Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη, Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή*
Στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, η τροποποίηση ή μη του άρθρου 16 ως προς το σκέλος που προβλέπει την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, απαγορεύοντας ταυτόχρονα τη σύσταση ανώτατων σχολών που οργανώνονται ως μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, φαίνεται να αποτελεί ένα από τα σημεία έντονης διαφωνίας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων.
Η αντιπαράθεση αυτή δεν έχει όμως πειστική συνταγματική θεμελίωση. Από τη μια πλευρά, η συγκριτική μελέτη αναδεικνύει τη συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης μη δημόσιων πανεπιστημίων ως μια ελληνική συνταγματική ιδιαιτερότητα που δεν απαντά σε άλλες συνταγματικές τάξεις ενώ η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου μειώνει αισθητά την πρακτική της σημασία. Από την άλλη πλευρά, υπό τα προγενέστερα Συντάγματα επιτρεπόταν η ίδρυση ανωτάτων σχολών που δεν ήταν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ενώ το δικαίωμα ίδρυσης «καταστημάτων παιδείας, φιλανθρωπίας και τεχνών» κατοχυρώνεται ήδη στο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827. Πέραν όμως αυτών, η συνταγματική αναγνώριση της δυνατότητας ίδρυσης μη δημόσιων πανεπιστημίων δεν απαλλάσσει τα πανεπιστήμια αυτά από την υποχρέωση τήρησης των θεμελιωδών συνταγματικών δεσμεύσεων που απορρέουν ήδη από τη σημερινή διατύπωση του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Αυτό ισχύει τόσο για τη συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας όσο και για το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα. Ισχύει επίσης για την υποχρέωση ενίσχυσης των σπουδαστών που διακρίνονται, καθώς και αυτών που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, όπως επίσης για την κρατική εποπτεία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αλλά και το δικαίωμά τους σε κρατική οικονομική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, η άρση της συνταγματικής απαγόρευσης ίδρυσης μη δημόσιων πανεπιστημίων δεν αφήνει τον κρίσιμο τομέα της ανώτατης παιδείας έρμαιο στις διαθέσεις μιας ανεξέλεγκτης αγοράς. Υφίστανται αντίθετα, και ασφαλώς μπορούν να συμπληρωθούν περαιτέρω, εάν κριθεί απαραίτητο, τα κρίσιμα συνταγματικά ερείσματα για τη διασφάλιση των αναγκαίων ακαδημαiκών κριτηρίων που θα διέπουν και τα μη δημόσια πανεπιστήμια, π.χ. ως προς τη διάρκεια και το πρόγραμμα σπουδών, τα κριτήρια επιλογής των διδασκόντων και των διδασκομένων, την παροχή ειδικής συνδρομής σε όσους έχουν ανάγκη.
Στο πλαίσιο μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού των διατυπώσεων του άρθρου 16, θα μπορούσαν ασφαλώς να τροποποιηθούν και άλλα σημεία. Αφενός οι επιμέρους λεπτομερειακές διατάξεις του άρθρου χρήζουν προσεκτικής εξέτασης ως προς την ανάγκη κατοχύρωσης όλων των επιμέρους κανόνων σε συνταγματικό επίπεδο. Αφετέρου, ορισμένοι από τους κανόνες αυτές χρήζουν επικαιροποίησης.
Ας σημειωθούν ενδεικτικά η ανάγκη κατάστρωσης του δικαιώματος παιδείας ως ανθρώπινου δικαιώματος που δεν αναγνωρίζεται μόνο υπέρ των Ελλήνων πολιτών, προκειμένου το ελληνικό Σύνταγμα να προσαρμοσθεί προς την ευρύτερη διατύπωση του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως επίσης η ανάγκη προσαρμογής στα σύγχρονα ευρωπαϊκά δεδομένα του ορίου ηλικίας των καθηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ιδίως σε εποχές στενότητας των δημοσίων πόρων, η κατοχύρωση της δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, ακόμη και για όσους δεν έχουν ανάγκη προς τούτο, δεν είναι αναμφισβήτητη, όπως δείχνει άλλωστε και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία έγινε δεκτή η συνταγματικότητα της επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακά προγράμματα.
Ανεξάρτητα από την έκταση του αναθεωρητικού εγχειρήματος, δικαιολογούνται σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την τήρηση ή μη στην πράξη και των υφιστάμενων συνταγματικών επιταγών. Ενδεικτικά, η έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου διαμορφώθηκε ιστορικά στο ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο ως εγγύηση της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Και σήμερα μόνο αυτό το νόημα μπορεί να έχει, ως θεσμική εγγύηση της επιστημονικής ελευθερίας, και όχι ως πλαίσιο διάπραξης εγκληματικών ενεργειών. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη πλήρης αυτοδιοίκηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην πράξη δεν είναι ούτε πλήρης, ούτε αυτοδιοίκηση, τόσο εκτός όσο και εντός των ιδρυμάτων.
Η πρόσφατη νομοθετική πολιτική της συνένωσης πανεπιστημίων και ΤΕΙ τείνει να καταργήσει την επαγγελματική και άλλη ειδική εκπαίδευση που, όμως, σύμφωνα με ρητή συνταγματική επιταγή, οφείλει να παρέχεται από το κράτος με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια. Και όπου οι υφιστάμενες νομοθετικές επιλογές δεν μπορούν να αμφισβητηθούν ως αντισυνταγματικές, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ακαδημαϊκής αναβάθμισης της ανώτατης παιδείας που μπορεί να μεγιστοποιήσει την εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών, π.χ. μέσω της θέσπισης μιας διακριτής κατηγορίας διδακτικού προσωπικού αποκλειστικής απασχόλησης με ειδικό μισθολογικό καθεστώς.
Κατά συνέπεια, η συνταγματική αναγνώριση της δυνατότητας ίδρυσης μη δημόσιων πανεπιστημίων όχι μόνο συνάδει προς τα ακαδημαϊκά κριτήρια, αλλά μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί ως ευκαιρία και για τα δημόσια πανεπιστήμια – τόσο για τον εκσυγχρονισμό του συνταγματικού και νομοθετικού τους πλαισίου, όσο και για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του στην πράξη.
* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
*Ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής είναι Λέκτορας στην ίδια Σχολή