Η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές πρέπει να πραγματοποιήσει βαθιές φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις σε οικονομία, και θεσμούς, να αντιστρέψει το τραγικό πισωγύρισμα στην παιδεία, να τα βάλει με τις ομάδες συμφερόντων που αντιστέκονται, τονίζει σε συνέντευξή του στο Liberal.gr o Δημήτρης Βαγιανός, επισημαίνοντας πως το έργο της θα είναι δύσκολο, αλλά μόνο έτσι θα έρθει πραγματική ανάπτυξη στην Ελλάδα, θα αναστραφεί το brain drain, θα πάψουν οι αγορές να αμφιβάλουν για αυτήν.
Ο καθηγητή Χρηματοοικονομικών στο London School Of Economics, λίγες ημέρες πριν τη νέα χρονιά, κάνει μια αποτίμηση των επιδόσεων της Ελλάδας, τονίζοντας ότι η παρούσα κυβέρνηση αφενός έχει πετύχει να δημιουργεί πρωτογενή πλεονάσματα, αφετέρου όμως έχει αποτύχει παντελώς στον αναπτυξιακό τομέα. Και φέρνει ως παράδειγμα τη Πορτογαλία, που τη περίοδο 2015-2018 σημείωσε σωρευτική ανάπτυξη 9%, έναντι μόλις 3% της Ελλάδας, που σημειωτέον γερνά με έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς παγκοσμίως.
Ζώντας χρόνια στο εξωτερικό, ο κ. Βαγιανός εξηγεί γιατί το πρωτεύων για την Ελλάδα ήταν και παραμένουν οι μεταρρυθμίσεις, γιατί μόνο έτσι θα ανατραπεί επιτέλους το πελατειακό και κρατικοδίαιτο μοντέλο της χώρας, θα καταστεί πιο λειτουργική η οικονομία, θα μπορέσει το Δημόσιο να δανείζεται τα 5-10 δισ. ευρώ ετησίως που προβλέπεται ότι θα χρειάζεται από το 2023 και μετά, θα καταφέρει να σταθεί η χώρα στα πόδια της σε ένα κόσμο ολοένα και πιο απρόβλεπτο.
Ερωτηθείς ποια είναι η εικόνα που έχουν σήμερα για τη χώρα οι περισσότεροι ξένοι αναλυτές και επενδυτές, απαντά ότι είναι αυτή μιας οικονομίας χωρίς πειστικό αφήγημα για δυναμική ανάπτυξη, και φέρνει ως παράδειγμα το γεγονός ότι την περίοδο 2015-2018 η Ελλάδα έχασε 11 θέσεις στην κατάταξη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας, όταν είχε κερδίσει 48 θέσεις την περίοδο 2009-2014.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Αν σας ρωτούσα να μου κάνετε μια πρόβλεψη για την ελληνική οικονομία το 2019, ποια θα ήταν αυτή;
Η οικονομία θα συνεχίσει να ανακάμπτει. H ανεργία θα συνεχίσει την καθοδική της πορεία, και το ίδιο ισχύει για τα κόκκινα δάνεια. Η ανάκαμψη όμως θα συνεχίσει να είναι ασθενική σε σύγκριση με τα περιθώρια που υπάρχουν, δηλαδή με ότι το ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από το δυνητικό του επίπεδο. Για παράδειγμα, η Πορτογαλία αύξησε το ΑΕΠ της κατά 9% σε πραγματικούς όρους την περίοδο 2015-2018, ενώ η Ελλάδα, με υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και επομένως μεγαλύτερα περιθώρια ανάπτυξης, το αύξησε μόνο κατά 3%.
Ενδεχομένως ο ρυθμός ανάπτυξης να αυξηθεί από το 2020 και μετά. Αυτό θα απαιτήσει όμως μια νέα κυβέρνηση με ισχυρή βούληση για βαθιές μεταρρυθμίσεις.
- Τέσσερις ωστόσο μήνες μετά την έξοδο από το μνημόνιο, βλέπετε να έχει βρει η Ελλάδα κάποιο "αφήγημα"; Και ποια η εικόνα της ελληνικής οικονομίας στο εξωτερικό;
Η εικόνα που έχουν οι περισσότεροι ξένοι αναλυτές και επενδυτές είναι ότι η Ελληνική οικονομία έχει σταθεροποιηθεί δημοσιονομικά και σε όρους εμπορικού ισοζυγίου, αλλά εμφανίζει ασθενή αναπτυξιακή δυναμική. Η ασθενής αυτή δυναμική καθιστά τη βιωσιμότητα του χρέους αμφίβολη, και διατηρεί τα σπρεντς σε υψηλά επίπεδα.
Η κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει ένα πειστικό αφήγημα για το πώς η Ελλάδα θα μπορέσει να αναπτυχθεί με γοργούς ρυθμούς. Το γεγονός ότι ή Ελλάδα έχει χάσει 11 θέσεις στην κατάταξη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας την περίοδο 2015-2018, ενώ είχε κερδίσει 48 θέσεις την περίοδο 2009-2014, είναι ενδεικτικό.
- Το ρωτώ γιατί καθώς φεύγει το 2018, οι απλήρωτοι φόροι αυξάνονται, τα κόκκινα δάνεια δεν μειώνονται, τα περιθώρια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης έχουν εξαντληθεί, κι όλα αυτά όταν το 2019 είναι μια εκλογική χρονιά…
Όπως σωστά αναφέρετε, η εικόνα που έχουν οι ξένοι για την Ελληνική οικονομία δεν θα αλλάξει ιδιαίτερα μέχρι τις εκλογές. Η κυβέρνηση θα εστιαστεί κυρίως σε μέτρα προεκλογικού χαρακτήρα, και όχι σε αναπτυξιακά μέτρα τα οποία θα αποδώσουν μετά τις εκλογές αλλά θα έχουν ενδεχόμενο άμεσο κόστος. Αυτό βέβαια ισχύει για τις περισσότερες προεκλογικές περιόδους και όχι μόνο για την τωρινή.
- Σε μια συγκυρία όμως έξαρσης του λαϊκισμού που βρίσκει εύφορο έδαφος να αναπτυχθεί, όχι μόνο σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για το 2019; Και σε αυτό το νέο κόσμο που γεννιέται, πως φαντάζεσθε τη θέση της Ελλάδας;
Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για το 2019 μάλλον πηγάζουν από την απρόβλεπτη πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Τραμπ. Αυτό αφορά τόσο τους εμπορικούς πολέμους, όσο και προβλήματα σε γεωπολιτικό επίπεδο (Συρία, Ιράν, κλπ) τα οποία ενδεχομένως θα οξυνθούν. Αφορά επίσης την κλιματική αλλαγή, οι συνέπειες της οποίας ενδεχομένως να εμφανιστούν πολύ συντομότερα απ'ότι αρκετοί νομίζουν.
Σε ένα κόσμο όπου οι ΗΠΑ είναι πιο απρόβλεπτες και λιγότερο συνεργάσιμες, και όπου το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τίθεται υπό αμφισβήτηση, η Ελλάδα θα πρέπει να στηρίζεται περισσότερο στις δικές της δυνάμεις. Αυτό προϋποθέτει μια ισχυρή οικονομία.
- Κάποιοι έχουν παρομοιάσει την ελληνική οικονομία με ένοικο του “Hotel California” (από το ομώνυμο τραγούδι των Eagles), απ' όπου μπορεί κανείς να κάνει “τσεκ άουτ”, αλλά δεν μπορεί ποτέ να φύγει. Εσείς πώς θα τη χαρακτηρίζατε;
H παρομοίωση αυτή αναφέρεται κυρίως στο ότι η Ελλάδα θα παραμείνει υπερχρεωμένη στους ξένους για δεκαετίες. Το πρόβλημα οφείλεται μερικώς στο υψηλό χρέος. Οφείλεται και στην ασθενή αναπτυξιακή δυναμική της Ελληνικής οικονομίας, τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Ο βασικός παράγοντας μακροπρόθεσμα είναι η γήρανση του πληθυσμού. Σύμφωνα με τo Ageing Report της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2018, ο πληθυσμός της Ελλάδας προβλέπεται να μειωθεί κατά 35% από το 2020 μέχρι το 2060---μια από τις μεγαλύτερες πτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μείωση του πληθυσμού θα οδηγήσει σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, εκτός αν αντισταθμιστεί από υψηλή αύξηση της παραγωγικότητας. Η απαιτούμενη αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην οικονομία και τους θεσμούς, που θα ανατρέψουν το υπάρχον κρατικοδίαιτο και πελατειακό μοντέλο. Δραστικές αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση θα συμβάλλουν και στην αναστροφή του brain drain, απαλύνοντας κάπως το δημογραφικό πρόβλημα.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μέχρι και το 2022, θα είναι πολύ σημαντικά για την μελλοντική πορεία της χώρας. Αυτό γιατί οι λήξεις χρέους και οι υπόλοιπες πληρωμές του Ελληνικού Δημοσίου προς ξένους (συμπεριλαμβανομένων και των επιστροφών τόκων από την ΕΚΤ) έχουν σχεδιαστεί ώστε η Ελλάδα να χρειάζεται να αντλήσει σχετικά μικρά ποσά από τις αγορές - της τάξης των 1,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές θα πρέπει να αξιοποιήσει αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο και να πραγματοποιήσει βαθιές μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν σημαντικά τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας τόσο μέχρι το 2022 όσο και για την επόμενη δεκαετία. Αν δεν το καταφέρει, οι αγορές θα συνεχίσουν να αμφιβάλλουν για την βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους, και η χώρα δεν θα μπορεί να δανειστεί τα πολύ υψηλότερα ποσά - της τάξης των 5 με 10 δισ. ετησίως - που προβλέπεται να χρειαστεί από το 2023 και μετά.
- Ενόψει εκλογών, αρκετοί υποστηρίζουν ότι καλλιεργείται ένα κλίμα επιστροφής σε μια ατομικίστικη λογική του τύπου "λεφτά υπάρχουν". Σας φοβίζει αυτή η νοοτροπία;
Είναι φυσιολογικό το κάθε νοικοκυριό να ενδιαφέρεται κυρίως για τα έσοδά του και λιγότερο για το πώς αυτό επηρεάζει την κατάσταση της χώρας. Είναι θέμα της κάθε κυβέρνησης να έχει ένα πειστικό σχέδιο ανάπτυξης και να εξηγήσει στους πολίτες τι θυσίες απαιτεί από αυτούς και πώς οι θυσίες θα πιάσουν τόπο. Πρέπει επίσης η κυβέρνηση να εμπεδώσει ένα αίσθημα δικαιοσύνης ότι όλοι συνεισφέρουν σε μια κοινή προσπάθεια. Χώρες όπως η Ιρλανδία το κατάφεραν αυτό, και έχουν ευημερήσει.
- Τι είναι αυτό που κληροδοτεί η παρούσα κυβέρνηση στην επόμενη; Εννοώ, πόσο δύσκολο θα είναι το έργο της;
Η παρούσα κυβέρνηση τα έχει πάει καλά στον δημοσιονομικό τομέα. Η Ελλάδα έχει πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα τα τελευταία τέσσερα χρόνια (καθώς και το 2014), και αυτό έχει εκτιμηθεί από τους εταίρους μας. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των πλεονασμάτων έχει παίξει η αύξηση της φορολογικής βάσης. Η ενίσχυση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων από την παρούσα κυβέρνηση έχει βοηθήσει σημαντικά σε αυτό.
Η παρούσα κυβέρνηση έχει αποτύχει στον αναπτυξιακό τομέα. Όπως προανέφερα, την περίοδο 2015-2018 η Ελλάδα σημείωσε σωρευτική ανάπτυξη 3% ενώ η Πορτογαλία 9%. Η αποτυχία οφείλεται τόσο στο λανθασμένο δημοσιονομικό μείγμα και την υπερφορολόγηση της παραγωγικής δραστηριότητας, όσο και στη γενικότερη εμμονή της κυβέρνησης με το κρατικίστικο μοντέλο που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Το μοντέλο που οι κυβερνητικές πολιτικές αναδεικνύουν είναι μάλιστα χειρότερο από το προηγούμενο, όπως φαίνεται για παράδειγμα από το πισωγύρισμα που έχει σημειωθεί στην Παιδεία, και από τις εξόφθαλμες προσπάθειες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης.
Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις που θα μας απομακρύνουν σταδιακά από το αποτυχημένο κρατικίστικο μοντέλο. Οι μεταρρυθμίσεις αφορούν όλο το εύρος της οικονομίας—από την Παιδεία και την Υγεία, μέχρι τη Δικαιοσύνη και τη Δημόσια Διοίκηση, και από το Ασφαλιστικό και το Φορολογικό μέχρι τις Ιδιωτικοποιήσεις και τις Ρυθμίσεις στις Αγορές Προϊόντων.
Το έργο είναι δύσκολο καθώς το εύρος των μεταρρυθμίσεων είναι μεγάλο, τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι στενά, η κοινή γνώμη είναι δύσπιστη, και οι αντιστάσεις από θιγόμενες ομάδες συμφερόντων θα είναι σημαντικές. Επιτυχία στο έργο αυτό θα βελτιώσει θεαματικά τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας.
* Ο Δημήτρης Βαγιανός είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics. Είναι επίσης Πρόεδρος του Τμήματος Χρηματοοικονομικών στο ίδιο πανεπιστήμιο, και Διευθυντής του Κέντρου Paul Woolley για τη μελέτη των δυσλειτουργιών των αγορών κεφαλαίου.
(Φωτογραφία: AP)