Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Ο Αμερικανός φορολογούμενος έχει επανειλημμένα πληρώσει τη ματαιοδοξία των τραπεζιτών. Όπως και ο Εγγλέζος, αλλά και πολλοί άλλοι. Θα θυμόμαστε τις διασώσεις αμερικανικών τραπεζών, αλλά και εγγλέζικων κατά την κρίση του 2008. Εκείνο που ίσως δεν θυμόμαστε, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια, είναι τη χρεοκοπία της Barings Bank, της «Βασιλικής Τράπεζας» μιας εξειδικευμένης σε εταιρικούς πελάτες τράπεζας που χρεοκόπησε από αγοραπωλησίες συμβολαίων χαλκού που θα «αντιστάθμιζαν» απώλειες από μετοχές. Το τότε σκάνδαλο χρεώθηκε σε κάποιον trader, αλλά τελικά η τράπεζα μπόρεσε να μεταπωληθεί στην ολλανδική ING προς 1 εγγλέζικη λίρα! Μία λίρα χάρτινη! Αντίθετα, το τζάκετ του trader που την «χρεοκόπησε» πουλήθηκε σε δημοπρασία προς 16.100 λίρες Αγγλίας, δηλαδή με τα λεφτά από το τζάκετ… αγόραζες 16.000 τράπεζες σαν την Barings! Ας θυμόμαστε το τζάκετ, γιατί είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα του πώς η ματαιοδοξία των τραπεζιτών για υπερκέρδη μπορεί να απαξιώσει μια τράπεζα, αλλά και να χρεώσει με τον λογαριασμό ολόκληρους λαούς επί δεκαετίες!
Προχτές διέρρευσε μία εκπληκτική είδηση. Η J.P. Morgan (JPMorgan Chase), η μεγαλύτερη αμερικάνικη τράπεζα, έχει αγοράσει, σύμφωνα με φημολογίες που κυκλοφορούν στην αγορά και δεν έχουν διαψευστεί, τα μισά (50%) από τα συμβόλαια αγοράς αλουμινίου στο LME, που είναι το μεγαλύτερο χρηματιστήριο σε αυτά τα συμβόλαια. Θα μου πείτε, το αλουμίνιο έχει υποτιμηθεί, ενώ επίσης τα αποθέματα αλουμινίου έχουν μειωθεί από 5,5 σε 2,9 εκατομμύρια τόνων κατά τα τελευταία 2,5 χρόνια. Σωστά είναι αυτά. Και ίσως το «ποντάρισμα» της J.P. Morgan φαίνεται λογικότατο από κάποιες οπτικές. Όλοι ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι οι τιμές μετάλλων έχουν συμπιεστεί σημαντικά και ίσως αντιδράσουν με μια βίαιη ανοδική κίνηση.
Όμως όταν αγοράζεις τα μισά συμβόλαια της αγοράς, τότε παίρνεις όχι μόνο ελπίδες, αλλά και σοβαρούς κινδύνους. Η διοχέτευση, για παράδειγμα, φτηνών μετάλλων από τη Ρωσία και την Κίνα στην ευρωπαϊκή αγορά θα μπορούσε να συνεχιστεί κάτω από την ανάγκη να διοχετευτεί υπερβάλλουσα παραγωγή, καθώς η παραγωγή αυτών των εταιρειών σε κάποιο βαθμό είναι ανελαστική. Όλοι γνωρίζουμε, επίσης, ότι η Κίνα διέρχεται περίοδο υπερπαραγωγής σε τμήμα της βαριάς βιομηχανίας της αλλά και των κατασκευών, με συνοικίες ή και πόλεις χτισμένες μάλιστα στη μέση του πουθενά να περιμένουν ακόμη αγοραστές ή ενοικιαστές για τα γραφεία τους και τα διαμερίσματά τους –πόλεις φαντάσματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα χρεοκοπήσει η Κίνα, όμως ίσως σημαίνει ότι οι επενδύσεις στις κατασκευές, που συνοδεύονται από τεράστια κατανάλωση υλικών, που περιλαμβάνουν τσιμέντο αλλά και σίδηρο, χαλκό και αλουμίνιο, ίσως παρουσιάσουν μια εκτεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης ή ίσως και ύφεσης, κάτι που επηρεάζει την παγκόσμιο ζήτηση και την τιμή. Άρα, ένας προσεκτικός επενδυτής, και ιδιαίτερα μια τράπεζα, που λόγω τη μόχλευσης της (σχέση ξένων προς ίδια κεφάλαια) έχει κινδύνους από απότομες διακυμάνσεις τιμών, ίσως θα έπρεπε να αποφύγουν το ρίσκο.
Αυτό όμως ίσως δεν πολυενδιαφέρει τους τραπεζίτες, διότι, όπως συζητιέται στην ακαδημαϊκή κοινότητα, ποντάρουν πάντα στις πλάτες του κράτους, το οποίο πάντα θα τους διασώζει. Για τους τραπεζίτες λοιπόν, σαν την J.P. Morgan τώρα, πάντα θα απομένουν τα κέρδη, ενώ για το κράτος και τους φορολογούμενους η «κοινωνικοποίηση» της ζημιάς. Η μήπως αυτήν τη φορά θα είναι… «διαφορετικά»;
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.