Του Γιάννη Στεφανίδη*
Στην ιστορία αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις στρουθοκαμηλισμού σε στιγμές επικείμενου κινδύνου, με κορυφαίο ίσως παράδειγμα την επίμονη άρνηση του Στάλιν να λάβει σοβαρά υπόψη του τις πληροφορίες των μυστικών του υπηρεσιών που προανήγγελλαν την εφαρμογή του σχεδίου 'Barbarossa' εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Παρόμοιο είναι το παράδειγμα της στάσης που τήρησε το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς απέναντι όχι μόνο στα προμηνύματα αλλά και την είδηση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974.
Με την ανατροπή του προέδρου Μακαρίου και την επιβολή στρατιωτικού νόμου, η χούντα είχε διαταράξει τον συσχετισμό δυνάμεων στη μεγαλόνησο. Η μεγαλόνησος, με εξαίρεση τους τουρκοκυπριακούς θύλακες και τις βρετανικές βάσεις, είχε περιέλθει υπό τον de facto έλεγχο της Αθήνας, κατάσταση την οποία η Άγκυρα ήταν αποφασισμένη να ανατρέψει. Ωστόσο, η ηγεσία της χούντας είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι οι Τούρκοι δεν επενέβαιναν ή, αν το επιχειρούσαν, η παρέμβαση κάποιου από μηχανής θεού, προφανώς των Ηνωμένων Πολιτειών, θα έσωζε την κατάσταση και θα άνοιγε το δρόμο για διαπραγματεύσεις, στις οποίες η Αθήνα θα συμμετείχε από θέση ισχύος. Το γεγονός είναι ότι οι Αμερικανοί δεν θα διακινδύνευαν να αποξενώσουν τον σημαντικότερο εταίρο τους στην περιοχή για χάρη της Ελλάδας. Όταν μάλιστα διαπίστωσαν πως η τουρκική επέμβαση ήταν αναπότρεπτη, ζήτησαν από τους Τούρκους να μην ανοίξουν πρώτοι πυρ και, αντίστοιχα, από την ελληνική ηγεσία να δείξει αυτοσυγκράτηση σε περίπτωση που οι Τούρκοι πραγματοποιούσαν επίδειξη ισχύος στα ανοιχτά της Κύπρου. Οι στρατιωτικοί που κυβερνούσαν τη χώρα δεν δυσκολεύτηκαν να πειστούν ότι έτσι είχαν τα πράγματα.
Ωστόσο, τόσο ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ο αφανής δικτάτορας, όσο και η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων διέθεταν έγκαιρα και από ασφαλείς, ελληνικές και ξένες, πηγές επαρκή εικόνα για τις διπλωματικές αντιδράσεις και τις στρατιωτικές κινήσεις της Άγκυρας. Όπως διαπιστώνεται στο κείμενο που κατέθεσαν τα προερχόμενα από τη Νέα Δημοκρατία μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, «η ροή των πληροφοριών ήταν τέτοια που έπρεπε να δημιουργήσει στους αρμόδιους έντονο το αίσθημα της ανησυχίας για επικείμενη εισβολή. Ατυχώς, όμως, αυτοί όχι μόνο δεν έπραξαν τίποτα, αλλά φαίνεται πως ούτε καν ανησύχησαν».
Σε φάκελο που προέρχεται από το αρχείο του Μάριου Πλωρίτη και φυλάσσεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, υπάρχουν αντίγραφα κρυπτογραφημάτων τα οποία στάλθηκαν στο Υπουργείο Εξωτερικών μεταξύ 17 και 19 Ιουλίου 1974. Από αυτά, διαπιστώνεται ότι η αμερικανική διπλωματία εγκαίρως προειδοποιούσε για τις προθέσεις και τα νομικά επιχειρήματα της Άγκυρας, σε αντίδραση για το ελληνικό πραξικόπημα στην Κύπρο. Στις 17 Ιουλίου, ο John Day, διευθυντής Ελληνικών Υποθέσεων του State Department, εξέφραζε στον σύμβουλο της ελληνικής πρεσβείας την ανησυχία του «διά Τουρκικάς προθέσεις επεμβάσεως εν Κύπρω». Σύμφωνα με τον Αμερικανό διπλωμάτη, «οι Τούρκοι υποστηρίζουν άποψιν ότι επελθούσα αλλαγή εν Κύπρω συνιστά παραβίασιν status quo παρέχουσα εις τους Τούρκους νομιμοποίησιν δι' επέμβασιν βάσει συμφωνίας εγγυήσεως».
Την 19η Ιουλίου, κρυπτογράφημα από την Κωνσταντινούπολη ανέφερε «μεγάλης κλίμακος μετακίνησιν αρμάτων μάχης, πυροβολικού και οχημάτων μεταφερόντων προσωπικόν και πολεμοφόδια» προς την ελληνοτουρκική μεθόριο στη Θράκη. Ο ίδιος ο Έλληνας υποπρόξενος στην Αδριανούπολη ανέλαβε να διαπιστώσει το μέγεθος της τουρκικής στρατιωτικής κινητοποίησης καλύπτοντας με το αυτοκίνητό του την απόσταση ανάμεσα στην παραμεθόρια τουρκική πόλη και την Κωνσταντινούπολη. Τις λεπτομερείς παρατηρήσεις του απέστειλε το βράδυ της 19ης.
Η παράθεση στοιχείων κλείνει με δύο διαδοχικά κρυπτογραφήματα που απεστάλησαν από τον ακόλουθο ενόπλων δυνάμεων της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, γύρω στα μεσάνυχτα της 19ης Ιουλίου 1974:
Αριθ. Αρχείου 933
«Κατά δημοσιογραφικάς πληροφορίας Τουρκικός στόλος απέπλευσεν εκ Μερσίνης δι' άγνωστον κατεύθυνσιν προμεσημβρινάς ώρας σήμερον».
Αριθ. Αρχείου 934
«Αποβατική δύναμις απέπλευσεν Μερσίνης μεσημβρίαν. Διεσταυρώθη. Επικρατεί γενικώς ανησυχία προθέσεις Τούρκων. Εξετάζεται άποψις ενέργεια αποσκοπεί πίεσιν εν όψει αφίξεως ΣΙΣΚΟ (σ.σ. Joseph Sisco, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, επιφορτισμένος με την αποτροπή ελληνοτουρκικού πολέμου).»
«Δέκα επτά ΝΤΑΚΟΤΑ εγκατέλειψαν ΕΤΜΕΣΟΥΝΤ άγνωστος κατεύθυνσις. Άπαντα αεροσκάφη έχουν αναχωρήση αεροδρόμιον ΚΑΪΣΕΡΙ. Αεροσκάφη Φ-100 μετεστάθμευσαν ΙΝΤΖΙ[Ρ]ΛΙΚ. Άπασαι ένοπλοι δυνάμεις εις μεγίστην ετοιμότητα. Επετάχθησαν καύσιμα Ιδιωτικού τομέως και οχήματα εις Άδανα, Μερσίνην και Αλεξανδρέταν.»
Αποκαλυπτική για την αντίδραση των ελλήνων ιθυνόντων στις πληροφορίες αυτές είναι η μαρτυρία του τότε αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, αντιναύαρχου Πέτρου Αραπάκη. Το βράδυ της 19ης Ιουλίου, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Γρηγόριος Μπονάνος παρεκάλεσε τον Sisco, που επισκεπτόταν την Αθήνα, να μεταφέρει τους χαιρετισμούς του στον Τούρκο ομόλογό του «και να του υποδείξει να σταματήσει τις επιδείξεις με τις φορτώσεις επί των πλοίων και τις εκφορτώσεις των στρατευμάτων στη Μερσίνα, ώστε να κάνει οικονομία στα καύσιμα!»
Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα στην Κύπρο αντιλήφθηκαν την απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή της Κερύνειας γύρω στις 5.20 το πρωί της 20ής Ιουλίου. Την ίδια, περίπου, ώρα τοποθετείται η ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία του νησιού. Ωστόσο, η διαταγή για την απόκρουση των εισβολέων δόθηκε από τον αρχηγό του Α΄ κλάδου του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα μόλις στις 8.40 π.μ.. Κατά το διάστημα των τριών και πλέον ωρών που μεσολάβησε, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο απαντούσε στις αγωνιώδεις εκκλήσεις των μονάδων προκαλύψεως με συστάσεις για «αυτοσυγκράτηση». Αλλά και μετά τη σχετική «άνωθεν» εντολή, οι διαταγές για την εφαρμογή του σχεδίου άμυνας «και δόθηκαν αργά, αλλά και δεν άρχισαν να υλοποιούνται» παρά μόνο με πρωτοβουλία διοικητή μονάδας προκάλυψης. Οι διαπιστώσεις αυτές αναφέρονται στο Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής για το «Φάκελο της Κύπρου», το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων τον Οκτώβριο του 1988.
Η ολιγωρία αυτή προδίδει τον αιφνιδιασμό του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος αλλά και την αδυναμία του να ερμηνεύσει ορθά τη φύση της τουρκικής αντίδρασης στην κατάσταση που είχε δημιουργήσει η εγκληματική ανατροπή του Μακαρίου πέντε ημέρες νωρίτερα. Όταν έγινε αντιληπτή η οδυνηρή πραγματικότητα, ο Ιωαννίδης αντέδρασε κατηγορώντας τους Αμερικανούς ότι τον εξαπάτησαν. Την ίδια ερμηνεία υιοθέτησε ο Μπονάνος και άλλα μέλη του καθεστώτος – κλασική αντίδραση από ολίγιστους ηγήτορες που πάντοτε αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους για να μεταθέσουν τις δικές τους ευθύνες.
*Ο Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του Α.Π.Θ.