Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σήμερα έχω την πολύ μεγάλη χαρά να συνομιλώ με τη συγγραφέα και μεταφράστρια Χίλντα Παπαδημητρίου. Την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο της. Όπως και εσάς για τις κοινοποιήσεις αυτής της συνέντευξης.
* * *
— Γιατί τα βιβλία, αγαπητή κυρία Παπαδημητρίου;
Χ.Π.: Γιατί ο αέρας; Γιατί το νερό, ο ήλιος, η θάλασσα, τα δέντρα; Γιατί τα ζώα και τα πουλιά; Όλα τα προηγούμενα είναι απαραίτητα στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Γιατί μου κάνετε αυτή την ερώτηση; (Για να απαντήσω στην ερώτηση με μια άλλη ερώτηση).
— Εμπεριέχεται και μια δόση δυσανεξίας σε όλο αυτό; Προς τους ανθρώπους, εννοώ.
Χ.Π.: Καμία απολύτως, από μεριάς μου. Δεν ζούμε στο Instagram και στο tumblr, δόξα σοι ο Θεός, για να παριστάνουμε τους ερωτευμένους με τα βιβλία επειδή οι άνθρωποι πολύ μάς απογοήτευσαν. Άλλο πράγμα οι φίλοι, οι αγαπημένοι μας, τα ζώα μας, κι άλλο τα βιβλία. Διαβάζουμε με πάθος, αλλά αγαπάμε με πάθος και τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση, όπως έχει πει ο Αντρέ Μπρετόν.
— Ωραία, αλλά μιλάμε πάντα για προσωπική επιλογή, σωστά; Μπορεί κάποιος να αγαπήσει τα βιβλία επειδή θα του το πουν; Ή θα επιχειρήσουν να του το μάθουν;
Χ.Π.: Εδώ θα απαντήσω με το προσωπικό μου παράδειγμα. Μεγάλωσα σ' ένα φτωχικό σπίτι, ο πατέρας μου είχε τελειώσει το δημοτικό, η μητέρα το γυμνάσιο. Αλλά και οι δυο λάτρευαν τα βιβλία και τη μουσική. Δεν αποκτήσαμε ποτέ αυτοκίνητο, είχαμε όμως μια μικρή βιβλιοθήκη — την κλασική βιβλιοθήκη πολλών αριστερών σπιτικών της δεκαετίας τού '60. Λουντέμης, Καζαντζάκης, Τσίρκας και Βενέζης, η «Μάνα» του Γκόρκι και η «Μάνα» της Περλ Μπακ, ο «Καλός Στρατιώτης Σβέικ» και ο «Μικρός Κόσμος» του Δον Καμίλο. Και το «Πώς Δενότανε τ' Ατσάλι», φυσικά. Πριν αποκτήσουμε τηλεόραση, διαβάζαμε όλοι μαζί τα βράδια. Εννοώ ότι ο πατέρας διάλεγε ένα βιβλίο, το διάβαζε δυνατά κι εμείς καθόμασταν τριγύρω και ακούγαμε. Με το ζόρι δεν διαβάζει κανείς. Ούτε επειδή θα του πουν ότι είναι «καλό πράμα». Με το ζόρι τρώμε τα μπρόκολα. Αγαπάμε το διάβασμα όταν ζούμε σε περιβάλλον διαβαστερό, και όταν έχουμε βιβλία στη διάθεσή μας. Τα πανάρχαια εκείνα χρόνια, το δημοτικό σχολείο που πήγαινα στην Καλλιθέα είχε φτιάξει μια μικρή δανειστική βιβλιοθήκη. Από κει δανείστηκα και διάβασα τον Ιούλιο Βερν και τον Τσαρλς Ντίκενς. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν θα ήμουν η ίδια αν είχα γεννηθεί στην εποχή της σύγχρονης τεχνολογίας. Θέλω να πιστεύω ότι το κινητό δεν θα ήταν το κέντρο του κόσμου μου, αλλά δεν λέω μεγάλη κουβέντα.
— Είναι όλα τα βιβλία καλά; Ή μάλλον: υπάρχουν και κακά βιβλία;
Χ.Π.: Υπάρχουν βιβλία άνοστα, αδιάφορα, βαρετά. Δεν θα τα διέκρινα σε καλά και κακά, γιατί αυτή η διάκριση ενέχει ηθικές συνεκδοχές που με απωθούν.
— Σας πειράζουν τα μπεστ-σέλερ;
Χ.Π.: Γιατί να με πειράζουν; Αυτό δεν θέλει ο κάθε συγγραφέας, να φτάσει το βιβλίο του σε όσο το δυνατόν περισσότερους αναγνώστες; Το μόνο που με πειράζει είναι να πρέπει να έχω άποψη για όλα τα πολυσυζητημένα βιβλία. Εκεί πεισμώνω και τα αφήνω για την εποχή που θα πάψουν να τα συζητούν όλοι. Το ίδιο κάνω και με τις ταινίες. Δεν έχω δει τον «Τζόκερ», και μάλλον θα περάσει πολύς καιρός για να το δω.
— Και μέσα σε όλα αυτά, τα αστυνομικά. Πόσο καιρό ακόμη πιστεύετε ότι θα είναι στην κορυφή; Γιατί εδώ και πολύ καιρό είναι.
Χ.Π.: Δεν έχω ιδέα. Ελπίζω να κρατήσει για καιρό αυτή η μανία, παίρνουμε το αίμα μας πίσω εμείς οι
λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας μετά από πολλές δεκαετίες που μας κοιτούσαν αφ' υψηλού οι
hardcore διανοούμενοι.
— Αναφορικά λοιπόν με αυτήν, παρατηρείται ότι, ακόμη και στην Ελλάδα, μια χώρα με τρομερά
περιορισμένη αγορά, μάλλον συγκροτείται μια κάποια σκηνή. Ή όχι; Ή έχουμε πολλούς παράλληλους
μονολόγους; Και, αν ναι, είναι κακό αυτό;
Χ.Π.: Πράγματι, την τελευταία δεκαετία δημιουργείται μια πολυσυλλεκτική σκηνή. Ακόμα κι αν έχουμε πολλούς παράλληλους μονόλογους, δεν βρίσκω τίποτα κακό σ' αυτό. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικής αισθητικής προέλευσης γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα. Αρκεί να είναι καλογραμμένα, με προσεγμένη γλώσσα και όχι με τη λογική ότι ένα αστυνομικό δεν χρειάζεται λογοτεχνικότητα παρά μόνο αλλεπάλληλες ανατροπές. Θα βγει ο Τσάντλερ από τον τάφο του και θα κυνηγήσει τους τεμπέληδες!
— Ναι… Θα μπορούσε να γίνει εξαγωγή τίτλων κάποια στιγμή; Πάντα αναφορικά με την Αστυνομική Λογοτεχνία.
Χ.Π.: Μα αυτό είναι το πρόβλημά μας; Ας κερδίσουμε τους Έλληνες αναγνώστες, ας διευρύνουμε πρώτα το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας. Πάμε να τα βάλουμε με τους Αγγλοσάξονες δημιουργούς του είδους ή με τους Σκανδιναβούς; Κι αν γίνει αυτή περίφημη εξαγωγή, τι νομίζουμε ότι θα αλλάξει; Ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος, οι άλλοι γράφουν αστυνομικά σχεδόν δύο αιώνες τώρα.
— Οκέι. Πάμε σε κάτι άλλο. Θέλετε περισσότερο ή λιγότερο κράτος στο βιβλίο; Θα θέλατε να επιχορηγούνται μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στο εξωτερικό; Θα ήταν αδιάβλητο όλο αυτό; Θα βοηθιούνταν έτσι οι «καλύτεροι»; Και ποιοι είναι αυτοί;
Χ.Π.: Ως μεταφράστρια, βλέπω πόσα βιβλία «μικρών γλωσσών» φτάνουν στην ελληνική αγορά χάρη στην επιχορήγηση των μεταφράσεων. Ακόμα και οι Σκανδιναβοί ξεκίνησαν επιχορηγώντας μεταφράσεις. Στην Αυστραλία, που είναι η ανερχόμενη σκηνή του αστυνομικού, υπάρχουν κονδύλια για συγγραφείς που γράφουν το πρώτο τους μυθιστόρημα. Έτσι έγραψε η Τζέιν Χάρπερ την «Ξηρασία». Η πλειοψηφία των υπουργών πολιτισμού ως τώρα δεν με έπεισαν ότι έχουν πιάσει βιβλίο στα χέρια τους τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η Μυρσίνη Ζορμπά ήταν η εξαίρεση, ήταν άνθρωπος του βιβλίου, αλλά δεν πρόλαβε να υλοποιήσει όσα είχε στο πρόγραμμά της. Δεν ξέρω αν ένα πρόγραμμα επιχορηγήσεων θα ήταν αδιάβλητο και δεν ξέρω πώς θα επιλέγονταν οι καλύτεροι. Όλα αυτά έπονται. Πού είναι η διάδοχη κατάσταση του ΕΚΕΒΙ; Θα την υλοποιήσεις κάποιος;
— Έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε μερικούς συγγραφείς που πιστεύουν περισσότερο από όσο θα
«έπρεπε» στην αξία τους;
Χ.Π.: Δεν νομίζω ότι εμείς τους φτιάξαμε — το αναγνωστικό κοινό, εννοώ. Τα σόσιαλ μίντια ενθαρρύνουν την τρέλα του μεγαλείου.
— Διαδικτυακές ομάδες βιβλίων. Συμμετέχετε καθόλου, τις παρακολουθείτε;
Χ.Π.: Το διαδίκτυο είναι η σωτηρία και η κατάρα των μεταφραστών. Τους βοηθάει στη δουλειά τους, αλλά μπορεί να τους ροκανίσει τον χρόνο σε τρομακτικό βαθμό. Με βάζουν σε διάφορες βιβλιοφιλικές ομάδες, αλλά δεν τις παρακολουθώ. Δεν έχω χρόνο. Επιπλέον, έχω διαπιστώσει ότι το Facebook ενθαρρύνει τους αναίτιους καβγάδες. Δεν θα πάρω, ευχαριστώ.
— Τι ζηλεύετε περισσότερο από τη λογοτεχνική σκηνή του εξωτερικού;
Χ.Π.: Τη δυνατότητα που έχουν οι συγγραφείς να ταξιδεύουν και να γνωρίζουν τους αναγνώστες τους. Τις επιχορηγήσεις που παίρνουν από εκπαιδευτικά ιδρύματα γα να γράφουν απερίσπαστοι. Τη σοβαρότητα με την οποία τους αντιμετωπίζουν οι πιο πολιτισμένες κοινωνίες.
— Ναι. Πείτε μου κάτι άλλο: διαβάζετε σε ηλεκτρονικούς αναγνώστες, σας βολεύουν;
Χ.Π.: Διαβάζω με κάθε είδους μέσο, ακόμα και σε περγαμηνές — τρόπος τού λέγειν. Με βολεύει πολύ η ανάγνωση σε Κindle και tablet, αγοράζω βιβλία από το Αmazon για τη δουλειά μου και για ευχαρίστηση. Και πρέπει να παραδεχτώ ότι έχει αποδειχτεί σωτήριο για μένα το γεγονός ότι έχω το app του Κindle στο κινητό μου και διαβάζω παντού, στις ουρές, στα ΜΜΜ, στα ιατρεία.
— Ωραία. Από την άλλη, όμως, μήπως σάς ενοχλεί και λιγάκι που τα χάρτινα βιβλία κάποια στιγμή θα
είναι o, τι και τα άλογα σήμερα; Ένα χόμπι για πλούσιους; Ή θα αργήσει να έρθει εκείνη η ημέρα; Ή
δεν έχει σημασία;
Χ.Π.: Ελπίζω ότι θα αργήσει πολύ εκείνη η μέρα. Ή ότι δεν θα έρθει ποτέ. Τα ίδια έλεγαν και για το βινύλιο, το οποίο σήμερα πουλάει περισσότερο από το CD. Το αγαπημένο μου βιβλίο είναι το «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι. Επειδή μιλάει για μια εποχή απαγόρευσης των βιβλίων, κατά την οποία οι άνθρωποι γίνονται βιβλία. Το σημαντικό είναι να συνεχίσουν να διαβάζουν οι άνθρωποι που μεγάλωσαν με τον διαρκή καταιγισμό αποσπασματικών πληροφοριών.
— Γράφετε, και διαβάζετε, και μεταφράζετε, και γράφετε κριτικά δοκίμια, και παρουσιάζετε βιβλία σε έντυπα, σε σάιτ και ζωντανά, σε εκδηλώσεις. Μια γεμάτη ζωή, ή μια ζωή με άγχος γιατί ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός;
Χ.Π.: Όλα μαζί. Και χαρές, και άγχος, και η μόνιμη αίσθηση ανεπάρκειας. Όσο μεγαλώνω, ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα, ενώ πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των βιβλίων που θέλω να διαβάσω. Το είχε πει ο μεγάλος Frank Zappa: «So many books, so little time».
— Αγαπάτε τις γάτες. Δεν είναι ερώτηση.
Χ.Π.: Αγαπάω τις γάτες. Και τους σκύλους. Τα πουλιά. Όλα τα ζώα. Αν είχα τη δυνατότητα, θα έπαιρνα κι ένα σκύλο. Το ιδανικό θα ήταν να έχω χώρο και για ένα γαϊδουράκι, που είναι από τα πιο αγαπημένα μου ζώα. Γιατί γάτες; Γιατί είναι αυτάρκεις και ανεξάρτητες, γιατί έχουν το ιδανικό μέγεθος για να τις πάρεις αγκαλιά και να τις μεταφέρεις όπου κάθεσαι. Γιατί είναι χνουδωτές και χαδιάρες. Γιατί οι γονείς και οι παππούδες μου αγαπούσαν τις γάτες και μάλλον η αγάπη γι' αυτές έχει περάσει στα γονίδιά μου.
— Περιγράψτε μας μια ιδανική ημέρα. Τι ώρα είναι, πώς περνάτε, με ποιον ή με ποιους είστε, και πού; Τι κάνετε;
Χ.Π.: Η ιδανική μέρα ξεκινάει κατά τις 9 το πρωί με καφέ και διάβασμα στο κρεβάτι για καμιά ώρα. Πάντα με την παρέα της Νίτσας, της γάτας μου. Κατόπιν μετάφραση με συνοδεία μουσικής. Δεν θέλω να βγαίνω για δουλειές τα πρωινά, θέλω να μένω στον μικρόκοσμό μου, να κάνω τη δουλειά μου. Το μεσημέρι, καιρού επιτρέποντος, κολύμπι στην πισίνα του Πανιωνίου. Πρόσφατα, πρόσθεσα τη γιόγκα στη ζωή μου και είμαι ενθουσιασμένη. Το ιδανικότερο όλων είναι να έχω τελειώσει την όποια δουλειά ως τις 6 μ.μ. και να βγω για εξωτερικές δουλειές στη Νέα Σμύρνη, όπου θα απαντήσω φίλους και γνωστούς. Στη συνέχεια, τι καλύτερο από ένα σινεμά ή συναυλία. Μου αρέσει πολύ να περπατάω ως το ΚΠΙΣΝ που απέχει 20 λεπτά από το σπίτι μου, να χαζεύω τον κόσμο, να βλέπω τις διάφορες εκδηλώσεις, να κάθομαι στα σκαλάκια και να κοιτάζω τα νερά που χορεύουν. Με ποιον ή με ποιους… είμαι πολύ κοινωνική και το πρόβλημά μου είναι να προλαβαίνω να βλέπω όλους τους φίλους μου. Με όποιους είναι διαθέσιμοι για να κάνουμε κάτι μαζί. Αλλά δεν είμαι τύπος που θα την αράξει με φραπέ στην πλατεία ή θα ξενυχτίσει για το ξενύχτι. Και το βράδυ, θέλω να έχω τον χρόνο να διαβάσω μία ώρα το λιγότερο πριν κοιμηθώ.
— Αγαπητή κυρία Παπαδημητρίου, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.