Η κραυγή των «κουλάκων»

Η κραυγή των «κουλάκων»

του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Η διαδικασία της λεγόμενης «αποκουλακοποίησης» δηλαδή της εξόντωσης των μικρών αγροτών που είχαν στο νοικοκυριό τους μία δυο κατσίκες ή μία αγελάδα, ήταν μία σκόπιμη πολιτική που υιοθέτησε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να σπρώξει τους αγρότες, αφενός να ενταχθούν στα κρατικά αγροκτήματα που έμειναν γνωστά ως κολχόζ και να μετατραπούν, ουσιαστικά σε εργάτες γης και, αφετέρου, να ωθήσουν τους αγροτικούς πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να μεταφερθούν στις πόλεις, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως φτηνή εργατική δύναμη για την λεγόμενη «σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση» της χώρας. 

Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν ο περιβόητος πλέον λιμός, η έκταση του οποίου δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως μέχρι σήμερα και «αγκάλιασε» με το θανατικό του ολόκληρες περιοχές, όπως η Ουκρανία, η Νότια Ρωσία και άλλες. 

Εκατομμύρια τα θύματα της πείνας, φαινόμενα κανιβαλισμού, εξαχρείωση του ανθρώπου, είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούν οι έντιμοι ιστορικοί, όταν μελετούν το ζήτημα. 

Σήμερα, δημοσιεύουμε την ανώνυμη επιστολή, την ανώνυμη κραυγή ενός αυτόπτη μάρτυρα. 
 

* * *

Ανώνυμη καταγγελία ενός χωρικού, ο οποίος είχε εξοριστεί στον Μεγάλο Βορρά της Ρωσίας προς τον πρόεδρο της Πανενωσιακής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής Μιχαήλ Καλίνιν για τις συνθήκες ζωής των εκτοπισμένων οικογενειών των αγροτών που θεωρήθηκαν κουλάκοι, δημεύτηκε η περιουσία της και βιαίως μεταφέρθηκαν σε άλλες περιοχές. 

* * *

Προς τον πρόεδρο της Π.Κ.Ε.Ε σύντροφο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Καλίνιν

Αντίγραφο 

Εδώ στην εξορία, είδα όλη την φρίκη αυτής της μαζικής εκτόπισης ολόκληρων οικογενειών και μη έχοντας την δυνατότητα να βοηθήσω με άλλο τρόπο αυτόν τον βασανισμένο κόσμο, αποφάσισα να απευθυνθώ σε εσάς. Στο όνομα των αθώων παιδιών, των δυστυχισμένων μανάδων και πατεράδων, στο όνομα των γκριζομάλληδων γερόντων, σας παρακαλώ να στρέψετε την προσοχή σας στα στρατόπεδα των εκτοπισμένων κοντά στην πόλη Κοτλάς. Θα σας περιγράψω την εικόνα αυτού του στρατοπέδου. Δύο εκατοντάδες παραπήγματα, η στέγη των οποίων είναι στάχυα και χώρα, απλώνονται κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, στο μέσο ενός άθλιου πευκώνα. Στο στρατόπεδο αυτό ζουν ήδη δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων όλων των ηλικιών και κάθε μέρα καταφτάνουν νέες και νέες αμαξοστοιχίες. Σε κάθε παράπηγμα ζουν διακόσιες και πλέον ψυχές. Ο συνωστισμός είναι τρομακτικός: κατά την διάρκεια της ημέρας στέκονται στους διαδρόμους ανάμεσα στα ξυλοκρέβατα, τις νύχτες οι άνθρωποι κοιμούνται ο ένας δίπλα στον άλλον, σαν σαρδέλες στο βαρέλι. Τα ξυλοκρέβατα δεν φτάνουν για όλους κι έτσι πολλοί κοιμούνται στο πάτωμα. Οι τρεις σιδερένιες σόμπες δεν μπορούν να θερμάνουν όπως πρέπει αυτά τα παραπήγματα, πολύ περισσότερο που υπάρχει μεγάλη έλλειψη καυσίμων. Οι άνθρωποι ξαπλώνουν με τα ρούχα, από το ταβάνι πέφτουν διαρκώς χώματα, δεν φτάνουν τα εσώρουχα και τα ζεστά ρούχα, δεν έχουν με τι να τα πλύνουν. Το φαγητό είναι άθλιο, τα παξιμάδια τελειώνουν, πολλοί δεν έχουν να φάνε ούτε ψωμί. Μαγειρεύουν έξω, στην παγωνιά και τον αγέρα. Την μέρα, όταν ο ήλιος ζεσταίνει, αρχίζουν να λιώνουν τα σκουπίδια γύρω από το στρατόπεδο και η δυσωδία είναι ανυπόφορη. Το μοναδικό πηγάδι δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει νερό σε όλο το στρατόπεδο και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούν το ποταμάκι, το νερό στο οποίο πολλές φορές είναι τόσο βρώμικο και ακόμη και το τσάι που φτιάχνουν από αυτό, μυρίζει σαπούνι και βρώμικα ρούχα. Στο νεκροταφείο κάθε μέρα θάβουν αρκετούς ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν έχουν συνηθίσει στο κλίμα της περιοχής, δεν έχουν κατάλληλα ρούχα, συχνά κρυολογούν και αρρωσταίνουν. Έχουμε ήδη αρρώστιες μεταδοτικές - τύφο και διφθερίτιδα, από την τελευταία έχουμε νεκρούς. Την άνοιξη όλα αυτά θα προκαλέσουν επιδημίες. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Οι άνθρωποι έχουν ακόμη μικρά αποθέματα τροφίμων, δεν πεινούν και ελπίζουν πως θα επιστρέψουν σπίτια τους σύντομα. Οι διαθέσεις τους όμως έχουν ως εξής: ο καθένας σκέφτεται και λέει πως αν μετά από μία δύο εβδομάδες αυτός ο κόσμος δεν σταλεί στο χωριό και δεν τους δώσουν δουλειά και ψωμί, τότε με την εξάντληση των αποθεμάτων, όλοι θα πεθάνουν από την πείνα. Είναι πολύ κρίμα να βλέπεις αυτόν τον κόσμο, ο οποίος με την απόγνωση στο βλέμμα, ξαπλώνει άπραγος στα ξυλοκρέβατα και περιφέρεται στα παραπήγματα χωρίς κανένα όφελος για τον ίδιος και τους άλλους, με μοναδική του επιθυμία να φάει κάτι. Οι άνθρωποι περιφέρονται γύρω από τις φωτιές με τις κατσαρόλες, ξύλα δεν υπάρχουν, πολλοί μένουν χωρίς μαγειρεμένο φαγητό. Τα παιδιά προσπαθούν να ζεσταθούν γύρω από τις σόμπες, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σπρώχνονται, αγγίζουν το πυρακτωμένο μέταλλο. Το παράπηγμα είναι γεμάτο από τις κραυγές και τα κλάματα των μικρών παιδιών. 

Ας είναι κουλάκοι, πολλοί από αυτούς είχαν μία μηδαμινή, κάτω του μέσου, περιουσία, ας είναι βλαβερά στοιχεία. Αν θέλουμε όμως να είμαστε ειλικρινείς, πολλοί βρέθηκαν εδώ εξαιτίας της κακογλωσσιάς των γειτόνων τους. Είναι όμως άνθρωποι και όχι ζώα και τώρα είναι υποχρεωμένοι να ζουν χειρότερα κι από τα ζώα ενός καλλιεργημένου αφεντικού. Γιατί στείλατε εδώ αυτόν τον κόσμο σε βέβαιο θάνατο, καλύτερα θα ήταν να τους σκοτώνατε επί τόπου. Έτσι και το κράτος δεν θα είχε τόσες σκοτούρες με τις χιλιάδες αυτών των δυστυχισμένων, η μοίρα των οποίων αποφασίζεται χωρίς αυτούς και ο θάνατός τους θα ήταν πιο γρήγορος απ’ ότι τώρα που πεθάνουν από την πείνα και τις αρρώστιες. 

Μπορεί να είναι ένοχοι οι πατεράδες, οι μανάδες, οι παππούδες, για ποιο λόγο όμως υποφέρουν τα παιδιά; 

Πολλοί έφηβοι άφησαν το σχολείο που πήγαιναν και μορφώνονταν και τώρα ζουν εδώ άπραγοι, χωρίς επαφή με την γνώση. 

Οι άνθρωποι αρχίζουν να χάνουν την υπομονή τους, είχαμε αυτοκτονίες. 

Γενικά, το να αφήνεις αυτόν τον κόσμο τόσο πολύ σε αυτή την κατάσταση, είναι θηριωδία και ελπίζω, επίσης, πως για αυτές τις χιλιάδες των εκτοπισμένων θα βρεθεί τόπος, ψωμί και δουλειά με τις κατάλληλες συνθήκες, για να μπορέσουν να ζήσουν και να προσφέρουν όφελος στο κράτος και όχι να πεθάνουν στα παγωμένα παραπήγματα μέσα στην πολυκοσμία και την απραγία. 

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι έτσι κι αλλιώς ακαλλιέργητοι και πρωτόγονοι, εδώ θα μετατραπούν σε θηρία ανήμερα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει άνθρωπος σε αυτές τις συνθήκες. Αν οι άνθρωποι αυτοί έκαναν κάποτε κάποιο λάθος, έχουν ήδη τιμωρηθεί αρκετά. Ικετεύουν χάρη, παρακαλούν τους αδελφούς τους να τους δώσουν μία ευκαιρία, αν όχι να επιστρέψουν στον τόπο τους, τότε να μεταφερθούν και να γίνουν ελεύθεροι εκτοπισμένοι σε μία περιοχή, η οποία δεν θα διαφέρει πολύ από τα μέρη τους, σε μία περιοχή όπου θα μπορούσαν να ζήσουν ελεύθερα με τη δουλειά τους και θα θρέψουν τις οικογένειές τους. 

Εκτοπισμένος

Θεωρήθηκε

Υπογραφή. 

Το έγγραφο αυτό φυλάσσεται στα Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Κιβώτιο 393, Κατάλογος 43Α, Φάκελος 1798 και έχει αναδημοσιευτεί σε πλήθος εκδόσεων.