Του Παναγιώτη Καρκατσούλη
Προχθές ανακοινώθηκαν τα στοιχεία της περιοδικής έκθεσης της ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την κατάσταση της αγοράς εργασίας στην χώρα. Ήταν σοκαριστικά και δεν επιδέχονται δεύτερη ερμηνεία: 570.000 συμπολίτες μας δουλεύουν για λιγότερο από 500 ευρώ, ενώ υπάρχει και μια δεύτερη ομάδα που δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο: 250.000 άνθρωποι δουλεύουν για κάτι λιγώτερο από 250 ευρώ.
Οι Έλληνες γίναμε φτωχότεροι κατά 33.7% σε σχέση με το 2009.
Για όσους παρακολουθούν απροκατάληπτα τις δραματικές εξελίξεις αυτής της περιόδου, η ανακοίνωση αυτή απλώς πιστοποιεί γεγονότα που έχει βιώσει ο καθένας μας. Λάθη και παραλείψεις στη διακυβέρνηση οδήγησαν στην χρεωκοπία και την δραματική επιδείνωση του επιπέδου της ζωής μας.
Το πελατειακό κράτος αναφέρεται από πολλούς ως μια από τις αιτίες κατάρρευσης του κοινωνικού και οικονομικού ιστού της χώρας. Προσωπικώς, το θεωρώ ως το κεντρικό αίτιο όλων των προβλημάτων που ανέκυψαν (ελλείμματα, χρέη). Η συζήτηση που επηκολούθησε των δραματικών γεγονότων του 2009 ήταν εξαιρετικά πτωχή και δεν υπήρξε ούτε τότε, ούτε στη συνέχεια, μια διεισδυτική ανάλυση των αιτίων που μας έφεραν στα μνημόνια. Σε κάθε, όμως, περίπτωση ελήφθησαν κάποια μέτρα για τον έλεγχο του πελατειακού κράτους το οποίο φάνηκε να τίθεται υπό έλεγχο. Οι προσλήψεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, οι δομές έπαυσαν να διογκώνονται και τα ελλείμματα μηδενίστηκαν. Αυτά, μέχρι τον Ιανουάριο 2015, οπότε και ανήλθε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η διακυβέρνηση Τσίπρα έδειξε, πολύ νωρίς, την πρόθεσή της να ανατάξει τις πελατειακές δομές και να δημιουργήσει ένα δικό της κομματικό κράτος. Παρά τους ασφυκτικούς ελέγχους των δανειστών, εκμεταλλεύθηκε την χαραμάδα των συμβασιούχων, και ακολουθώντας τις χειρότερες πρακτικές των προηγούμενων, άρχισε να φορτώνει το δημόσιο με συμβασιούχους, με μετακλητούς και με πρόσθετες δομές. Η δημοσιονομική επιβάρυνση που προκλήθηκε αντιμετωπίστηκε με τις περικοπές στις συντάξεις, και, κυρίως, με την υπερφορολόγηση.
Η αντιπολίτευση εστιάσθηκε, ιδίως, στα μέτρα που αφορούσαν την άμεσα ορατή επιβάρυνση της ζωής μας μέσω της φορολογίας καθώς και στην ανυπαρξία επενδύσεων και την, συνεπαγόμενη, ισχνή ανάπτυξη. Οι πελατειακές πρακτικές του κ. Τσίπρα αντιμετωπίζονται ως μια ακόμη έκφραση της συντηρητικής παλαιοκομματικής πολιτικής του.
Με την πάροδο του χρόνου άρχισε, όμως, να φαίνεται ότι υπάρχει μια ευθεία, σχεδόν αναλογική σχέση, μεταξύ των μέτρων φτωχοποίησης του λαού και της αύξησης του πελατειακού κράτους, με πρώτο και κυριότερο, το κομματικό απαράτ.
Όταν, όμως, είδαμε ότι από το 2015 έως σήμερα τα μέλη της κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 36% (από τα 39 μέλη που είχε η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, φθάσαμε στα 53 με τον τελευταίο ανασχηματισμό του κ. Τσίπρα) και οι μετακλητοί, δηλαδή, οι προσωπικοί στρατοί των μελών της κυβέρνησης, αυξήθηκαν από το 2014 μέχρι σήμερα κατά 38%, δηλαδή, από 1.888 σε 2.613, τότε συνειδητοποιήσαμε ότι υπάρχει μια ευθεία σχέση ανάμεσα στα δύο. Φτωχοποίηση και ενδυνάμωση του κομματικού κράτους είναι ευθέως ανάλογες. Όσο, δηλαδή, εμείς φτωχοποιούμαστε, τόσο αυξάνεται, από την άλλη, ο νεποτισμός και το κομματικό κράτος.
Στην περίπτωσή μας επιβεβαιώνεται, προσαρμοσμένος, εκείνος ο διάσημος νόμος του Parkinson που έλεγε ότι όσο λιγότερο παρεμβαίνεις σε μια γραφειοκρατία, τόσο περισσότερο διογκώνεται. Όσο, λοιπόν, ένα λαϊκιστικό καθεστώς δυναμώνει τόσο ο λαός φτωχοποιείται αλλά και αντίστροφα: Όσο ο λαός φτωχοποιείται τόσο το κομματικό κράτος μεγεθύνεται.
*Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι υποψήφιος βουλευτής στην Α' Αθήνας με το Κίνημα Αλλαγής