Του Αλέξανδρου Σκούρα
Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, πληθαίνουν και οι αναφορές στα διάφορα αφηγήματα με τα οποία πορεύονται τα κόμματα και οι αρχηγοί τους προς τις κάλπες. Η αναφορά στο αφήγημα μπορεί να περνά σχεδόν απαρατήρητη, όμως στην πολιτική και την επικοινωνία η σημασία του είναι πολύ μεγάλη.
Ο όρος αυτός σηματοδοτεί έναν συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας που αντανακλά και προωθεί μία συγκεκριμένη οπτική γωνία ή συγκεκριμένες αξίες. Για παράδειγμα, το αντιμνημονιακό αφήγημα που επηρέασε την πολιτική ζωή του τόπου μας για περισσότερα από επτά χρόνια, αντιλαμβανόταν τη χρεοκοπία της χώρας ως αποτέλεσμα της επιβολής των ξένων δυνάμεων (τρόικα, Γερμανία, ΗΠΑ κλπ.) που είχαν σκοπό την υποδούλωση της Ελλάδας. Το αφήγημα αυτό είχε επικρατήσει μέχρι και την κυβίστηση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυρίαρχο ανάμεσα σε όλα τα ανταγωνιστικά, δηλαδή το είχε ασπαστεί η πλειονότητα των πολιτών και ο πολιτικός διάλογος το αντιμετώπιζε ως σημείο αφετηρίας.
Οι πολιτικές δυνάμεις που αναπαράγουν το κυρίαρχο αφήγημα έχουν διάφορα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα έναντι των αντιπάλων τους, όπως για παράδειγμα τη δυνατότητα να επικοινωνούν με πολύ απλά λόγια τις θέσεις τους με πιασάρικα συνθήματα που ενθουσιάζουν τα πλήθη καθώς και να προσελκύουν νέα κοινά. Πάρτε για παράδειγμα το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά». Σήμερα, το σύνθημα αυτό για έναν άνθρωπο που δεν έζησε και δεν γνωρίζει τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται, δεν λέει και πολλά πράγματα. Οι προηγούμενες γενιές Ελλήνων μετείχαν σ' ένα κυρίαρχο αφήγημα που τους έκανε να καταλαβαίνουν αμέσως ότι το σύνθημα αναφέρεται σε μία δεξιά συνυφασμένη με τον εμφύλιο και τη δικτατορία. Έτσι, η μεταπολιτευτική δεξιά, παρά το γεγονός ότι είχε πολλά να αντιτάξει στους αντιπάλους της, επειδή ακριβώς είχε χάσει τη μάχη του αφηγήματος, δυσκολευόταν πολύ να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με το εκλογικό σώμα.
Αντίστοιχα, διάφορα φιλελεύθερα εγχειρήματα όπως οι Φιλελεύθεροι και η Δράση του Στέφανου Μάνου, αντιμετώπιζαν μια ασυμμετρία: έπρεπε να δαπανήσουν πολύτιμο χρόνο και ενέργεια στο να αμφισβητήσουν το κυρίαρχο αφήγημα του κρατισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, μιλώντας για την πραγματικότητα κατά τρόπο που συγκρούεται με τις αντιλήψεις της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, γεγονός που εντέλει λειτούργησε εις βάρος της εκλογικής τους επιτυχίας.
Στην πολιτική επικοινωνία και σε ορισμένες σχολές σκέψης της πολιτικής επιστήμης όπως η Σχολή της Δημόσιας Επιλογής (Public Choice), ως έργο των υποψηφίων και των κομμάτων αναγνωρίζεται η προσέλκυση ψηφοφόρων και εντέλει η εκλογική επικράτηση. Υπό αυτό το πρίσμα, ο πολιτικός χρόνος που ένα κόμμα δαπανά προκειμένου να εξηγήσει τις θέσεις του, δηλαδή να εκπαιδεύσει το κοινό του, είναι ιδιαίτερα 'ακριβός' και μπορεί να αποβεί μοιραίος ιδίως όταν οι θέσεις του αυτές συγκρούονται με το κυρίαρχο αφήγημα. Αυτή η σκληρή συνειδητοποίηση είναι και ο λόγος που διάφοροι πολιτικοί επαναλαμβάνουν απόψεις εν γνώσει τους εσφαλμένες αλλά συμβατές με το κυρίαρχο αφήγημα στο οποίο πιστεύουν οι δυνητικοί ψηφοφόροι τους.
Βέβαια, το κυρίαρχο αφήγημα δεν είναι χαραγμένο σε πέτρα, αλλά μεταβάλλεται από διάφορους παράγοντες, όπως το πολιτικό κλίμα, οι επιδόσεις της οικονομίας, η στάση των ΜΜΕ και διάφορα τυχαία γεγονότα ή δηλώσεις που αποτυπώνονται στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένες «μεταβατικές» εκλογικές αναμετρήσεις έχουν τη δυνατότητα να αναδείξουν το κυρίαρχο αφήγημα της επόμενης μέρας. Αν αναλογιστούμε την δραματική υποχώρηση των κομμάτων που έμειναν στο αντιμνημονιακό αφήγημα κατά τις ευρωεκλογές, τότε είναι αρκετά εύλογη η υπόθεση ότι οι προσεχείς εθνικές εκλογές θα έχουν έναν τέτοιο μεταβατικό χαρακτήρα ως προς το αφήγημα με το οποίο θα πορευτεί η ελληνική κοινωνία για τα επόμενα χρόνια. Το νέο αυτό περιεχόμενο του κυρίαρχου αφηγήματος θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και την επιτυχία της μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης που ενδεχομένως θα προκύψει από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου.