Η σοβιετική εξουσία, κατέβαλε πολλές και επίπονες προσπάθειες να βρει και να κατάσχει οποιαδήποτε φωτογραφία απεικόνιζε τη φρίκη του τεχνητού λιμού που η ίδια προκάλεσε στον πληθυσμό της, μέσα από την πολιτική της αποκουλακοποίησης και του βίαιου βιομηχανικού «εκσυγχρονισμού» της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πλειοψηφία των φωτογραφιών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, συνήθως δεν έχουν καμία ή έχουν ελάχιστη σχέση με αυτή την ανθρωπιστική τραγωδία.
Ωστόσο, χάρη στις προσπάθειες του Κέντρου Μελετών του Γκολοντομόρ, έγινε δυνατή η συγκέντρωση περίπου 100 φωτογραφιών, μαρτυρίων και πειστηρίων, πολύτιμων πηγών για τον επιστήμονα ιστορικό αλλά και τον φιλίστορα αναγνώστη.
Ανάμεσα σε εκείνους που φωτογράφισαν το Γκολοντομόρ, ήταν ο Αυστριακός Αλεξάντρ Βινερμπέργκερ, οι Αμερικανοί Τζέιμς Έμπε και Ουάτινγκ Ουίλιαμς και ο Ουκρανός Νικολάι Μπόκαν.
Θα προσπαθήσουμε σε ένα μικρό αφιέρωμα να μιλήσουμε για τις ιστορίες αυτών των φωτογράφων.
Ουάτινγκ Ουίλιαμ; (1878 - 1975)
«Οι άνθρωποι πεθαίνουν σαν μύγες», έγραψε μετά από όσα είδε στην Ουκρανία τον Αύγουστο του 1933 ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουάτινγκ Ουίλιαμς.
Μεταμφιεσμένος ως εργάτης εργάστηκε σε ορυχεία και μεταλλουργικά εργοστάσια στην Ευρώπη και της Αμερική. Μέσα από τα κείμενά του ανέδειξε τα πραγματικά προβλήματα και τις συνθήκες δουλειάς των εργατών.
Το 1928 ο Ουίλιαμς βρέθηκε στο Ντονμπάς. Τότε, η ζωή των ανθρώπων του φάνηκε μαύρη κι αβίωτη, ενώ κατά την διάρκεια ενός δεύτερου, τουριστικού ταξιδιού του το 1933 είδε την απερίγραπτη τραγωδία που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια του.
Ο Ουίλιαμς είδε νεκρούς από την πείνα στους δρόμους του Χάρκοβ, του Κιέβου, της Γκορλόφκα, του Ντονέτσκ, στα χαντάκια των δρόμων και στις συνοικίες στην άκρη των πόλεων. Ο ίδιος έγραψε: «Παντού, άντρες και γυναίκες, σκέφτονταν μόνο ένα πράγμα: το ψωμί».
Παρά το γεγονός πως το ταξίδι του Αμερικανού περιηγητή, βρισκόταν υπό τον αυστηρό έλεγχο και το άγρυπνο μάτι των αντρών της μυστικής αστυνομίας, ο Ουίλιαμς κατάφερε να βγάλει μερικές φωτογραφίες της χειμαζόμενης από τον λιμό Ουκρανίας.
Ο ίδιος είχε συζητήσεις με ξένους μηχανικούς, οι οποίοι ήδη ζούσαν αρκετά χρόνια στην Ουκρανία, εκατοντάδες εργάτες, χωρικούς και κατοίκους των πόλεων, με τους οποίους πρόλαβε να συναντηθεί μέσα σε δύο εβδομάδες. Κατέγραφε τα πάντα στο ημερολόγιό του.
Σε κάποια εφημερίδα διάβασε πως καταδίκασαν έναν άντρα γιατί σκότωνε ανθρώπους και πουλούσε το κρέας τους στο παζάρι. Άρχισε να διερευνά το θέμα και μετά από πολυάριθμές συζητήσεις, ανακάλυψα πως ο κανιβαλισμός ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην Ουκρανία, η οποία αγροπέθαινε από τον λιμό.
Εκείνο, όμως, που συγκλόνισε τον Ουίλιαμς ήταν οι «ορδές» των πεινασμένων, ορφανών παιδιών, τα οποία είδε στις πόλεις της Ουκρανίας. «Ζούσαν και πέθαιναν, σαν αγρίμια» έγραψε.
Οι χωρικοί άφηναν τα παιδιά τους στις πόλεις, ελπίζοντας πως εκεί, τουλάχιστον, θα έχουν κάποιες, μικρές, ελπίδες επιβίωσης. Άλλα παιδιά πάλι, πήγαιναν στις πόλεις, αφήνοντας άταφους και άκλαυτους τους νεκρούς από την πείνα γονείς τους.
Ο Ουίλιαμς, στο Χάρκοβ, είδε πως ένα δεκάχρονο αγοράκι καθόταν μέσα στα σκουπίδια στο παζάρι κι έτρωγε τσόφλια αυγών γεμάτα λάσπες. Το βλέμμα του ήταν απεγνωσμένο, προσπαθώντας να βρει κάτι για να φάει. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος, επισκέφτηκε την επόμενη ημέρα το παζάρι ξανά και είδε το αγοράκι στην ίδια θέση, μόνο που δεν μπορούσε πλέον να κουνηθεί.
Ο Ουίλιαμς κατάφερε να αποτυπώσει με τον φακό του, τις «επιχειρήσεις σκούπα» της αστυνομίας του Χάρκοβ με στόχο τα ορφανά, «αδέσποτα» παιδιά, τα οποία τα μετέφεραν πάνω σε κάρα. Μόνο τον Μάιο του 1933 οι αρχές ανακοίνωσαν πως μάζεψαν από τους δρόμους της πόλης, εννέα χιλιάδες παιδιά.
Τα παιδιά αυτά, τα έστελναν στα γεμάτα με πεινασμένα παιδιά ορφανοτροφεία, στα οποία η θνησιμότητα άγγιζε το 30%. Αυτή ήταν η αιτία των αποδράσεων πολλών παιδιών, τα οποία επέστρεφαν ξανά στο δρόμο. Αρκετά παιδιά, τα φόρτωναν σε βαγόνια και τα απελευθέρωναν στις ερημιές, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από κάθε κατοικημένο μέρος.
«Μία φορά, τουλάχιστον, τρία βαγόνια με ορφανά τα έστειλαν σε μια εφεδρική σιδηροδρομική γραμμή και τα ξέχασαν εκεί. Όταν την τρίτη ημέρα άνοιξαν τα βαγόνια, δεν υπήρχε κανένα παιδί ζωντανό», έγραψε το ημερολόγιο του ο χρονικογράφος της πεινασμένης φρίκης.
Εκείνο που τον συγκλόνισε ήταν πως πριν ταξιδέψει, δεν μπορούσε να φανταστεί τις πραγματικές διαστάσεις του λιμού, καθώς επίσης και το γεγονός πως ο υπόλοιπος κόσμος δεν είχε οργανώσει εκστρατείες συγκέντρωσης τροφίμων και βοήθειας προκειμένου να σωθεί η σκληρά δοκιμαζόμενος πληθυσμός του πάλαι ποτέ σιτοβολώνα της Ρωσίας αλλά και των διεθνών αγορών.
Δεν μπορούσε, επίσης, να φανταστεί πως πολλά αμερικανικά περιοδικά, τα οποία μέχρι πρόσφατα δημοσίευαν τα άρθρα του, θα αρνούνταν να δημοσιεύσουν κείμενά του για τον λινό στην Ουκρανία, τη νότια Ρωσία και άλλα μέρη. Οι διευθυντές των εντύπων δεν ήθελαν να δημοσιεύσουν επικριτικά της Ε.Σ.Σ.Δ. κείμενα.
Ήταν η εποχή, κατά την οποία το αμερικανικό επιχειρηματικό και βιομηχανικό κατεστημένο είχε αρχίσει να αναπτύσσει κερδοφόρες σχέσεις με την νέα, σοβιετική τάξη πραγμάτων, ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι δημόσιες συζητήσεις για την αναγνώριση της Ε.Σ.Σ.Δ. από την αμερικανική κυβέρνηση, πράγμα που έκανε τον Νοέμβριο του 1933 ο πρόεδρος Ρούζβελτ.
Χάρη στις προσπάθειες του Αμερικανού φωτογράφου Τζέιμς Έμπε, ο Ουίλιαμς βρήκε στην Μεγάλη Βρετανία, έναν εκδότη, ο οποίος μετά από πολλές, επίμονες προσπάθειες, συμφώνησε να δημοσιεύσει τα άρθρα και τις φωτογραφίες του.
Στα τέλη Φεβρουαρίου - Αρχές Μαρτίου 1934 στο περιοδικό «Answers» δημοσιεύτηκαν δύο άρθρα με οκτώ φωτογραφίες. Τα δύο αυτά άρθρα, ήταν οι πρώτες φωτογραφικές μαρτυρίες για το Γκολοντομόρ στην Ουκρανία.