Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Θα σας πω ένα μυστικό από το συγγραφικό σινάφι, εδώ το δικό μας: ασχέτως τού τι λέμε παραέξω, στην πραγματικότητα όλοι ψάχνουμε στα κρυφά να δούμε τη ζωή των αγγλόφωνων πεζογράφων. Ποιοι είναι, πού μένουν, με ποιον μένουν, πού τρώνε και τι τρώνε, τι παιδιά-σκυλιά έχουν, πώς περνάνε τη μέρα τους, πού πηγαίνουν διακοπές, τι σίριαλ βλέπουν στην τηλεόραση (αυτά που λέμε πλέον «σειρές»), πού εκδίδουν, πόσα εκδίδουν, τι πουλάνε, πού τα πουλάνε, πού παρουσιάζουν τα βιβλία τους, πόσος κόσμος πηγαίνει σ' αυτές τις παρουσιάσεις, τι περιοδείες κάνουν από γειτονιά σε γειτονιά και από πόλη σε πόλη, τι συμβόλαια υπογράφουν με τους εκδότες τους, τι δικαιώματα παίρνουν, τι χρήματα βγάζουν γενικώς κ.ο.κ.
Δεν μπορείς να αντισταθείς σε αυτή την παρόρμηση, και δεν χρειάζεται κιόλας. Θα ήταν και λίγο χαζό (βασικά: πολύ) αν της αντιστεκόσουν. Σε τελική ανάλυση, αν κάποιος γράφει για ΕΝΑΝ λόγο, αυτός έχει όνομα: λέγεται Φιλοδοξία. Δεν γράφεις επειδή θέλεις να μεταφέρεις κάποιο σπουδαίο μήνυμα στην ανθρωπότητα, ή επειδή δήθεν έτσι είναι η φύση σου, ή επειδή δεν μπορείς να αντισταθείς στη Μούσα και όλα αυτά τα Φίνος Φιλμς στερεότυπα. Ούτε επειδή πιστεύεις ότι είσαι ο χειρότερος συγγραφέας του κόσμου — αλλά για το αντίθετό του: γράφεις επειδή πιστεύεις ότι είσαι ο καλύτερος και περιμένεις να το καταλάβει και ο υπόλοιπος κόσμος αυτό. (Όπως και βάζεις για δήμαρχος επειδή πιστεύεις ότι είσαι ο καταλληλότερος, και ότι χωρίς εσένα η πόλη σου θα καταρρεύσει και θα καταληφθεί από τους εχθρούς, την ανέχεια και τα ποντίκια). Οπότε, γιατί να μη δεις τι θα συνέβαινε αν δεν σε έριχνε μοίρα κακιά να γράφεις και να εκδίδεις (αποκλειστικά και μόνο το δεύτερο μας ενδιαφέρει εδώ) σε μια από τις πιο μικρές γλώσσες του κόσμου, όπως είναι τα ελληνικά; Γιατί να μη δεις πώς θα ζούσες έτσι και έβγαζες τα βιβλία σου στα αγγλικά, δηλαδή στη γλώσσα όλων (σχεδόν) των μπεστ-σέλερ παγκοσμίως;
Λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς ρόδινα. Ναι, προφανώς και δεν είναι όλοι οι «ξένοι» Τζ. Κ. Ρόουλινγκ και Στίβεν Κινγκ και Τζέιμς Πάτερσον, δεν είναι Σαλμάν Ρούσντι και Τζόναθαν Φράνζεν και Πολ Όστερ. Αλλά ούτε και η συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων φτάνει έστω και το νυχάκι των προαναφερθέντων. Για έναν κυρίως λόγο: αν νομίζουμε ότι εδώ γράφουμε όλοι (πράγμα που πιστεύει κάθε λαός για τον «εαυτό» του: κι εμείς, και οι Τούρκοι, και οι Γερμανοί, και οι Νοτιοκορεάτες — όλοι), λοιπόν εκεί έξω, στον αγγλοσαξονικό κόσμο, είναι τόσο μεγάλος ο όγκος των προσφερόμενων βιβλίων που απλώς σε πιάνει δέος. Δεν μπορείς να καταλάβεις τα μεγέθη. Μένεις μονάχα να τα κοιτάς με το σαγόνι πεσμένο. Με κάποιου τύπου αστρονομική αναλογία, αν εδώ, στην Ελλάδα, αισθάνεσαι μόνο ένας από τους πολλούς, στριμωγμένος σε μια ασφυκτική συνάθροιση ομοτέχνων που διαφημίζουν την πραμάτεια τους σε ένα αριθμητικά τρομερά περιορισμένο κοινό, που επίσης έχει εξαιρετικά περιορισμένο και διαρκώς μειούμενο μπάτζετ για αγορά βιβλίων, και ολοένα και λιγότερο χρόνο για την ανάγνωσή τους — αν αισθάνεσαι λοιπόν έτσι στη μικρότατη Ελλάδα, έξω, στον πελώριο αγγλόφωνο κόσμο, το αισθάνεσαι όλο αυτό στον κύβο. Και είναι έτσι. Είναι έτσι, και χειρότερα.
Ναι, ασφαλώς και υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που τα κατάφεραν, που πούλησαν πολλά βιβλία, που έβγαλαν πολλά λεφτά, που έδωσαν τα δικαιώματα χρήσης του μυθιστορήματός τους σε μία εταιρία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών ή που πρόκειται να το δουν να μεταφέρεται σε δυο χρόνια στο Netflix. Ναι, υπάρχουν όλοι αυτοί, και είναι και πολλοί. Δόξα τω Θεώ. Αλλά, αναλογικά, είναι ελάχιστα περισσότεροι από τους δικούς μας πέντ'-έξι όλους κι όλους πεζογράφους που μπορούν να σιτίζονται από τη λογοτεχνική τους παραγωγή και μόνο. Τόσους χωράει η Ελλάδα — άντε δέκα για να το στρογγυλέψουμε. Και με το σιτίζονται δεν εννοώ να βγάζουν μόνο τα έξοδα του σουπερμάρκετ, αλλά να βγάζουν έναν μισθό που θα τους καλύπτει μία αξιοπρεπή διαβίωση. Αναλογικά με τον πληθυσμό, αυτοί οι αγγλόφωνοι είναι όσοι και οι δικοί μας, μη φανταστείτε? και, ναι, κάπως περισσότεροι, πάντα αναλογικά μιλώντας, γιατί το μέσο ποσοστό φιλαναγνωσίας είναι μεγαλύτερο από αυτό που έχουμε στην Ελλάδα.
Αλλά ας πάμε λίγο πιο μέσα…
Λοιπόν, μία έρευνα στις ΗΠΑ, τη χώρα όπου (μεταξύ μας μιλάμε) θα ήθελαν να ζουν και να εκδίδουν όλοι οι συγγραφείς όπου γης (όλοι όσοι δεν θα το ήθελαν δεν γεμίζουν ούτε πούλμαν, μην ακούτε τι σας λένε), η μεγαλύτερη ανάλογη έρευνα που έγινε ποτέ, καθώς ερωτήθησαν πάνω από 5.000 επαγγελματίες συγγραφείς, άνθρωποι που εκδίδουν παραδοσιακά, ψηφιακά ή και τα δύο, έδειξε ότι το μέσο εισόδημα των συγγραφέων από κάθε τους δραστηριότητα σχετική με το γράψιμο (βιβλία, διηγήματα, διαλέξεις, κριτικογραφία κ.τ.π.) έπεσε την τελευταία δεκαετία κατά 42% (!), ένα αδιανόητο ποσοστό, φτάνοντας το αστείο ποσό των 6.000 δολαρίων ετησίως — από αυτά, τα μισά μόνο είναι από πωλήσεις βιβλίων, από «δικαιώματα» που λέμε, που το ίδιο διάστημα κατρακύλησαν κατά 21%. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάνουν —προφανώς— και μιαν άλλη δουλειά, αλλιώς θα είχαν πεθάνει της πείνας: είναι δάσκαλοι, είναι αρθρογράφοι, είναι ταξιτζήδες, σερβιτόροι, σεκιούριτι κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, το μέσο εισόδημα των full-time συγγραφέων δεν υπερβαίνει τις 20.000 δολάρια ετησίως, είναι δηλαδή κάτω από το εθνικό όριο της φτώχειας (που για ένα ζευγάρι με ένα παιδί είναι οι 30.000 δολάρια περίπου). Μάλιστα, αν μιλήσουμε μόνο για τους συγγραφείς που γράφουν αποκλειστικά «σοβαρή λογοτεχνία» (literary fiction) και όχι genre fiction ας πούμε (αστυνομικά, ερωτικά, φαντασίας κλπ.), θα δούμε πως εκεί τα πράγματα —δικαιολογημένα, καθώς το είδος αυτό δεν πουλάει όσο τα άλλα— είναι ακόμη χειρότερα: την τελευταία πενταετία και μόνο, τα δικαιώματά τους από τα βιβλία μειώθηκαν κατά 43%.
Οι λόγοι για όλα αυτά δεν είναι ένας και δύο. Το πρόβλημα —διότι περί προβλήματος πρόκειται, και πολύ σημαντικού, και που δεν αφορά μόνο την τσέπη των συγγραφέων—, το πρόβλημα λοιπόν είναι περισσότερο σύνθετο από ό,τι παρουσιάζεται συχνά? αλλά στην κορυφή του βρίσκεται σαφώς η πολιτική του Amazon, της πλατφόρμας από την οποία πωλούνται τα περισσότερα βιβλία παγκοσμίως, να περικόπτει κατά το δυνατόν τα ποσοστά κέρδους των εκδοτών, οι οποίοι με τη σειρά τους δίνουν μικρότερες προκαταβολές και εντέλει μικρότερα δικαιώματα στους συγγραφείς τους. Το Amazon πουλάει επίσης και «μεταχειρισμένα» βιβλία, δεύτερο χέρι, διαβασμένα αντίτυπα που είναι «like new» ή «lightly used», βιβλία οι αθρόες πωλήσεις των οποίων δεν αποφέρουν φυσικά το παραμικρό κέρδος στον εκδότη τους ή στον συγγραφέα. (Αυτό ας το κρατήσουμε για τη συνέχεια). Αλλά και πάλι δεν είναι μόνο το Amazon που εφαρμόζει αυτές τις σχεδόν μονοπωλιακές πολιτικές. Οποιαδήποτε μεγάλη πλατφόρμα σέβεται τον εαυτό της προσπαθεί να μην αποδίδει δικαιώματα στους συγγραφείς και στους εκδότες των βιβλίων που διακινεί. Οποιαδήποτε.
Σε όσα είπαμε θα μπορούσε ευλόγως να προβάλει κανείς το αντεπιχείρημα ότι, τούτων δοθέντων, πολλοί συγγραφείς αποφάσισαν ούτως ή άλλως να περάσουν, όχι χθες αλλά εδώ και χρόνια, στο digital self-publishing, προσπαθώντας έτσι να αυξήσουν τα κέρδη τους, έστω και αν έπρεπε να επενδύσουν ένα μάλλον όχι ευκαταφρόνητο ποσό αρχικά για τη δημιουργία του ηλεκτρονικού βιβλίου τους, ενός e-book του οποίου θα κατέχουν οι ίδιοι τα δικαιώματα κατά 100% και, άρα, τα πιθανά κέρδη. Μάλιστα, οι πωλήσεις ψηφιακών αυτοεκδόσεων αντιστοιχούν πράγματι, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στο 50% περίπου των συνολικών πωλήσεων βιβλίων παγκοσμίως. Ένα πολύ-πολύ-πολύ υψηλό νούμερο, και κάτι που ούτε μπορούσαμε να διανοηθούμε μόλις μια δεκαετία πίσω. Ανήκε όντως στη σφαίρα της Επιστημονικής Φαντασίας. Και όμως.
Παρά ταύτα, το γεγονός καθαυτό δεν λέει ακριβώς την αλήθεια, καθώς τα ψηφιακά βιβλία είναι πραγματικά απίστευτα πολλά, και (επομένως) ο μέσος όρος πωληθέντων αντιτύπων ενός εκάστου είναι (δυστυχώς) αστείος — μιλάμε για μερικές δεκάδες βιβλία… Και πάλι, η βασίλισσα της Στατιστικής, η Αναλογία, είναι αμείλικτη και εδώ: χρειάζονται πολύ περισσότερα από ένα αρχικό κεφάλαιο για να πουληθεί αξιοπρεπώς το βιβλίο που μόνος σου εξέδωσες. Τι χρειάζεται;
Χρειάζεται καταρχάς μία μεγάλη ομάδα ανθρώπων που θα πληρώνονται καλά για να το τρέξουν όπου πρέπει να τρέξει ώστε να γίνει γνωστό, να κυκλοφορήσει στις συγκεκριμένες ομάδες βιβλιομπλόγκερ που πρέπει να κυκλοφορήσει, και όχι σε πιο «δεύτερες», να λανσαριστεί στις κατάλληλες λέσχες ανάγνωσης στο YouTube και σε άλλες, εξειδικευμένες, πλατφόρμες, να συζητηθεί σε συγκεκριμένες λίστες λογαριασμών τού Twitter (και όλα αυτά με το αζημίωτο, ασφαλώς), να πάρει κριτικές πριν καν εκδοθεί από δύο ή τρία μεγάλα ονόματα (που μπορεί να είναι μια εικοσιτετράχρονη blogger στο Άρκανσο, όχι οι ΝΥΤ: αλλά, ναι, ΑΥΤΗ θα το προωθήσει, οι ΝΥΤ δεν μπορούν και δεν θέλουν), ώστε να καταλήξει να διαδοθεί, από κει και πέρα, από στόμα σε στόμα για να φτάσει στα πεινασμένα για νέα ονόματα αυτιά των αναγνωστών και στις ηλεκτρονικές μηχανές ανάγνωσης που κρατάνε στα χέρια τους και που είναι συνεχώς αναμμένες. Είναι μία διαδικασία που δεν μπορούν να την ακολουθήσουν όλοι. Εξ ου και, πράγματι, δεν την ακολουθούν. Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφιακών αυτοεκδόσεων διαβάζονται μόνο από ένα χαμηλό ποσοστό οικείων του συγγραφέα τους — οικονομικά, δηλαδή, όχι μόνο δεν αποφέρουν κανένα κέρδος, αλλά είναι ζημιογόνες…
Θα πούμε όμως περισσότερα αύριο. Ώς τότε, ελπίζουμε να πήρατε μία πρώτη ιδέα. Απλώς ξαναλέμε ότι το πρόβλημα αυτό ΔΕΝ αφορά μόνο τούς άμεσα εμπλεκομένους. Ίσα-ίσα. Μας αφορά όλους. Αφορά (και μη σας ακούγεται υπερβολή) τον πολιτισμό.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]