Του Ανδρέα Ζαμπούκα
O Αριστοτέλης, στα Ηθικά Νικομάχεια, μιλούσε για την ηδονή της πολιτικής πράξης. Να ευχαριστιέσαι δηλαδή από την εφαρμογή της ιδέας σου. Να εμπνέεσαι, να σχεδιάζεις και να σου αρέσει να εφαρμόζεις.
Εδώ ακριβώς, βρίσκεται το πρόβλημα με την αριστερά. Το πεδίο πολιτικού προβληματισμού της δεν βρίσκεται στην οντολογική αλλά στη δεοντολογική υπόσταση του κόσμου. Όχι στο επιστητό, αλλά σε μια φαντασιακή «θέσμιση» της πραγματικότητας. Ούτε καν σε θεωρητικό επίπεδο. Εκτός βέβαια, από την άγνοια της ελληνικής Ιστορίας, θα έβαζα στοίχημα ότι οι σύγχρονοι αριστεροί αδιαφορούν και για τις στοιχειώδεις αρχές της αριστερής φιλοσοφίας. Γι'' αυτό η αριστερά δεν μπορεί να αντλήσει χαρά από την πολιτική πράξη. Η χώρα βιώνει μια παρατεταμένη αφασία επειδή περιμένουμε να ξηλώσει η κυβέρνηση ολόκληρο το σύστημα. Να ξαναπροσλάβει όλον τον κόσμο που υποσχέθηκε ο Αλέξης, να επανεξετάσει όλες τις εργολαβίες, να καταστρέψει γενικώς όλες τις «υποδομές» του «εχθρού» και μετά να αποφασίσει αν θα διοικήσει τη χώρα.
Να εκτονωθεί πρώτα στην «τιμωρία», να ξαλαφρώσει από το «μίσος» και μετά να δει αν υπάρχει χώρος ευχαρίστησης στην πράξη της δημιουργίας. Εν τω μεταξύ, το τεράστιο «Τίποτα» μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, εμπεδώνεται ως ιδεολογία αντίστασης στα «ξόανα» που συνεχίζουν να τρομάζουν τους αριστερούς «επαναστάτες». Γιατί όσο συνεχίζουν να στέκεται απέναντί τους, ο "νεοφιλελεύθερος" Κυριάκος τόσο αυτοί δεν θα μπορούν να ηρεμήσουν για να αντλήσουν χαρά από την πολιτική πράξη.
Το μίσος προσφέρεται ως δυνατότερο ένστικτο ικανοποίησης και ναρκισσιστικής φιλαρέσκειας. Κι εμείς τι φταίμε, ρε σύντροφοι; Θα την πληρώσουμε πάλι εμείς για χάρη της δικής σας «διαστροφικής» ευχαρίστησης; Κι εμείς είμαστε έξαλλοι με την υποκρισία του παλιού συντηρητικού κατεστημένου, αλλά δεν κάνουμε έτσι.
Θα μπορούσαν να εμφανιστούν οι νοήμονες αριστεροί και να απαιτήσουν κανονικότητα. Αλλά πάντα ορθώνεται η δυσανεξία στην πολιτική εφαρμογή. Η εμπέδωση της ασυνταξίας, ως μέθοδος δράσης και ανατροπής δεδομένων.
Κι αναρωτιέμαι πώς μπορεί να συνεννοηθεί κανείς με ρητορική «εισαγγελέα» σε έναν κόσμο που χρειάζεται έστω και το πρόσχημα δημιουργικότητας για να παρέχει δικαιώματα και υπηρεσίες στους πολίτες της αστικής δημοκρατίας. Αυτής δηλαδή, που το υποσυνείδητο της Αριστεράς θεωρεί ως απατηλό δημιούργημα του κακού, «αμαρτωλού» καπιταλισμού. Έχει, λοιπόν, το δικαίωμα η αριστερά να δονείται από την ηδονή της μηδενιστικής φιλαρέσκειας; Και πόσο παρήγορο θα είναι για τον ελληνικό λαό να παραμένει με την ελπίδα ότι η Ευρώπη κι ο κόσμος όλος θα αλλάξει για χάρη της; Μήπως θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσει τη χάρτα των ανθρώπινων και πολιτισμικών μας δικαιωμάτων, απαλλάσσοντας τη χώρα από τους εσωτερικούς της εχθρούς; Αυτούς που εμποδίζουν τη δημιουργικότητα των πολιτών της, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στην επιχειρηματικότητα και στην επιστήμη;
Δυστυχώς για την αριστερά, παρουσιάζεται πλέον ως μια παρωδία που παίρνει τη μορφή της απλής ταύτισης. Πρόκειται για μία συνάφεια και οικειότητα που τα ΜΜΕ επέβαλαν ως ανανεωτικό «πολιτισμικό φαινόμενο», χωρίς όμως, αντίκρισμα στην πολιτική πραγματικότητα. Είναι δηλαδή, μια διάκριση μεταξύ υλικής και πολιτισμικής ζωής που αποτελεί αναβίωση ενός θεωρητικού αναχρονισμού. Πλέον, ένας αριστερός επιστήμονας ατενίζει περισσότερο έξω από το παράθυρο του εργαστηρίου του παρά ολοκληρώνει το πείραμα. Ένας αριστερός δάσκαλος χαίρεται να αμφισβητεί και να κατακρίνει παρά να συνθέτει διαλεκτικά με τους μαθητές του. Κι ένας αριστερός πολιτικός, ενθουσιάζεται να «αποδομεί» και να «τιμωρεί», παρά να πράττει πολιτικά. Στον Αριστοτέλη, ο σκοπός είναι η ευδαιμονία του ανθρώπου μέσα από το «άριστο» και την «Πόλη». Κι ολόκληρος ο δυτικός κόσμος είναι αριστοτελικός. Αυτό ξεχνούν πάντα οι Έλληνες αριστεροί. Εκτός κι αν βρουν τρόπο να μεταφέρουν τη χώρα σε άλλη ήπειρο ή, ίσως, και σε άλλον πλανήτη…