Το πολύ βελτιωμένο κλίμα των αγορών για την Ελλάδα και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση αλλάζουν την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και ξεκλειδώνουν τις ξένες επενδύσεις, δηλώνει στο Liberal.gr ο Ζολτ Ντάρβας, οικονομικός αναλυτής του Ινστιτούτου Bruegel, μιλώντας για τον αντίκτυπο των μέχρι τώρα κινήσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Αναμένει επομένως ότι τα επόμενα χρόνια, η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα βελτιωθεί, ωστόσο θα αποκτήσει μόνιμα και ακόμη πιο δυναμικά χαρακτηριστικά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, εφόσον τολμηρές μεταρρυθμίσεις πετύχουν το σκοπό τους, και αλλάξουν τα θεμελιώδη συστατικά της οικονομίας. Αν όχι, τότε ο κ. Ντάρβας εκτιμά ότι σε τρία χρόνια από σήμερα, η ανάπτυξη θα αρχίσει και πάλι να επιβραδύνει, οι πολιτικές διαμάχες θα οδηγήσουν σε εκλογικές αναμετρήσεις, και επειδή μιλάμε για μια υπερχρεωμένη χώρα, σοβαροί κίνδυνοι, όπως οι δημοσιονομικοί, θα εμφανιστούν ξανά.
Στην πράξη, ενώ χαρακτηρίζει πολύ θετικά τα μέχρι σήμερα σήματα, ο οικονομικός αναλυτής συνιστά συνεχή εγρήγορση, επιμονή και τόλμη της κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις, αφού όπως λέει "η θεμελιώδης εικόνα για την Ελλάδα δεν έχει ακόμη αλλάξει, η χώρα παραμένει από τις πιο υπερχρεωμένες στον πλανήτη, από τις πιο υπερφορολογημένες, από τις πιο υπερρυθμισμένες στην Ευρώπη, ενώ δεν ξέρουμε ακόμη τι επίδραση θα έχουν οι προωθούμενες αλλαγές σε όλα τα παραπάνω".
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Τι εκτίμηση έχετε σχηματίσει από τους πρώτους δυόμισι μήνες της νέας ελληνικής κυβέρνησης, την προσπάθεια να γυρίσει σελίδα η χώρα, να κάνει μεταρρυθμίσεις και να προσελκύσει επενδύσεις;
Καταρχήν, οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων έχουν πέσει πολύ, ενώ ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι τα επιτόκια στους βραχυπρόθεσμους τίτλους, δηλαδή στα έντοκα είναι κοντά στο μηδέν, και είναι θέμα χρόνου να γίνουν ακόμη και αρνητικά. Αυτό πριν από μερικά χρόνια ήταν αδιανόητο.
Τα παραπάνω δείχνουν το πολύ βελτιωμένο κλίμα που υπάρχει στις αγορές για την χώρα, παρ'' ότι η θετική αυτή εξέλιξη δεν σημαίνει πολλά σε δημοσιονομικό επίπεδο, δηλαδή κάποια σημαντική εξοικονόμηση πόρων για την Ελλάδα. Διότι οι δανειακές της ανάγκες τα επόμενα 2-3 χρόνια είναι μικρές, και άρα η έκδοση νέου χρέους θα είναι περιορισμένη. Η ραγδαία ωστόσο βελτίωση της εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ελλάδα, ενθαρρύνει τους ξένους επενδυτές να έρθουν στην Ελλάδα. Αυτό είναι το μέχρι σήμερα μεγαλύτερο κέρδος.
Οι αγορές καταλαβαίνουν ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πολιτική φιλοεπενδυτική, υπέρ της επιχειρηματικότητας, εναντίον της γραφειοκρατίας και των στρεβλώσεων. Σε όλες τις συνεντεύξεις που σας έχω μέχρι σήμερα δώσει, κοινός παρονομαστής ήταν ότι η Ελλάδα έχει τα χαμηλότερα ποσοστά επενδύσεων σε όλη την Ευρώπη. Καταλαμβάνει σχεδόν μονίμως την τελευταία θέση στην Ευρώπη όσον αφορά το ύψος των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Το 2018, οι καθαρές επενδύσεις στην Ελλάδα παρέμειναν σε αρνητικό έδαφος για όγδοο συνεχές έτος. Επομένως το βελτιωμένο κλίμα στις αγορές, θα ξεκλειδώσει πιθανότατα ξένες επενδύσεις, εκτιμώ ότι θα σηματοδοτήσει την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο βλέπουν τα ξένα κεφάλαια την Ελλάδα, θα αλλάξει την κατάταξη της χώρας πανευρωπαϊκά.
Μένει φυσικά να δούμε τα επόμενα χρόνια, πόσες και πόσο ποιοτικές ξένες επενδύσεις θα έρθουν, ωστόσο έχει γίνει μια καλή αρχή από τότε που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση.
- Είστε επομένως αρκετά αισιόδοξος για την πορεία της Ελλάδας, σωστά;
Ναι αλλά και όχι. Να σας εξηγήσω τι εννοώ. Είμαι αισιόδοξος επειδή βλέπω ότι η κυβέρνηση δεσμεύεται να κάνει μεταρρυθμίσεις, που θα ανοίξουν την οικονομία, που με την σειρά τους θα φέρουν επενδύσεις, δηλαδή ανάπτυξη, αυτά όλα - τα οποία φυσικά θα πάρουν κάποιο χρόνο- είναι πολύ θετικά σήματα, και δικαιολογούν την αισιοδοξία μου.
Ο λόγος που ταυτόχρονα είμαι και απαισιόδοξος, είναι ότι η θεμελιώδης εικόνα για την Ελλάδα δεν έχει ακόμη αλλάξει, η χώρα παραμένει από τις πιο υπερχρεωμένες στον πλανήτη, από τις πιο υπερφορολογημένες, από τις πιο υπερρυθμισμένες στην Ευρώπη, και δεν ξέρουμε ακόμη τι επίδραση θα έχουν οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις σε όλα τα παραπάνω.
Αναμένω επομένως ότι τα επόμενα χρόνια, η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα βελτιωθεί σε σχέση με τις εκτιμήσεις του προηγούμενου εξαμήνου– αποφεύγω να χρησιμοποιήσω την λέξη επιτάχυνση, καθώς οι διεθνείς αβεβαιότητες μπορεί να επηρεάσουν και την χώρα.
Αν οι μεταρρυθμίσεις πετύχουν και αλλάξουν τα θεμελιώδη συστατικά της ελληνικής οικονομίας, τότε πράγματι σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η χώρα θα ζήσει μια δυναμική και βιώσιμη ανάπτυξη. Αν όχι, τότε σε τρία χρόνια από σήμερα, η ανάπτυξη θα αρχίσει και πάλι να επιβραδύνει, οι πολιτικές διαμάχες θα οδηγήσουν σε εκλογικές αναμετρήσεις, και επειδή μιλάμε για μια υπερχρεωμένη χώρα, σοβαροί κίνδυνοι, όπως οι δημοσιονομικοί, θα εμφανιστούν ξανά. Τα σήματα πάντως προς το παρόν είναι θετικά.
- Σε πρόσφατη πάντως συνέντευξη του στο Bloomberg, ο πρωθυπουργός εκτίμησε ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει το success story της Ευρωζώνης. Ποια η εκτίμησή σας;
Εξαρτάται τι ορίζει κανείς ως success story. Σίγουρα η Ελλάδα έχει μια ευκαιρία να τρέξει γρηγορότερα από πολλούς άλλους τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, σε σχέση με τις προ εξαμήνου εκτιμήσεις. Σίγουρα μπορεί κανείς να πει ότι αυτό είναι επιτυχία.
Αλλά τα πάντα σχετίζονται με την ερμηνεία της λέξης επιτυχία. Διότι μιλάμε για μια χώρα που έχει χάσει το 25% του ΑΕΠ, και το 10% των θέσεων εργασίας στην διάρκεια της κρίσης και που τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, δεν θα έχει καταφέρει να καλύψει αυτές τις απώλειες. Αντιλαμβάνομαι πάντως το μήνυμα που επιχειρεί να πεάσει προς τα έξω η ελληνική κυβέρνηση.
- Συμφωνείτε με την τακτική Μητσοτάκη ότι πρώτα πρέπει η κυβέρνηση να κερδίσει πολιτική αξιοπιστία ως μεταρρυθμιστική, και μετά να συζητήσει με τους εταίρους και δανειστές της, για τα πρωτογενή πλεονάσματα;
Αυτό είναι ένα πολύ καλό σχέδιο, αυτή θα ήταν και η δική μου συμβουλή. Βλέπω πράγματι μια ελπίδα να αλλάξουν τα επόμενα χρόνια οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχε συμφωνήσει με τους θεσμούς η προηγούμενη κυβέρνηση.
Αν η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόσει τολμηρές μεταρρυθμίσεις, αυτές ξεκινήσουν να αποδίδουν, και η ανάπτυξη αρχίσει να αυξάνεται, τότε ακόμη και με μικρότερο πρωτογενές πλεονάσματα, η Ελλάδα θα δει το χρέος της να μειώνεται. Δηλαδή, όσο ενισχύεται η ανάπτυξη, τόσο ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα πέφτει, ενώ η εξόφλησή του θα γίνεται ευκολότερη, ακριβώς λόγω της συνεχούς μείωσης του ελληνικού κόστους δανεισμού.
Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορώ να φανταστώ το Eurogroup να δίνει το πράσινο φως, αλλά μόνο αφού πρώτα η κυβέρνηση θα έχει εφαρμόσει τολμηρές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες με την σειρά τους θα έχουν φέρει απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Βλέπω αυτή την συζήτηση να συμβαίνει σε δύο χρόνια από σήμερα, δηλαδή την περίοδο 2020-2021.
* O Ζολτ Ντάρβας είναι οικονομικός αναλυτής του Ινστιτούτου Bruegel.