Ο Κόμης Ottokar Czernin, υπουργός Εξωτερικών της Αυστρο-Ουγγαρίας, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, σχολιάζοντας την ήττα της Τριπλής Συμμαχίας από τις δυνάμεις της Entente είχε πει: «Είμασταν βέβαιοι ότι θα πεθάνουμε. Είμασταν ελεύθεροι να επιλέξουμε τον τρόπο του θανάτου μας αλλά εμείς επιλέξαμε τον πιο τρομερό".
Τα υπενθυμίζει στην κατακλείδα του αξιοπρόσεκτο άρθρο του περιοδικού New Statesman για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το μέλλον της. Από την αρχή μιλάει για την πολύ σοβαρή πιθανότητα το ευρωπαϊκό εγχείρημα να πνέει τα λοίσθια. Ανατρέχοντας στον 20ο αιώνα, θυμίζει τις περιπτώσεις της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Κάθε μια τους αποτέλεσε προσπάθεια να δημιουργηθεί μια υπερεθνική οντότητα. Και τότε οι πολίτες μαζί με τους εκτός συνόρων υποστηρικτές των υπερεθνικών μορφωμάτων, φαντάζονταν ότι θα διαρκούσαν για πάντα. Αλλά στο τέλος, και οι τρείς γιγαντιαίες Ενώσεις κατέρρευσαν.
Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, βεβαίως, αλλά με κοινό παρονομαστή: μια κρίση που διήρκεσε περίπου μια δεκαετία, για την οποία δεν υπήρχε άλλη λύση από τη διάλυση και ένα νέο ξεκίνημα. Στην περίπτωση της Αυστρο-Ουγγαρίας, ο διακαής πόθος των εθνοτήτων να αποκτήσουν αυτοδιάθεση από μοναρχική εξουσία και παρά την απόπειρα παραχώρησης ελευθεριών στο πλαίσιο της ομοσπονδοποίησης, τα αιτήματα αύξαναν ώσπου ήρθε ο Α'' Παγκόσμιος Πόλεμος και τα σάρωσε όλα. Όσον αφορά στη Γιουγκοσλαβία και την Σοβιετική Ένωση, η κόπωση του σοσιαλισμού και η υπερβολική απομύζηση των συστατικών δημοκρατιών -με παρελθόν αιματηρών συγκρούσεων- επέφερε την κατάρρευση.
Το σαράκι στην περίπτωση της ΕΕ, γράφει το περιοδικό, είναι η μεταφορά εξουσίας από τις εθνικές πρωτεύουσες στα κεντρικά ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα με ταχύτερους ρυθμούς από ό, τι οι περισσότεροι εκλογείς ήταν πρόθυμοι να δεχθούν. Στις καλές εποχές, όσο το βιοτικό επίπεδο βελτιωνόταν, δεν υπήρχε πρόβλημα: οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν έδιναν μεγάλη προσοχή στις ελίτ των Βρυξελλών. Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν όταν η ΕΕ συγκλονίστηκε από την δημοσιονομική κρίση στην οποία προστέθηκε τώρα το προσφυγικό. Δεν επιτυγχάνεται συναίνεση μεταξύ των κρατών-μελών, τα ευρωπαϊκά όργανα δεν έχουν τη νομιμότητα να επιβάλουν αποφάσεις για το κοινό καλό και οι ισχυρές χώρες χαράσσουν πολιτικές επί τη βάσει των συμφερόντων τους εις βάρος των αδυνάτων. Δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ αυτή η κατάσταση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλέον στις ιδρυτικές υποσχέσεις της, να προσφέρει στους πολίτες της ευημερία, σταθερότητα και δημοκρατία. Η πενταετής οικονομική κρίση και οι μεταναστευτικές ροές έχουν ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.
Ακροδεξιές, ξενοφοβικές και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα δυναμώνουν. Πληθαίνουν οι αποσχιστικές τάσεις. Αν δεν αλλάξει κάτι γρήγορα η Ένωση θα αρχίσει να φλερτάρει με την κατάρρευση. Άλλωστε με την ελληνική υπόθεση έπαψε το θέμα να είναι ταμπού. Τι κι αν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες δείχνουν να φοβούνται τη διάλυση της Ένωσης. Το ίδιο συνέβαινε και στις ιστορικές περιπτώσεις που προαναφέραμε. Στο ερώτημα αν μπορεί να αντιστραφεί αυτή η πορεία, οι συγγραφείς του άρθρου είναι απαισιόδοξοι. Ακόμη κι αν επιτραπεί στα κράτη-μέλη να επιλέξουν a la carte ποιες αποφάσεις εφαρμόζουν και ποιες όχι, ανάλογα με τα εθνικά συμφέροντα, η δίδυμη κρίση θα χειροτερέψει και όλες οι χώρες θα θελήσουν να πηδήσουν από το καράβι για να σωθούν. Οι καμπάνες έχουν ήδη ηχήσει: Βρετανία, Σκωτία, Καταλωνία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Ολλανδία, Γαλλία, Φινλανδία, Σουηδία. Η ευρω-κοπωση μεταδίδεται σαν επιδημία. Φάρμακο θα ήταν η πολιτική ενοποίηση αλλά ποια ισχυρή οικονομία θα ήθελε να μοιραστεί τον πλούτο της σ' αυτούς τους καιρούς; Ο πάταγος θα ήταν παγκόσμιος φυσικά και ίσως αυτό αποτελεί τον πιο αποτρεπτικό παράγοντα για μια ευρω-αποσυνθεση αλλά άπαξ και το θέμα μπήκε στον τραπέζι, ο συνδυασμός “οικονομική στασιμότητα και προσφυγικό” δρουν σαν επιταχυντές. Ίσως το μόνο καλό, όπως σημειώνει -με βρετανικό φλέγμα- το περιοδικό, να είναι η διάλυση χωρίς πόλεμο. Χωρίς;