίτλο «Απάντησε ο Καντ στα ερωτήματα του Χιουμ;» τιμήθηκε με την πρώτη θέση και το χρυσό μετάλλιο σε διαγωνισμό και τυπώθηκε από τον εκδοτικό οίκο του Πανεπιστημίου.
Το 1903 ο Σπετ παντρεύτηκε την ηθοποιό Μαρια Κρεστοβοντβιζένσκαγια και απέκτησε μαζί της δύο κόρες, την Μαργαρίτα και την Λενόρα.
Αμέσως μετά την αποφοίτηση του άρχισε να εργάζεται ως δάσκαλος σε ιδιωτικά γυμνάσια του Κιέβου. Ο Τσελπάνοφ στο μεταξύ, είχε εκλεγεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και κάλεσε τον αγαπημένο του φοιτητή, να εργαστούν από κοινού για την ίδρυση του Ινστιτούτου Ψυχολογίας. Ήταν η εποχή που γνώρισε την αφρόκρεμα της προεπαναστατικής ρωσικής διανόησης, όπως τον Φρανκ, τον Σεστόφ, τον Ερν, τον Γκερσενζόν, τον ποιητή Αντρέι Μπέλι και τον ηθοποιό Κατσάλοφ. Δίνει διαλέξεις σε πολλά Α.Ε.Ι. και γυμνάσια της εποχής, στην Ανώτερη Σχολή Θηλέων, στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, της Βόννης κ.ά. Το 1910 γίνεται υφηγητής. Οι διαλέξεις του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία στο κοινό. Το 1912 κυκλοφορεί η «Λογική» του Σπετ με βάση τις σημειώσεις φοιτητριών, οι οποίες με φανατισμό παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του.
Στο 1912 - 1913 πήγε στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης, όπου παρακολούθησε τις διαλέξεις του Χούρσελ για την φαινομενολογία. Ένα χρόνο αργότερα, υπό την επίδραση των ιδεών του Γερμανού φιλοσόφου, κυκλοφορεί το βιβλίο του «Το φαινόμενο και η σκέψη».
Το 1912 χώρισε από την πρώτη του σύζυγο και το 1913 παντρεύτηκε την γόνο ζάμπλουτης οικογένειας Ναταλία Γκουτσκόφ. Ο θείος της Ναταλίας Γκουσκόφ Αλεξάντρ ήταν μέλος του κόμματος των Οκτωμβριστών, πρόεδρος της 3ης Δούμας, μέλος της Προσωρινή κυβέρνησης το 1917 και υπουργός Στρατού και Στόλου.
Το 1914 γεννήθηκε η κόρη του Τατιάνα και το 1916 η κόρη του Μαρίνα. Την ίδια χρονιά ο Σπετ υποστηρίζει την διατριβή του με θέμα «Η ιστορία ως πρόβλημα της λογικής» και εκλέγεται καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Θηλέων, διατηρώντας την θέση του υφηγητή στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας.
Αν και αρχικά χαιρέτησε την «Οκτωβριανή επανάσταση» σύντομα κατάλαβε πως κανένα «φωτεινό μέλλον» δεν περιμένει την χώρα του, υπό το νέο καθεστώς.
Το 1918 ολοκληρώνει το έργο του «Η ερμηνευτική και τα προβλήματά της», ωστόσο δεν καταφέρνει να την εκδώσει. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε μετά από 70 χρόνια, το 1989-1991. Το 1919 γεννήθηκε ο γιος του Σεργκέι.
Από το 1918 μέχρι το 1921 ο Σπετ ήταν καθηγητής στην Ιστορικο-Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας και έκανε μαθήματα λογικής και παιδαγωγικής. Το 1920 μαζί με τον Τσελπάνοφ δημιούργησαν το Εργαστήριο εθνικής και κοινωνικής ψυχολογίας, ενώ παράλληλα δούλευε το έργο του «Η ιστορία ως πρόβλημα της ηθικής» αλλά και τα «Η εσωτερική δομή της λέξης», «Αισθητικά αποσπάσματα», «Εισαγωγή στην εθνική ψυχολογία» κ.ά.
Δύο φορές δόθηκε η δυνατότητα στον Γκούσταβ Σπετ να φύγει από την σοβιετική Ρωσία, μα αρνήθηκε. Την πρώτη φορά, το 1920 ο ποιητής Γιούργκις Μπαλτρουσαϊτις, κοντινός φίλος του φιλόσοφου και πρώτος πρέσβης της ανεξάρτητης Λιθουανίας, προσφέρθηκε να του βγάλει διαβατήρια μαζί με τα μέλη της οικογένειας του για να φύγουν. Αρνήθηκε, λέγοντας πως δεν μπορεί να εγκαταλείψει την πατρίδα του σε δύσκολες στιγμές.
Δύο χρόνια αργότερα, το όνομα του Σπετ ήταν στο κατάλογο των επιβατών του «Ατμόπλοιου των φιλοσόφων», με το οποίο το φθινόπωρο του 1922 απελάθηκαν πολλοί Ρώσοι επιστήμονες στην Δύση. Το όνομα του Σπέτ ήταν μαζί με τα ονόματα του Μπερντιάγιεφ, του Τρουμπετσκόι, του Φρανκ κι άλλων. Ο Σπετ, απευθύνθηκε στον πανίσχυρο την εποχή εκείνη Ανατόλι Λουνατσάρσκι, προκειμένου να διαγραφεί από τον κατάλογο, μη θέλοντας να αυτοεξοριστεί για λόγους προσωπικών ηθικών αρχών και αξιοπρέπειας.
Την ίδια περίοδο, συμμετείχε ως μέλος της επιτροπής για την μεταρρύθμιση της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ το 1921 ανέλαβε διευθυντής του Ινστιτούτο Επιστημονικής Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου. Από το 1923 μέχρι το 1929 ήταν αντιπρόεδρος της Ρωσικής Ακαδημίας Τεχνών. Οι ομιλίες του στην Ακαδημία αποτελούσαν γεγονός και πλήθη συνέρρεαν για να τον ακούσουν. Εκεί, το 1926 έδωσε τις διαλέξεις «Η τέχνη ως μορφή γνώσης», κείμενο που μέχρι σήμερα αποτελεί κλειδί για την κατανόηση όχι μόνο του έργου του, αλλά και ολόκληρης της εποχής.
Το 1929, όμως, ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά της Ακαδημίας Τεχνών και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, μία διορισμένη από το υπουργείο Παιδείας επιτροπή, αποφάνθηκε πως «η δουλειά της Ακαδημίας, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της σοβιετικής ιστορίας της τέχνης». Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις.
Η συνεδρίαση με θέμα την διερεύνηση των διοικητικών ευθυνών του Σπετ κράτησαν δέκα ώρες. Το συμπέρασμα ήταν πως ο Σπετ συγκέντρωσε γύρω του φορμαλιστές, ιδεαλιστές, αντιδραστικούς και αντεπαναστάτες όπως «ο Λόσεβ, ο Σαπόσνικοφ, ο Νικόλσκι, ο Μόριτς», μετατρέποντας, έτσι, την Ακαδημία «σε οχυρό του ιδεαλισμού».
Αυτή η απόφαση, καθόρισε και την τύχη του. Απαγορεύτηκε να κατέχει οποιαδήποτε υπεύθυνη διοικητική θέση.
Ο Σπετ αρχίσει να ασχολείται με μεταφράσεις. Μεταφράζει τον «Ζοφερό οίκο» του Ντίκενς, τα μυστήρια του Μπάιρον, συμμετείχε στις εργασίες για την έκδοση των έργων του Σαίξπηρ.
Το 1932, προς μεγάλη του έκπληξη, τον προσλαμβάνουν ως κοσμήτορα στην Ακαδημία Ανώτερης Υποκριτικής Τέχνης.
Δύο χρόνια αργότερα, όμως, ξεκίνησε η εκστρατεία «κατά του φασισμού».
Την Νύχτα της 14ης προς 15η Μαρτίου 1935 η N.K.V.D. συλλαμβάνει τον Σπετ και μία ομάδα από την Ακαδημία Τεχνών, με την κατηγορία της ίδρυσης «γερμανοφασιστικής, αντεπαναστατικής οργάνωσης στην επικράτεια της Ε.Σ.Σ.Δ». Η οποία έμεινε γνωστή ως «Υπόθεση του γερμανο-ρωσικού λεξικού», ή «Υπόθεση των γερμανών λεξικολόγων».
Σύμφωνα με το «κατηγορητήριο» στην Ακαδημία Τεχνών, δρούσε μια αντεπαναστατική οργάνωση, η οποία μετά την κατάργηση της Ακαδημίας, συνέχισε την δράση της μέχρι το 1935 και επικεφαλής της ήταν ο Γκούσταβ Σπετ, ως πρώην αντιπρόεδρος.
Πέραν, όλων των άλλων κατηγοριών, οι κρατούμενοι αντιμετώπιζαν και την αρνητική στάση απέναντι στην σοβιετική εξουσία, την έλλειψη πίστης στην επιτυχία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και της αντιμαρξιστικής δράσης.
Η τρόικα της N.K.V.D. που εξέτασε την υπόθεσή του, με βάση το άρθρο 58 παράγραφοι 10 και 11, τον καταδίκασε σε πέντε χρόνια εξορίας και τον έστειλε στο Γενισέισκ. Τον Δεκέμβριο του 1935 τον μετέφεραν στο Τομσκ, μετά από αίτηση που κατέθεσαν διάφοροι φίλοι του. Το τοπικό πανεπιστήμιο απέφυγε τις επαφές με τον εξόριστο καθηγητή. Ο ίδιος ασχολείται με μεταφράσεις έργων του Εγγλέζου φιλόσοφου Μπέρκλι και του ποιητή Άλφρεντ Τένινσον. Φίλοι του στην Μόσχα καταφέρνουν να του δοθεί παραγγελία για να μεταφράσει την «Φαινομενολογία του πνεύματος» του Χέγγελ. Οι ίδιοι φίλοι καταθέτουν αίτηση για αποκατάσταση και αποφυλάκιση του επιστήμονα. Απάντηση δεν πήραν ποτέ.
Στις 27 Οκτωβρίου 1937 ο Σπετ συλλαμβάνεται ξανά. Κατά την ανάκριση, αρνείται τις κατηγορίες ότι συμμετείχε σε «συνομωσία μελών του Κόμματος της Συνταγματικής Μοναρχίας». Αρνείται να «καταδώσει» συνεργάτες του.
Στις 16 Νοεμβρίου 1937 ο Γκούσταβ Σπετ εκτελέστηκε σε μια ρεματιά λίγο έξω από την πόλη Τομσκ μαζί με άλλους.