Οι φόβοι στους κόλπους της Ευρωζώνης για μια πιθανή νέα κρίση χρέους έχουν αναζωπυρωθεί, ιδιαίτερα στις χώρες της περιφέρειας. «Η Ελλάδα είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην Ευρώπη, ωστόσο η δομή του χρέους της σε συνδυασμό με την μακροχρόνια αποπληρωμή του καθιστούν το χρέος βιώσιμο» δηλώνει στο Liberal η Σπυριδούλα Τζίμα, Assistant Vice President, Global Sovereign Ratings στην DBRS Morningstar. Η ίδια αναφέρει τι θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία στην κατάκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας, ενώ ο Andrea Constanzo, αντιπρόεδρος, European Financial Institutions στην DBRS Morgningstar, αναφέρεται στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Oι φόβοι για μια νέα κρίση χρέους στην ευρωζώνη έχουν αναζωπυρωθεί. Η Ελλάδα πόσο εκτεθειμένη είναι σε μία νέα κρίση;
Σπυριδούλα Τζίμα: Η Ελλάδα παραμένει η πιο υπερχρεωμένη χώρα στη ζώνη του ευρώ, αλλά υπάρχουν παράγοντες που μετριάζουν τους κινδύνους που πηγάζουν από το μεγάλο χρέος. Οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή του χρέους, καθώς επίσης και στο σημαντικό μερίδιο του κατέχει ο θεσμικός τομέας με πολύ χαμηλά επιτόκια. Επιπλέον, το χρέος έχει πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια και σχεδόν το σύνολό του είναι σε σταθερά επιτόκια. Αυτοί οι παράγοντες μετριάζουν τους κινδύνους από την αυξημένη αστάθεια της αγοράς. Ωστόσο, οι επίμονα υψηλές αποδόσεις θα ασκήσουν πίεση στο κόστος δανεισμού. Πιστεύουμε ότι οι συνετές δημοσιονομικές πολιτικές σε συνδυασμό με την ονομαστική ανάπτυξη που είναι υψηλότερη από το ονομαστικό πραγματικό επιτόκιο θα συνεχίσουν να πιέζουν το χρέος προς τα κάτω.
Η κατάσταση που επικρατεί διεθνώς στις αγορές σε ποιο βαθμό καθυστερεί ή αναβάλλει την επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα; Υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε η χώρα να αναβαθμιστεί;
Σπυριδούλα Τζίμα: Πιστεύουμε ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει «θολώσει» τις οικονομικές προοπτικές παγκοσμίως, όχι μόνο στην Ελλάδα, προκαλώντας ανοδικές πιέσεις στις τιμές και επηρεάζοντας αρνητικά την εξωτερική ζήτηση. Αυτή τη στιγμή βαθμολογούμε την Ελλάδα σε BB (υψηλό). Μια αναβάθμιση θα απαιτούσε την ικανοποίηση μίας ή συνδυαστικά περισσοτέρων προϋποθέσεων: Πρώτον, η συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις ,βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές. Δεύτερον, διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά.
Τέλος, πώς κρίνετε τον εγχώριο τραπεζικό τομέα; Να περιμένουμε νέες αναβαθμίσεις;
Andrea Constanzo: Η άποψή μας είναι ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, λόγω της μαζικής απορρόφησης κινδύνου που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια και της χαμηλότερης, από την αρχικά αναμενόμενη, επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων λόγω του COVID-19 μέχρι σήμερα. Πιστεύουμε ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο για τις ελληνικές τράπεζες να βελτιώσουν περαιτέρω την ποιότητα του ενεργητικού τους, καθώς μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το Ελληνικό Σχέδιο Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (HAPS) μέχρι τον Οκτώβριο του 2022.
Επιπλέον, σημειώνουμε ότι η Ελλάδα θα επωφεληθεί περισσότερο από το Ταμείο Ανάκαμψης σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας της. Αυτό αντιπροσωπεύει μια ευκαιρία για τις ελληνικές τράπεζες να αυξήσουν τα χαρτοφυλάκια δανεισμού τους και να αυξήσουν την υποστήριξή τους στην πραγματική οικονομία μετά από αρκετά χρόνια απομόχλευσης. Επιπλέον, τα οφέλη από την πρόσφατη αναδιάρθρωση και η εξομάλυνση των προβλέψεων για ζημίες δανείων σε χαμηλότερα επίπεδα λόγω των βελτιωμένων προφίλ κινδύνου των τραπεζών (υποθέτοντας ότι οι εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) από την πανδημία παραμένουν υπό έλεγχο), θα πρέπει να στηρίξουν τα κέρδη στο μέλλον.
Ωστόσο, οι γεωπολιτικές εντάσεις που προκύπτουν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προσθέτουν αβεβαιότητα στις μελλοντικές προοπτικές λόγω του επιδεινωμένου μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Επί του παρόντος, η DBRS Morningstar βαθμολογεί την Τράπεζα Πειραιώς σε επίπεδο B, με σταθερή τάση (Long-Term Issuer Rating). Μια αναβάθμιση θα απαιτούσε περαιτέρω βελτίωση της υποκείμενης κερδοφορίας και συνεχή πρόοδο στη μείωση των NPEs, διατηρώντας παράλληλα επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας.