Ως μια χώρα αφιλόξενη για το μέσο γερμανό επενδυτή, που απουσιάζει από τις επιλογές του, σε αντίθεση με τις γειτονικές της Αν. Ευρώπης, οι οποίες προσφέρουν χαμηλή φορολογία, καλύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον και υψηλότερες αποδόσεις, περιγράφει την Ελλάδα στο Liberal.gr, ο Αλέξανδρος Κρητικός, διευθυντής Ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου DIW με έδρα το Βερολίνο.
«Δεν αρκεί μόνο να ζητάς από τους επενδυτές να έλθουν στη χώρα σου, πρέπει να μπορείς να τους πείσεις ότι υπάρχουν και οι λόγοι», όπως λέει χαρακτηριστικά, και επισημαίνει ότι εκτός μνημονίων, η πορεία της Ελλάδας έχει επιδεινωθεί, παρά την «ωραία» εικόνα που επιχειρούν να παρουσιάσουν οι γερμανοί πολιτικοί στους ψηφοφόρους τους, προκειμένου να τους καθησυχάσουν ότι δεν θα χρειαστεί ξανά να τη βοηθήσουν.
Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την έλλειψη σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζει η ελληνική κυβέρνηση σοβαρά ζητήματα όπως η φορολογία, για την ανάπτυξη που συνεχίζεται να βασίζεται στον τουρισμό, ενώ εκφράζει το φόβο ότι κάποια στιγμή θα επανέλθει το σενάριο προσφυγής της χώρας σε πιστωτική γραμμή στήριξης, προσθέτοντας ότι μια κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει πολύ μικρή περίοδο χάριτος.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
Τρεις μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από το 3ο μνημόνιο, ποια εικόνα υπάρχει για τη χώρα στη Γερμανία;
Είναι διπλή η εικόνα, αυτή που προβάλουν οι γερμανοί πολιτικοί και η πραγματική.
Στην πρώτη περίπτωση, οι πολιτικοί δεν παύουν να εκθειάζουν τις προσπάθειες της Ελλάδας, ότι αναπτύσσεται, έκανε μεταρρυθμίσεις, πέτυχε τους στόχους των πλεονασμάτων, δίνοντας την εντύπωση ότι η χώρα δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα για το μέλλον της Ευρώπης και τους πιστωτές της.
Την εικόνα αυτή προβάλλουν προς τα έξω, ακριβώς για να καθησυχάσουν το μέσο γερμανό ψηφοφόρο που όλα τα προηγούμενα χρόνια φοβότανε ότι με τα χρήματα των φορολογουμένων θα επωμίζεται την διάσωση της Ελλάδας.
Είναι πραγματική αυτή η εικόνα, έχει διαφύγει οριστικά η Ελλάδα τον κίνδυνο;
Όχι βέβαια. Και αυτή είναι η άλλη εικόνα που έχουν για τη χώρα, οι αναλυτές και οι επενδυτές, όσοι δηλαδή παρακολουθούν από κοντά τι συμβαίνει, και δεν είναι πολιτικοί.
Είναι η εικόνα που δείχνουν τα ίδια τα νούμερα, μιας χώρας με υπερφορολόγηση, κρατικό παρεμβατισμό, πάρα πολλά κόκκινα δάνεια, τραπεζικό σύστημα που εξαιτίας αυτών αδυνατεί να λειτουργήσει, ένα τεράστιο επενδυτικό κενό, ένα ιδιωτικό χρέος πάνω από το ΑΕΠ της χώρας, μαύρη οικονομία, διαφθορά, ελλειμματική λειτουργία της ανεξάρτητης δικαιοσύνης.
Επομένως, ο μέσος γερμανός επενδυτής συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα στους πιθανούς επενδυτικούς προορισμούς;
Όχι. Ο μέσος γερμανός επενδυτής δεν βλέπει την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό. Και οι λόγοι είναι αυτοί που σας προανέφερα.
Προτιμά άλλες χώρες, όχι μόνο τη Κίνα, και τις ασιατικές, αλλά και εκείνες της Ανατολικής Ευρώπης, του ευρύτερου δηλαδή γεωγραφικού χώρου όπου ανήκει η Ελλάδα, σαν τη Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Τσεχία, ως ένα βαθμό τη Ρουμανία, με πολύ πιο ανεπτυγμένο επιχειρηματικό περιβάλλον σε όλα τα επίπεδα.
Το ρωτώ για να καταλάβουμε, τι έχουν κάνει όλες αυτές, που δεν έχουμε κάνει εμείς;
Είναι πολύ απλό. Έχουν ένα απλό και ευνοϊκό για επενδύσεις φορολογικό σύστημα, είδαν εγκαίρως πόσο πίσω βρίσκονταν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και κάλυψαν ταχύτατα την απόσταση από την υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως όμως δίνουν εδώ και χρόνια έμφαση στην έρευνα και τη καινοτομία, υποστήριζοντας την μεταφορά γνώσης και συνδέοντας την εκπαίδευση με την αγορά εργασίας.
Οι χώρες αυτές έχουν καταλάβει, χρόνια τώρα, πόσο σημαντική είναι η παρουσία ερευνητών- επιχειρηματιών στον ίδιο χώρο.
Η Πολωνία, αλλά επίσης οι Σλοβακία, Τσεχία αξιοποίησαν τις δυνατότητες συμμετοχής τους στην ΕΕ, και τις ευκαιρίες. Σήμερα έχουν ξεπεράσει την Ελλάδα στον τομέα της έρευνας.
Τα παραπάνω δεν έγιναν με κάποιο μαγικό ραβδί. Το 2007 η Πολωνία δαπανούσε στην έρευνα, όσο και η Ελλάδα, δηλαδή μόλις 0,6% του ΑΕΠ. Σήμερα έχει υπερδιπλασιάσει τα ποσά που δαπανά σε απόλυτους όρους, και προφανώς μας έχει ξεπεράσει.
Τα αποτελέσματα έχουν φανεί και με το παραπάνω. Χώρες όπως η Πολωνία αποτελούν σήμερα από τους πιο σημαντικούς επενδυτικούς προορισμούς στην Ευρώπη, προσελκύοντας μεταξύ των άλλων, και νέους έλληνες επιστήμονες. Σας μιλώ για χαμένες ευκαιρίες.
Αυτή η εικόνα πως μπορεί να αντιστραφεί; Αν σας ρωτούσα να αποτολμήσετε μια πρόβλεψη για την εικόνα της Ελλάδας βραχυπρόθεσμα, για παράδειγμα σε εννέα, δέκα μήνες από σήμερα, και πιο μακροπρόθεσμα, ποια θα ήταν αυτή;
Σε εννέα, δέκα μήνες από σήμερα αν δεν έχουμε εκλογές, η θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο χάρτη θα είναι η ίδια, πιθανώς και λίγο χειρότερη, εφόσον έχουν στο μεταξύ αλλάξει οι συνθήκες που ευνοούν την έκρηξη του τουρισμού.
Το αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, αυτός ο στόχος για αύξηση 2% φέτος του ΑΕΠ, στηρίζεται, όπως γνωρίζετε, και πάλι στον τουρισμό.
Μιλάμε για ένα κλάδο με ρίσκο, αφού αν για παράδειγμα επιβαρδυνθεί κι άλλο η ανάπτυξη στην Ευρώπη, φυσιολογικό είναι να μειωθούν και οι αφίξεις από αυτήν. Άρα η εξάρτηση από τον τουρισμό, δεν αρκεί για να καλύψει η Ελλάδα μέρος από το 25% του ΑΕΠ που έχει χάσει σε σχέση με το 2009.
Ταυτόχρονα, όλος ο υπόλοιπος πλανήτης, ανοίγει βηματισμό, τρέχει, ο ανταγωνισμός μεγαλώνει, ενώ η Ελλάδα παραμένει ακόμη αποκλεισμένη από τις αγορές.
Πότε αλήθεια πιστεύετε ότι αυτό θα αλλάξει;
Όσο η Ελλάδα καθυστερεί να χρηματοδοτήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις από τις αγορές, μαθηματικά θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει το περίφημο «μαξιλάρι ασφαλείας».
Οι αγορές θα το εκλάβουν ως επιβεβαίωση της αδυναμίας της και θα αντιδράσουν αρνητικά.
Όταν λοιπόν κάποια στιγμή, η χώρα χρειαστεί να δανειστεί από τις αγορές, τα επιτόκια θα είναι ασύμφορα υψηλά. Τότε, πολύ φοβάμαι ότι θα υποχρεωθεί να ζητήσει από τους εταίρους της, μια προληπτική γραμμή στήριξης, που θα συνδέεται και πάλι με προαπαιτούμενα, και σίγουρα οι δανειστές θα απαιτήσουν ξανά μέτρα από την Ελλάδα.
Καταλαβαίνω ότι κανείς στην Ελλάδα δεν θέλει να μιλάει για κάτι τέτοιο, ωστόσο το φοβάμαι πολύ έτσι, όπως βλέπω τα πράγματα.
Σε ένα τέτοιο απευκταίο σενάριο, πόσο εύκολο θα είναι για μια Ευρώπη, που υπό το φόβο του αυξανόμενου λαϊκισμού, γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτική, μια νέα βοήθεια στην Ελλάδα;
Θα δώσει τη βοήθεια, φυσικά με πολλές προϋποθέσεις, και νέες δεσμεύσεις για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Κοιτάξτε αυτό που θέλω να πω, είναι ότι η πραγματική θέση της Ελλάδας δεν έχει καμία σχέση με αυτήν που προβάλλεται επισήμως προς τα έξω, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από τις Βρυξέλλες, καθώς και από το Βερολίνο, ότι δηλαδή πρόκειται για μια ακόμη χώρα που βγήκε από το μνημόνιο.
Η πορεία της, τόσο εντός, όσο και εκτός των μνημονίων, είναι εντελώς διαφορετική από εκείνης της Κύπρου, της Πορτογαλίας, και φυσικά της Ιρλανδίας.
Τώρα, μια κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει πολύ μικρή περίοδο χάριτος, το πολύ από 6 ως 12 μήνες περιθώριο προκειμένου να στείλει στις αγορές τα μηνύματα εμπιστοσύνης που αυτές χρειάζονται.
Δηλαδή να μειώσει φόρους, να ξεμπλοκάρει επενδύσεις, να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα, κ.ό.κ.
Από εκεί και πέρα, η Ελλάδα, θα χρειαστεί έναν ακόμη χρόνο ώστε να πάρει μπροστά, και ίσως κάπου γύρω στο 2021φανεί ότι πράγματι υπάρχει άνοδος, υπό την προϋπόθεση ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν εφαρμοστεί.
Είναι πολύ σημαντικό, μια κυβέρνηση Μητσοτάκη να καταφέρει να πείσει τις Βρυξέλλες όχι μόνο ότι η σημερινή συμφωνία είναι κακή, αλλά και ότι είναι σε θέση να πετύχει γρηγορότερη ανάπτυξη μέσω της νέας συμφωνίας που θα τους προτείνει.
Οι πρώτοι επομένως μήνες μιας νέας διακυβέρνησης θα είναι καθοριστικοί, πολλώ δε μάλλον όταν υπάρχει μπροστά ο κίνδυνος της αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020, με ό,τι αυτό μπορεί να φέρει.
Σε επίπεδο οικονομίας, ποιο απ' όλα όσα είπαμε παραπάνω, είναι αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο αντικίνητρο για ένα γερμανό επενδυτή;
Οι φόροι. Το Σεπτέμβριο για παράδειγμα προστέθηκαν στα μαύρα κατάστιχα της Εφορίας, επιπλέον 500.000 φορολογούμενοι.
Το γεγονός ότι κάθε μήνα, αυξάνονται οι πολίτες που αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους τους, στέλνει το μήνυμα σε ένα δυνητικό επενδυτή, ότι η χώρα δεν έχει ικανή αγοραστική δύναμη. Αρα γιατί να μην επιλέξει κάποια άλλη;
Έπειτα είναι η αύξηση της μαύρης οικονομίας. Ένα πολύ μεγάλο μέρος επαγγελματιών και επιχειρήσεων, απλώς φοροδιαφεύγουν και έχουν στραφεί στο "μαύρο χρήμα", διότι ότι οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές, είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη.
Όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική, αυξάνεται ο κίνδυνος να υπονομευτεί ακόμη και αυτός ο στόχος για ανάπτυξη 2% ή 2,5% του χρόνου.
Το θέμα της υψηλής φορολογίας τέθηκε προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργο Σταθάκη στη διάρκεια πρόσφατου συνεδρίου που διοργάνωσε για τη ΝΑ Ευρώπη ο Economist στο Βερολίνο.
Και τι απάντησε ο κ. Σταθάκης;
Δυστυχώς η απάντησή του δεν νομίζω ότι κατάφερε να πείσει το ακροατήριο. Ερωτηθείς για ποιο λόγο σήμερα η Ελλάδα αποτελεί έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ο κ. Σταθάκης απάντησε, κάνοντας προφανώς χιούμορ, «επειδή έχει αρχαία…».
Ασφαλώς και ήθελε να αστειευτεί, ωστόσο νομίζω ότι η Ελλάδα δεν είναι αυτή τη στιγμή σε θέση να αστειεύεται πάνω σε τέτοια θέματα. Ειδικά όταν ένας υπουργός απευθύνεται σε ένα ξένο επενδυτικό κοινό, για το οποίο η ίδια η ελληνική κυβέρνηση, λέει ότι θέλει να προσελκύσει.
Σε άλλη ερώτηση, που αφορούσε αυτό ακριβώς που συζητούσαμε πριν, δηλαδή το ρόλο της υψηλής φορολογίας ως αντικίνητρο για επενδύσεις, ο κ. Σταθάκης απάντησε ειρωνικά ότι «οι επιχειρηματίες πάντα διαμαρτύρονται για την υψηλή φορολογία».
Είναι λάθος να αντιμετωπίζεται με αστεϊσμούς και ειρωνεία, ένα τόσο σοβαρό θέμα, όταν μάλιστα η χώρα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ έχει καταγράψει τη μεγαλύτερη αύξηση φορολογικών εσόδων στη περίοδο 2007-2017.
Δεν αρκεί μόνο να ζητάς από τους επενδυτές να έλθουν στη χώρα σου. Χρειάζεται να μπορείς να τους πείσεις ότι υπάρχουν και οι λόγοι και κίνητρα. Δηλαδή ότι η επένδυσή τους θα έχει υψηλή απόδοση, ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματα που θα επενδύσουν και και πιο πιθανό με κέρδος. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό ακόμη απουσιάζει.