Ξέρετε πόσοι σημερινοί υπουργοί έχουν πει εκατό φορές αυτό που εκστόμισε προχθές ο Τζανακόπουλος; Το λένε κάθε φορά που ένα σχέδιο υπουργικής απόφασης επιστρέφεται ανυπόγραφο από την διοικητική ιεραρχία ή με τις αντιρρήσεις του διευθυντή έγραφες από κάτω.
Και τρελαίνεται ο υπουργός και ρωτά «ποιος είναι ρε συ τούτος που αρνείται» και στο τέλος της ημέρας καταλήγει να αναφωνεί ως άλλος Κωνσταντίνος Καραμανλής του '60 «μα ποιος κυβερνά τέλος πάντων εδώ μέσα, εγώ ή ο διευθυντάκος;».
Τις μισές φορές ο υπουργός του Μητσοτάκη (και όλων των προηγούμενων) έχει δίκιο. Η διοικητική ιεραρχία του δημοσίου είναι συνηθισμένη πρώτα να λέει «όχι» και μετά να ακούσει την ερώτηση.
Δεν θέλει αλλαγές, δεν γουστάρει κατεπείγοντα, δεν αναλαμβάνει ευθύνες, δεν της αρέσει να ξεβολεύεται και να βάζει καινούριες αρμοδιότητες στο κεφάλι της. Το «θα δούμε» και το «σιγά-σιγά» είναι ο τρόπος που έχει μάθει να δουλεύει. Και ο υπουργός που θέλει να παρουσιάσει κάποιο έργο πέφτει πάνω σε τοίχο.
Τις άλλες μισές φορές, είναι οι διευθυντές που έχουν δίκιο. Διότι υπάρχουν διάφοροι σαλταδόροι υπουργοί, που μόλις κάτσουν στην πολυθρόνα τους νομίζουν ότι έχουν πιάσει τον Ποντίφικα από τα μέζεα. Βγάζουν αποφάσεις εντελώς παράνομες ή καταθέτουν νόμους ολοφάνερα αντισυνταγματικούς, πιστεύοντας ακραδάντως ότι η λαϊκή τους νομιμοποίηση (ως εκλεγμένοι βουλευτές και ως μέλη νόμιμης κυβέρνησης) φτάνει και περισσεύει για να κάνουν ό,τι τους κατεβάσει η κούτρα τους.
Τις μισές φορές οι υπουργοί έχουν δίκιο διότι η διοικητική ιεραρχία χρησιμοποιεί τους νόμους ως πρόσχημα για να ακυρώσει, να καθυστερήσει ή να αφυδατώσει καίριες πολιτικές αποφάσεις.
Τις άλλες μισές η ιεραρχία έχει δίκιο, διότι η πολιτική ηγεσία θεωρεί το νομικό πλαίσιο και τη θεσμική θωράκιση της κρατικής λειτουργίας όχι ως θεμέλιο καλής λειτουργίας του συστήματος αλλά ως άχρηστο εμπόδιο. Οι υπουργοί φωνάζουν «αυτοί δεν θα μ’ αφήσουν να κάνω τίποτα, μου τα ακυρώνουν όλα» και οι υπάλληλοι απαντούν με το αφοπλιστικό «αν το υπογράψω αυτό, θα πάω φυλακή».
Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά που είπε ο Τζανακόπουλος και σ’ αυτά που λέει ο κάθε σημερινός υπουργός. Ο Νεοδημοκράτης αποδέχεται ως φυσιολογικό αυτό τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, παλεύει εντός του για αύξηση της επιρροής του δικού του πόλου και αποδίδει τις δυσκολίες που συναντά είτε σε γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, είτε σε λάθος νοοτροπίες υπαλλήλων, είτε σε διαπροσωπικές αντιθέσεις. Πάντως, δεν ιδεολογικοποιεί τα «εμπόδια» και ουδέποτε διανοείται να εντάξει στα «εμπόδια» αυτά την δικαιοσύνη. Αυτή δεν την αμφισβητεί, δεν την ακουμπάει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί αυτό τον θεσμικό τρόπο λειτουργίας ως «κλειδωμένη νεοφιλελεύθερη δομή» (Βερναρδάκης) που υπηρετεί συνειδητά τους πολιτικούς και ταξικούς του αντιπάλους.
Έτσι σκεπτόμενος, είναι λογικό να θέλει να κατεδαφίσει το οικοδόμημα. Οι νόμοι, η δικαιοσύνη, οι ανεξάρτητες αρχές, η διοικητική ιεραρχία, είναι κομμάτια ενός μηχανισμού που δεν παίρνει επιδιόρθωση ούτε ρετουσαρίσματα, μόνο γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο. Αυτά πιστεύουν και αυτά λένε, συνεπέστατοι όντες με την ιδεολογία τους και την πολιτική τους θεωρία.
Κι αυτά που είπαν ότι τάχατες ο Τζανακόπουλος μιλούσε για τις εστίες διαφθοράς εντός του κράτους και μόνο, είναι για τα πανηγύρια. Όλο το σύστημα θεωρούν διεφθαρμένο, καθ' ότι είναι θεμελιωμένο και στοχοπροσηλωμένο στην καταπίεση του λαού και στην κλοπή του κόπου του. Θεωρούν την κατεδάφιση του ως θεμελιακή τους αποστολή, ως ένα από τα βασικά που τους διαχωρίζει από την Δεξιά και τα συστημικά κόμματα. Οπότε δεν έχει καμιά σημασία αν το λένε ή αν το κρύβουν, αν τους ξεφεύγει και μετά το διαψεύδουν. Το πιστεύουν και θέλουν συνειδητά να το κάνουν.