Του Τάσου Αβραντίνη
Η τελευταία νομοθετική πρωτοβουλία της νέας κυβέρνησης ήταν η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης που είχε νομοθετηθεί προεκλογικά από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η ρύθμιση της κυβέρνησης είναι χωρίς αμφιβολία σωστή. Παρακολουθώντας όμως την επιχειρηματολογία του αρμόδιου υπουργού διαπίστωσα ότι αυτή κινήθηκε μάλλον στο... γήπεδο του αντιπάλου. Εξακολουθούν δυστυχώς στη συζήτηση για τα εργασιακά να κυριαρχούν διάφορα παλαιομαρξιστικά στερεότυπα που έχει καταφέρει να δημιουργήσει η επί δεκαετίες κυρίαρχη στον χώρο των ιδεών Αριστερά.
Μια φιλελεύθερη κυβέρνηση, ωστόσο, προωθεί μέτρα που απελευθερώνουν την οικονομία από τις κανονιστικές ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας και εγγυώνται την τήρηση των συμβάσεων, καθώς γνωρίζει καλά ότι το δύσκαμπτο εργασιακό πλαίσιο λειτουργεί εις βάρος των εργαζομένων και συντελεί στη διατήρηση της ανεργίας.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι μία από τις σημαντικές αιτίες του προβλήματος της ανεργίας είναι το εργατικό δίκαιο. Όσο πιο προστατευτικό στα λόγια για τον εργαζόμενο τόσο δυσμενέστερες στην πράξη οι επιπτώσεις του γι'' αυτόν. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ένας εργοδότης θέλει να ανταμείψει έναν εργαζόμενο που προσφέρει και έχει καλή απόδοση αυξάνοντας οικειοθελώς τις αποδοχές του.
Εάν στη συνέχεια ο εργαζόμενος παρουσιάσει μειωμένη απόδοση στην εργασία του ο εργοδότης δεν θα είναι σε θέση να πάρει πίσω την προηγούμενη αύξηση. Θα συρθεί στα δικαστήρια και το πιθανότερο στο τέλος θα ηττηθεί. Εάν αποφασίσει να απολύσει τον εργαζόμενο θα κληθεί να πληρώσει τεράστια ποσά αποζημίωσης.
Και αυτό δεν είναι το χειρότερο ενδεχόμενο, εάν ο εργαζόμενος προσφύγει -και με το νέο ακόμη καθεστώς για τις απολύσεις- στο δικαστήριο θα υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί καταχρηστική η απόλυσή του. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις του Δείκτη Γενναιοδωρίας της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Οι αποζημιώσεις απόλυσης που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες παγκοσμίως. Συγκρινόμαστε μόνο με τριτοκοσμικές χώρες, όπως η Ζιμπάμπουε, η Γουινέα, η Ινδονησία, η Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, καθώς οι ανεπτυγμένες χώρες κατατάσσονται πολύ χαμηλά στο δείκτη της «εργασιακής γενναιοδωρίας». Αυτό είναι μία από τις κύριες αιτίες που δεν δημιουργούνται στην Ελλάδα θέσεις εργασίας.
Η φαινομενικά «φιλεργατική» νομοθεσία είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της αντιαναπτυξιακής πολιτικής είναι πολλές. Χιλιάδες μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις δεν αποτολμούν να προχωρήσουν σε προσλήψεις νέου προσωπικού γιατί δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις παράλογες προστατευτικές ρυθμίσεις ή στο παράλογο εργατικό και ασφαλιστικό κόστος των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, των «ωριμάνσεων», του κατώτατου μισθού, της «επέκτασης» ή της αποζημίωσης απόλυσης.
Η κυβέρνηση πρέπει άμεσα να θέσει ένα τέρμα στον πραγματικό «εργασιακό μεσαίωνα», που δεν είναι άλλος από την υπερπροστατευτική αγορά εργασίας. Ένα από τα πρώτα μέτρα θα μπορούσε να είναι η επαναφορά της αυτοτέλειας και υπερίσχυσης των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των άλλων μορφών συλλογικών συμβάσεων (όπως συμβαίνει παντού στον προηγμένο κόσμο).
Ένα άλλο, η αλλαγή του απαρχαιωμένου συνδικαλιστικού νόμου με τη θεσμοθέτηση μεταξύ άλλων ηλεκτρονικής -χωρίς φυσική παρουσία- ψηφοφορίας στις γενικές συνελεύσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων και φυσική παρουσία του 50%+1 για τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων, όπως είναι λ.χ. η κήρυξη απεργίας.
Η ανάπτυξη προϋποθέτει θάρρος και τόλμη.
Αναδημοσίευση από Φιλελεύθερο Παρασκευής 16 Αυγούστου