Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όπως όλοι μας, παρακολουθώ κι εγώ τους διαδικτυακούς διαξιφισμούς με αφορμή την Γκρέτα Τούνμπεργκ και τον αγώνα της. Μάλιστα, έχω βάλει κι εγώ το λιθαράκι μου — μικρό ή μεγάλο. Είμαι πολύ φανερά και δημόσια με την Γκρέτα, είμαι εναντίον των ακροδεξιών που της επιτίθενται, είμαι υπέρ της επιστήμης, είμαι υπέρ των εναλλακτικών πηγών ενέργειας — α, και είμαι και υπέρ της πυρηνικής ενέργειας. Και είμαι και αισιόδοξος, καθώς (όπως γράφω συχνά εδώ στη στήλη) και τώρα θα τα πάμε καλά, γιατί πάντα τα πηγαίνουμε καλά: η πρόοδος της ανθρωπότητας είναι γραμμική και οριζόντια — θα βρεθούν λύσεις, και το πρόβλημα, αργά ή γρήγορα, με μεγάλο ή μεγαλύτερο κόστος και ξεβόλεμα, θα ξεπεραστεί.
Κυρίως, όμως, σε όλη αυτή την ανερμάτιστη «συζήτηση» (με τη φωτεινή εξαίρεση κάποιων που μιλούν απλά, καθαρά και με στοιχεία, όχι για την ευφυή πιτσιρίκα, μα για το καθαυτό πρόβλημα και τις λύσεις του, αλλά και για το πώς θα μπορούσε ίσως να 'ρθει τούμπα το Φαινόμενο Γκρέτα — ο αντεπιστημονικός λουδιτισμός καραδοκεί στη γωνία με τα σάλια του να κρέμονται), κυρίως όμως, λέω, δεν ανέχομαι όσους άντρες μιλούν για την Γκρέτα σαν πρόσωπο, σχολιάζοντάς την απαξιωτικά, κάνοντας γνωματεύσεις για την ψυχική της υγεία, μιλώντας στα σοβαρά για τις εκφράσεις της — πραγματικά, έχουμε διαβάσει τρομερές χυδαιότητες όλες αυτές τις ημέρες? χυδαιότητες χθόνιου επιπέδου, που ομολογούν για μεγάλα, μείζονα προβλήματα: από εκείνα που, θέλοντας να είμαστε επιεικείς, λέμε συνήθως «ψυχολογικά» — για να κάνω κι εγώ μια γενικής φύσεως και όχι προσωποποιημένη γνωματευσούλα.
Πλέον, δεν μιλώ, δε, καν για το πώς αντιμετωπίζουν ορισμένοι (ψέματα: πολλοί) τη δημόσια εικόνα ενός ανθρώπου με Άσπεργκερ. Πράγμα αδιανόητο. Αδιανόητο. Εξωγήινο.
Ξέρετε τι μου θυμίζει; Τον Τραμπ που μιλούσε από βήματος για ένα ΑΜΕΑ και έκανε κάτι «σπαστικές» κινήσεις με τα χέρια και τους ώμους του. Ο Τραμπ, of all people, που είναι ένα κινούμενο ανέκδοτο από μόνος του, μία φιγούρα βγαλμένη από κόμικς. Ο Τραμπ, που αν έχει ένα καλό επάνω του είναι η περούκα του.
Αλλά δεν θα μιλήσω (και) σήμερα για την Γκρέτα. Δεν θα πω, τέλος πάντων, άλλα γι' αυτήν. Θα κλείσω λέγοντας πως θα χαρώ να πάρει το Νόμπελ, το αντίστοιχο της Μαλάλα έπιασε τόπο, και πως κανείς μας —από την άλλη— δεν θα εκπλαγεί αν δεν δολοφονηθεί από κάποιον εντελώς μουρλό μέχρι τότε.
Γιατί ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: όλοι το φοβόμαστε αυτό, και δεν είναι καθόλου λίγοι εκείνοι που θα το ευχαριστηθούν κιόλας. Όχι γιατί έτσι θα πετύχουν τους σκοπούς τους — καμία σχέση. Οι σκοποί των ένθεν και ένθεν ευρισκομένων θα εκπληρωθούν ή όχι ανεξαρτήτως της Γκρέτας. Απλώς αυτοί οι συγκεκριμένοι που έχω στο μυαλό μου θα το ευχαριστηθούν γιατί πρόλαβαν και τη μίσησαν με όλη τους την κουρασμένη ψυχή. Και λόγω εκείνων των «ψυχολογικών» που λέγαμε.
Όχι. Γράφω αυτό το μικρό σημείωμα κυρίως για να θυμηθώ πόσες φορές στο παρελθόν έχω και εγώ εμπλακεί σε διχαστικές συζητήσεις — φρονώ πως, δόξα τω Θεώ, το κάνω πια σε πολύ μικρότερο βαθμό και ασφαλώς με πολύ μικρότερη ένταση από όση με χαρακτήριζε (πολύ) παλιά. Και δεν εννοώ τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ να πάρεις θέση: είμαι άλλωστε δηλωμένος «γερμανοτσολιάς» (και όλα τα υπόλοιπα), και μάλιστα από το '10, από την πρώτη-πρώτη φουρνιά, όταν ακόμη οι Αγανακτισμένοι ήταν προσφιλείς σε ανθρώπους που τώρα τούς εχθρεύονται.
Δεν εννοώ αυτές, αλλά πολλές από τις «άλλες» διχαστικές συζητήσεις, όλα εκείνα τα μικρά, ή μεγαλύτερα, ή μείζονα (καλή ώρα) θέματα που συζητιούνται από τους πάντες με ένταση τελικού στην μπάλα, κάθε μα κάθε φορά με την ίδια φρικώδη και αδικαιολόγητη ένταση, συμπαρασύροντας τα πάντα, αποκρύπτοντας άλλα, εντελώς καθημερινά —δηλαδή πιο σοβαρά— προβλήματα και παράγοντας τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από σκόνη — σκόνη, και διχασμό.
Μπορεί να είναι κάτι πολύ ταπεινό ή και ευτελές, μπορεί η αφορμή να είναι ένα σόου όπως η Eurovision ας πούμε, μέχρι κάτι «κατακλυσμιαίο» — στην περίπτωση των ημερών, σχεδόν κυριολεκτικά κατακλυσμιαίο. Μπορεί να είναι ο Μπόρις Τζόνσον, η 17Ν, το μάθημα των Θρησκευτικών, οι καταλήψεις αντιεξουσιαστών στα Εξάρχεια, ή το αν πρέπει να λέμε χρόνια πολλά στις ονομαστικές γιορτές ή να τρώμε κρέας τη Μεγάλη Παρασκευή: τα πάντα — κυριολεκτικά, τα πάντα.
Το εκάστοτε θέμα είναι απλώς η αφορμή. Ο πραγματικός λόγος είναι το αποτέλεσμα των «συζητήσεων» αυτού του τύπου: η σκόνη, και ο διχασμός.
Γιατί προφανώς και δεν οδηγούν πουθενά οι τέτοιες συζητήσεις. Δεν έχει γεννηθεί ακόμη ο άνθρωπος εκείνος που θα αλλάξει γνώμη μετά από αντιπαράθεση επιχειρημάτων — ούτε θα γεννηθεί. Είναι ντροπή και αμάρτημα καθοσιώσεως να παραδεχτείς το σφάλμα σου, τη φτηνή σκευή σου, τα αδιέξοδα των συλλογισμών σου. Δεν θα το κάνεις.
Κι επειδή έχω στο μυαλό μου κάτι πολύ συγκεκριμένο, θα το πω και θα τελειώσω μ' αυτό: δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έχει να γίνει με τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση. Δεν μπορείτε να το διανοηθείτε. Δεν θα έχουμε μόνο σκόνη και διχασμό. Θα έχουμε θύματα.
Γι' αυτό, και μολονότι την περίμενα πώς και πώς αυτή τη χρονιά —θεωρώ το 2021 κομβικό έτος για το πέρασμα της Ελλάδας στη νέα εποχή, και πίστευα πως έπρεπε να τιμηθεί και να γιορταστεί—, καλύτερα να το αναβάλουμε. Καλύτερα να πάμε τους εορτασμούς λίγο πιο πέρα. Να τους πάμε στα 300 χρόνια.
Ίσως είμαστε πιο ώριμοι τότε.