Το πρόγραμμα των φοροελαφρύνσεων που εξήγγειλε η κυβέρνηση, αποτελεί τη φυσική μετάβαση από το προστατευτικό περιβάλλον συγκράτησης της ύφεσης και στήριξης της απασχόλησης, στο περιβάλλον της ανάκαμψης και της ανάπτυξης. Από τα προγράμματα στήριξης των 24 δισ. ευρώ για το 2020 και 14 δισ. ευρώ για το 2021, η κυβέρνηση περνάει τώρα στα κίνητρα ανάπτυξης.
Τα 38 δισ. ευρώ που διατέθηκαν και συνεχίζουν να διατίθενται για τη στήριξη επιχειρήσεων, εργαζομένων και νοικοκυριών, φτάνουν στο τέλος τους. Η κυβέρνηση επέλεξε τώρα να λάβει κάποια μέτρα συνολικού δημοσιονομικού κόστους ύψους 2,7 δισ. ευρώ μέχρι το 2022, στα πλαίσια επανεκκίνησης της οικονομίας.
Διότι μετά από το αρνητικό οικονομικό σοκ, που υπέστη η επιχειρηματικότητα από την υγειονομική κρίση του COVID-19, χρειάζεται ένα αντίστοιχο θετικό επενδυτικό σοκ, για να επανέλθει σύντομα η οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα. Και ποιο είναι αυτό το θετικό σοκ; Αυτό που διδάσκουν όχι μόνο τα οικονομικά βιβλία, αλλά και η ίδια η ζωή. Μείωση της φορολογίας και μείωση του μη εργασιακού κόστους.
Έτσι η κυβέρνηση μειώνει σε μόνιμη βάση από το 2022 τον συντελεστή φορολογίας όλων των επιχειρήσεων, από το 24% στο 22%. Ας θυμηθούμε ότι ο συντελεστής αυτός, επί κυβερνήσεως Τσίπρα – Καμμένου, ήταν στο 28%. Επίσης, μειώνεται για τις εταιρείες η προκαταβολή φόρου από το 100% στο 80%, από το 2022. Η κυβέρνηση προχώρησε και στη μείωση από το 2021, της προκαταβολής φόρου όλων των φυσικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα από το 100% στο 55%.
Η κυβέρνηση επεκτείνει τη μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και για το 2022. Ταυτόχρονα επεκτείνεται η αναστολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και για το έτος 2022.
Η υιοθέτηση αυτών των μέτρων συνδυάζεται απόλυτα με τους πόρους που θα αρχίσουν να εισρέουν στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Και αυτό διότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα κινητοποιήσουν τόσο ίδια κεφάλαια των εγχώριων εταιρειών, όσο και εκτεταμένο τραπεζικό δανεισμό. Οπότε αυτά τα ιδιωτικά και τραπεζικά κεφάλαια, θα πρέπει να βλέπουν μια προοπτική με μεγαλύτερα κέρδη και λιγότερους φόρους και εισφορές. Θα πρέπει να βλέπουν την υποχώρηση των πάσης φύσεως αντιπαραγωγικών κρατικών παρεμβάσεων. Θα πρέπει να βλέπουν τον εξορθολογισμό του φορολογικού πλαισίου της επιχειρηματικότητας.
Η αντιπολίτευση αντέδρασε με οργίλο τρόπο, απέναντι στη νέα φάση της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, μη αντιλαμβανόμενη ότι βρισκόμαστε σε μια νέα πραγματικότητα που ξεφεύγει από τη στόχευση της συγκράτησης της ύφεσης, και περνάει στη διαδικασία της ενθάρρυνσης της ανάπτυξης. Με έναν στείρο τρόπο, που πιστοποιεί για μια ακόμα φορά ότι η άγνοια περί των οικονομικών, αποτελεί ένα ισχυρό ανάχωμα στην προσπάθεια παρουσίασης δημιουργικών και ουσιαστικών προτάσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λησμονεί τα 38 δισ. ευρώ που έχουν διατεθεί σε προγράμματα στήριξης και επιμένει σε κουρέματα, δίχως να προσδιορίζει ούτε τον τρόπο, ούτε τα κριτήρια και πολύ περισσότερο ούτε την πηγή των πόρων που θα απαιτηθούν.
Καταγγέλλει το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η μείωση της φορολογίας των κερδών αφορά λίγες και μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν κέρδη, ενώ, οι μικρομεσαίες έχουν καταβαράθρωση τζίρου και ζημιές. Τι θα ήθελε δηλαδή; Να επιδοτηθούν οι ζημίες; Οι φοροελαφρύνσεις αφορούν αυτούς που παράγουν κέρδη. Αυτοί που παράγουν ζημίες, σημαίνει ότι δεν ακολουθούν το ορθό επιχειρηματικό μοντέλο, αντιμετωπίζουν εδώ και χρόνια προβλήματα επιβίωσης, μη εμφανίζοντας κέρδη, διαστρέφοντας τον ανταγωνισμό, στερώντας ρευστότητα από το σύστημα, αθετώντας υποχρεώσεις. Οι ζημιογόνες επιχειρήσεις πρέπει να πάψουν να επιδοτούνται αμέσως ή εμμέσως από το κράτος.
Για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που μεταφράζεται σε υψηλότερο εισόδημα για τους εργαζόμενους, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι είναι άνευ σημασίας και αναφέρεται στη μείωση κοινωνικών πολιτικών για τους ανέργους λόγω της δήθεν απώλειας των εσόδων του ΟΑΕΔ, κάτι που έχει απαντηθεί εδώ και μήνες από την κυβέρνηση. Η προστασία των ανέργων είναι όμως «πιασάρικο θέμα» και σε προτεραιότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα με το θέμα της αύξησης των θέσεων εργασίας και της αύξησης των απολαβών των εργαζομένων.
Καταγγέλλει επίσης την παράταση της αναστολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, διότι δήθεν εξυπηρετεί όχι τα θύματα της κρίσης, αλλά όσους έχουν υψηλά εισοδήματα, την ίδια στιγμή που διαμαρτύρεται για την μη αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης για τους δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, οι οποίοι όμως δεν έχουν υποστεί όμως την παραμικρή μείωση των εισοδημάτων τους μέσα στην κρίση.
Φυσικά και δεν σκοπεύουμε να μάθουμε οικονομικά, στους οπαδούς της οικονομικής πολιτικής της Κούβας και της Βενεζουέλας. Όμως δεν παύει να είναι θλιβερό, το γεγονός ότι απουσιάζει ένα σφριγηλός και ρεαλιστικός αντιπολιτευτικός οικονομικός λόγος στην Ελλάδα του σήμερα. Η ανάκαμψη της χώρας απαιτεί την ύπαρξη σοβαρής αντιπολίτευσης με σοβαρές προτάσεις και όχι με την αναμάσηση κάποιων ξεπερασμένων αριστερών «τσιτάτων».