Tου Χάρη Τσιλιώτη*
Έχω κατ' επανάληψη επικρίνει σε κείμενά μου, που έχουν δημοσιευθεί και στην παρούσα φιλόξενη ιστοσελίδα, ότι η στάση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Π. Καμμένου να διαφωνεί με κεντρική πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης και συγκεκριμένα στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά να μην παραιτείται από την Κυβέρνηση ούτε και ο Πρωθυπουργός να τον απομακρύνει, δεν συμβιβάζεται με τη συνθήκη του πολιτεύματος που απαιτεί, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ Πρωθυπουργού και πλειοψηφίας της Κυβέρνησης από την μια και Υπουργού από την άλλη, να παραιτείται ή να παύεται ο Υπουργός, εάν δεν συνταχθεί με την πολιτική της Κυβέρνησης. Η συνθήκη αυτή του πολιτεύματος επιβεβαιώνεται και από συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 37 παρ. 1, 82 παρ. 2 και 85 Σ. Παρ' όλα αυτά η Κυβέρνηση στο μείζον αυτό εθνικό θέμα εμφανίζεται με δύο γλώσσες.
Το θεσμικά και πολιτικά αυτό παράδοξο, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι μόλις έρθει η Συμφωνία για κύρωση στην Βουλή όχι μόνο θα την καταψηφίσει αλλά και θα αποσύρει την εμπιστοσύνη του από την Κυβέρνηση. Αντίθετα, κυβερνητικοί κύκλοι περί τον Πρωθυπουργό αλλά και ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών σε συνέντευξή του στο εξωτερικό δηλώνουν ότι η Συμφωνία θα υπερψηφιστεί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, ανεξαρτήτως του τι θα κάνει ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας και το κόμμα του. Πολιτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι ο Πρωθυπουργός ήδη εξετάζει το ενδεχόμενο δύο κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, μία για την κύρωση της Συμφωνίας και μία για την διατήρηση της εμπιστοσύνης της Βουλής (βλ. Εφημερίδα «Καθημερινή» της 27-9-2018), δεδομένου ότι κύρωση μιας διεθνούς συμφωνίας και παροχή ψήφου εμπιστοσύνης ή πρόταση δυσπιστίας είναι δύο εντελώς διαφορετικές και διακριτές συνταγματικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Η στάση αυτή των κυβερνητικών εταίρων παραπέμπει, όμως, κατά την γνώμη μου σε συμπαιγνία για να ρίξουν στάχτη στα μάτια της Αντιπολίτευσης και της κοινής γνώμης και να πετύχουν τον κοινό τους στόχο, την παραμονή όσο το δυνατόν περισσότερο στην εξουσία και την διενέργεια εκλογών σε χρόνο και συνθήκες που θα τους συμφέρουν.
Καταρχάς, ο αρχηγός των ΑΝΕΛ δεν είναι ειλικρινής όταν λέει ότι θα ρίξει την Κυβέρνηση επειδή διαφωνεί με την Συμφωνία των Πρεσπών. Εάν το πίστευε θα είχε αποχωρήσει από την Κυβέρνηση με την υπογραφή της Συμφωνίας και εάν τουλάχιστον δεν ήθελε να προκαλέσει την πτώση της με την υπερψήφιση της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε το κόμμα της ΝΔ, θα έπρεπε να απόσχει της ψηφοφορίας, μη συμμετέχοντας σε μία Κυβέρνηση που έχει υπογράψει μία εθνικά επιζήμια συμφωνία, όπως την θεωρούν οι ΑΝΕΛ, και η οποία αποτελεί μία από τις πολλές «κόκκινες» γραμμές του κόμματος που τόσο όμως ξεθώριασαν για χάρη της εξουσίας. Ο Καμμένος γνώριζε και γνωρίζει ότι η Συμφωνία αυτή θα υπερψηφιστεί από την Βουλή ακόμη και με 151 ή και περισσότερες ψήφους, αφού την συγκατάθεσή τους έχουν δηλώσει Βουλευτές του Ποταμιού, της ΔΗΣΥ, ανεξάρτητοι, ακόμη και Βουλευτές από το ίδιο του το κόμμα.
Εάν πιστεύει τόσο πολύ στο εθνικά επιζήμιο της Συμφωνίας γιατί δεν δημιουργούσε κυβερνητική κρίση τον Ιούνιο πριν υπογραφεί η Συμφωνία για να αποτρέψει την υπογραφή της ή έστω και τώρα και περιμένει να γίνει αυτό τον Μάρτιο όταν αναμένεται να έρθει η Συμφωνία στην Βουλή και αφού έχουν δημιουργηθεί τετελεσμένα στα Σκόπια; Το επιχείρημα ότι η Συμφωνία δεν θα περάσει από τα Σκόπια ξεθωριάζει, γιατί τότε ο κ. Καμμένος αδρανεί; Για να κερδίσει λίγους μήνες εξουσία ως Υπουργός; Είναι και αυτή μία εξήγηση αλλά όχι η μοναδική.
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα έρθει στην παρούσα Βουλή προς κύρωση από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Θα ήταν ένας τακτικός ελιγμός για τον τακτικιστή κ. Τσίπρα να αποφύγει το «πικρό ποτήριο τούτο», το οποίο θα του δημιουργήσει εντονότατους εκλογικούς κραδασμούς ιδίως στην Βόρεια Ελλάδα και να αφήσει την καυτή πατάτα στον διάδοχό του, που είναι προφανές ότι θα είναι ο Κ. Μητσοτάκης, πιστεύοντας ότι θα τον φέρει σε δύσκολη θέση έναντι των εταίρων και συμμάχων σε σχέση με την τωρινή του θέση.
Αλλά κι αν τελικά φέρει την Συμφωνία στην παρούσα Βουλή προς ψήφιση με τις αρνητικές ψήφους του κ. Καμμένου και κάποιων Βουλευτών του και πάλι η Συμφωνία αυτή θα υπερψηφιστεί και κατά πάσα πιθανότητα θα πάμε σε εκλογές όχι γιατί θα αποδοκιμαστεί η Κυβέρνηση στην Βουλή κατά το άρθρο 84 Σ, ούτε γιατί θα παραιτηθεί κατά το άρθρο 38 παρ. 1 Σ, ενδεχόμενα που θα οδηγούσαν σε διερευνητικές εντολές κατά το άρθρο 37 παρ. 2 και 3 Σ και τελικά σε πρόωρη διάλυση της Βουλής με υπηρεσιακή Κυβέρνηση, αλλά με βάση το άρθρο 41 παρ. 2 Σ, που δίνει την αρμοδιότητα στην Κυβέρνηση να προκαλέσει πρόωρες εκλογές, τις οποίες θα διενεργήσει η ίδια, επικαλούμενη την αντιμετώπιση κρίσιμου εθνικού θέματος, το οποίο πάντοτε προσχηματικά κατασκευάζεται.
Έτσι και οι εκλογές θα γίνουν όπως τις σχεδιάζει ο κ. Τσίπρας και από τον ίδιο, χωρίς να χρειαστεί να αποδοκιμαστεί από την Βουλή ή να παραιτηθεί, και ο κ. Καμμένος θα εμφανιστεί ως «πατριώτης», πιστός και συνεπής στην «κόκκινη» γραμμή του.
*O κ. Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.