Ένα αναπτυξιακό σχέδιο δεν μπορεί να είναι ενδεδυμένο με το μανδύα «φιλολαϊκών πολιτικών», και κάθε είδους παροχών, παρά να δίνει έμφαση στις μεταρρυθμίσεις, σημειώνει στο Liberal o Πάνος Τσακλόγλου, με αφορμή τις αντιδράσεις που φαίνεται ότι συναντά από τους δανειστές το «ελληνικό μνημόνιο».
Εύλογες ενστάσεις, όπως τις χαρακτηρίζει, ο συντονιστής της ομάδας που είχε επεξεργασθεί και παρουσιάσει το 2014 στην τρόικα το αντίστοιχο σχέδιο της κυβέρνησης Σαμαρά, το οποίο και είχε γίνει δεκτό με ευμενέστατα σχόλια από τα ευρωπαϊκά όργανα. Και αυτό καθώς όπως εξηγεί, εκείνο το σχέδιο έδινε έμφαση στις μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο, στις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, και στις αποκρατικοποιήσεις, αντί για παροχές, φοροελαφρύνσεις, και αυξήσεις κατώτατου μισθού, όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα διαρροές.
«Σειρά υπουργών υπονοούν ότι με το τέλος του Μνημονίου θα γυρίσουμε στους παλιούς καλούς καιρούς, με αθρόους διορισμούς στο Δημόσιο, αυξήσεις σε συντάξεις και μισθούς δημοσίων υπαλλήλων, δρόμο προς τον οποίο φαίνεται ότι ήδη βαδίζουμε. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εκ νέου αποκοπή μας από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου είναι απλώς ζήτημα χρόνου», τονίζει ο κ. Τσακλόγλου.
Και σχολιάζει με νόημα ότι πολλές μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει σαν αγγαρεία, με μόνο στόχο να μη διακινδυνεύσουμε την καταβολή της επόμενης δόσης του Προγράμματος. «Η σημερινή κυβέρνηση διατυμπανίζει σε κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους ότι δεν έχει την ιδιοκτησία του Προγράμματος και των μεταρρυθμίσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, παρατηρούμε σαφή οπισθοδρόμηση, όπως στα ζητήματα της δημόσιας εκπαίδευσης», αναφέρει ο πρώην επικεφαλής του ΣΟΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
– Εχετε υπάρξει ο συντάκτης του αναπτυξιακού σχεδίου που είχε παρουσιάσει το 2014 στη τρόικα η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, αντίστοιχο με αυτό που παρουσίασε χθες στο EWG ο κ. Χουλιαράκης. Ποια συνταγή είχε εκείνο το σχέδιο, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτό με πολύ θετικά σχόλια από τους δανειστές, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να συμβαίνει με το σημερινό;
Για την ακρίβεια, ήμουν ο συντονιστής της ομάδας που επεξεργάσθηκε εκείνο το σχέδιο και το παρουσίασα στο EWG, ενώ ο τότε υπουργός Οικονομικών, κ. Στουρνάρας, το παρουσίασε στο Eurogroup.
Το σχέδιο διαμορφώθηκε από τα στελέχη του ΣΟΕ, σε συνεργασία με το γραφείο του τότε Πρωθυπουργού, κ. Σαμαρά, και βασίστηκε σε αναλυτικές μελέτες που εκπόνησαν το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ και η McKinsey. Έδινε μεγάλη έμφαση κυρίως σε δύο τομείς: διατήρηση της δημοσιονομική σταθερότητας και συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με έμφαση στις μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν το δημόσιο τομέα και τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Όντως, έγινε πολύ ευνοϊκά δεκτό από τα Ευρωπαϊκά όργανα. Μάλιστα, ένας από τους ομολόγους μου στο EWG που συνήθως ήταν πολύ επιφυλακτικός απέναντι στη χώρα μας έκανε το σχόλιο: «Επιτέλους, ένα συνεκτικό κείμενο από τους Έλληνες για το μέλλον της Ελλάδας».
– Τι μήνυμα επομένως στέλνει ένα σχέδιο που αντί να βρίθει των ριζικών μεταρρυθμίσεων που δεν έχει κάνει τόσα χρόνια η Ελλάδα, δίνει βάρος, για παράδειγμα, στην αύξηση του κατώτατου μισθού, σε φοροελαφρύνσεις και σε παροχές, δηλαδή σε μέτρα προεκλογικού χαρακτήρα;
Το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης δεν έχει δημοσιοποιηθεί. Επομένως, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε ως προς το περιεχόμενό του με βάση διαρροές που έχουν γίνει στον Τύπο.
Όμως, σειρά υπουργών με δηλώσεις τους φαίνεται να υπονοούν ότι με την ολοκλήρωση του τρέχοντος Μνημονίου θα γυρίσουμε στους λεγόμενους «παλιούς καλούς καιρούς», με αθρόους διορισμούς στο Δημόσιο, αυξήσεις σε συντάξεις και μισθούς δημοσίων υπαλλήλων, κλπ. Και, όντως, αν δούμε τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ενιαία Αρχή Πληρωμών, ίσως ήδη να βαδίζουμε σε αυτό το δρόμο.
Αντί για τη συμφωνημένη με τους θεσμούς μείωση των απασχολουμένων στο Δημόσιο τομέα, την τελευταία χρονιά είχαμε αύξηση, και μάλιστα σημαντική. Ως προς αυτά που αναφέρετε, η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι, φυσικά επιθυμητή. Όμως, ουσιαστική αύξηση του κατώτατου μισθού που να μην έχει αρνητικές επιπτώσεις στο ποσοστό ανεργίας πρέπει να συνδέεται με αύξηση της παραγωγικότητας και μπορούμε να την προσδοκούμε μόνο όταν η ανεργία μειωθεί δραστικά.
Αντίστοιχα, μείωση της φορολογίας πρέπει να υπάρξει, όμως πρέπει να είναι στοχευμένη και να μη βάζει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα – ειδικά με δεδομένους τους υψηλούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων στους οποίους έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση για την επόμενη πενταετία.
Αν η κυβέρνηση επιχειρήσει να επιστρέψει στους «παλιούς καλούς καιρούς», η εκ νέου αποκοπή μας από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου είναι απλώς ζήτημα χρόνου. Αν δε, στο αναπτυξιακό της σχέδιο έχουν συμπεριληφθεί τέτοιες προβλέψεις ενδεδυμένες με το μανδύα "φιλολαϊκών πολιτικών", τότε οι αντιδράσεις των εταίρων μας είναι εύλογες και προβλέψιμες.
– Πιστεύετε ότι οι δανειστές που έχουν κάνει πολλές φορές «τα στραβά μάτια» απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα, θα το κάνουν και τώρα; Δηλαδή θα ζητήσουν κάποιες μικροαλλαγές, και τελικά θα εγκρίνουν το ελληνικό αναπτυξιακό σχέδιο;
Πραγματικά, οι θεσμοί είναι πολύ περισσότερο ελαστικοί με την τωρινή κυβέρνηση, απ' ότι με την προηγούμενη. Εν μέρει, αυτό μπορεί να αποδοθεί στην επιθυμία των χωρών της Ευρωζώνης να «τελειώνουν» με το ζήτημα της Ελλάδας.
Γνωρίζουν καλά ότι ένα ακόμα Πρόγραμμα για την Ελλάδα δύσκολα θα περάσει από τα κοινοβούλια πολλών χωρών και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που δεν θέλουν καν να συζητήσουν για «προληπτική γραμμή πίστωσης», κάτι που η ελληνική κυβέρνηση – αντιστρέφοντας την πραγματικότητα - το διαφημίζει ως επίτευγμά της.
Νομίζω ότι το πιθανότερο είναι ότι το αναπτυξιακό πρόγραμμα που παρουσίασε στο EWG ο κ. Χουλιαράκης θα εγκριθεί, ενδεχομένως με κάποιες μικροαλλαγές. Άλλωστε, ελπίζω ότι δεν θα περιέχει εξόφθαλμα λανθασμένες και άκαιρες πολιτικές όπως αυτές που αναφέρατε προηγουμένως.
Όμως το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στο σχεδιασμό αλλά, κυρίως, στην υλοποίηση του όποιου προγράμματος. Από αυτή την άποψη, δηλαδή την άποψη της διαχειριστικής επάρκειας, οι επιδόσεις της τωρινής κυβέρνησης κάθε άλλο παρά εντυπωσιακές μπορούν να χαρακτηρισθούν.
– Σε πρώτη πάντως φάση, φαίνεται ότι το σχέδιο έγινε δεκτό με επιφυλάξεις στη λογική ότι είναι «λιγότερο φιλόδοξο απ' όσο χρειάζεται» σε θέματα όπως για παράδειγμα οι ιδιωτικοποιήσεις. Εσείς είχατε συναντήσει παρόμοια σχόλια, όταν παρουσιάσατε το 2014 το αντίστοιχο σχέδιο της κυβέρνησης Σαμαρά; Και αν ναι, σε ποιούς τομείς;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως, το αναπτυξιακό σχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης είχε γίνει δεκτό με ευμενέστατα σχόλια. Δεν θυμάμαι αρνητική αντίδραση των εταίρων μας σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του. Άλλωστε, αρκετά σημεία του σχεδίου είχαν εκπονηθεί σε συνεργασία με στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ειδικά ως προς τις ιδιωτικοποιήσεις, το τότε σχέδιο τις αντιμετώπιζε κυρίως από αναπτυξιακή και όχι ταμειακή σκοπιά. Ξεκαθάριζε τα όρια δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και έθετε φιλόδοξους στόχους τόσο για τις ιδιωτικοποιήσεις όσο και, γενικότερα, για της ανάπτυξη της δημόσιας περιουσίας. Το ίδιο ίσχυε με σειρά μεταρρυθμίσεων.
– Στο σκέλος αυτό πάντως, πολλές εκθέσεις (Doing Business, World Bank, κλπ), δείχνουν ότι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις παρ' ότι έχουν ψηφιστεί, δεν εφαρμόζονται ή δεν συμπεριλαμβάνονται στη κυβερνητική ατζέντα; Το ρωτώ με την έννοια, ότι παρατηρούμε την ελληνική κυβέρνηση να ψηφίζει νόμους ή να εκδίδει υπουργικές αποφάσεις, με γνώμονα να βγουν απλώς οι εκκρεμότητες από τη λίστα, δίχως να νοιάζεται στην ουσία για τον πραγματικό τους αντίκτυπο στην οικονομία και κοινωνία.
Έχετε δίκιο ως προς το ότι πολλές μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει σαν αγγαρεία με μόνο στόχο να μη διακινδυνεύσουμε την καταβολή της επόμενης δόσης του Προγράμματος.
Άλλωστε, η σημερινή κυβέρνηση διατυμπανίζει σε κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους ότι δεν έχει την ιδιοκτησία του Προγράμματος και των μεταρρυθμίσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, παρατηρούμε σαφή οπισθοδρόμηση, όπως στα ζητήματα της δημόσιας εκπαίδευσης.
Όμως, με αυτό τον τρόπο απλώς ροκανίζουμε τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας μας. Βεβαίως, πρέπει να επισημανθεί ότι η εμπειρία πολλών χωρών δείχνει ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν με χρονική υστέρηση, ενώ η θετική επίδραση πολλών από αυτές είναι πολύ ισχυρότερη σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης.
Με άλλα λόγια αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος είναι μία πραγματικά θαρραλέα κυβέρνηση που θα έχει ξεκάθαρη αναπτυξιακή ατζέντα, «ιδιοκτησία» του αναπτυξιακού προγράμματος και θα προχωρήσει αταλάντευτα στο δρόμο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
* Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και πρώην πρόεδρος του Σώματος Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) του υπ. Οικονομικών.