Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Χτες διέρρευσε στην αγορά η είδηση ότι η μεγαλύτερη εταιρεία γαιάνθρακα του κόσμου, ο αμερικάνικος κολοσσός Peabody, οδεύει προς χρεοκοπία. Αν αυτό συμβεί, τι σημαίνει για την αγορά και τι θα πρέπει να περιμένουμε στο επόμενο διάστημα;
Η αμερικάνικη εταιρεία Peabody δεν είναι μια οποιαδήποτε εταιρεία. Αποτελεί έναν ενεργειακό κολοσσό παγκοσμίως, που εξοπλίζει με γαιάνθρακα εταιρείες παραγωγής ενέργειας αλλά και βαριές βιομηχανικές εταιρείες που το χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη στη σιδηροβιομηχανία. Είναι ευνόητο ότι η στρατηγική σημασία του γαιάνθρακα δεν περιορίζεται μόνο στην παραγωγή ενέργειας, αλλά επηρεάζει όλη την παραγωγική αλυσίδα και το κόστος χιλιάδων εταιρειών και μεγάλου τμήματος της παραγωγικής διαδικασίας όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και παγκόσμια. Ιδιαίτερος ο ρόλος στην Ασία, καθώς η κατοχή εταιρειών στην Αυστραλία δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης στις σχετικά γειτονικές ασιατικές αγορές που είναι ιδιαίτερα «λαίμαργες» για κατανάλωση γαιάνθρακα, κυρίως λόγω της κολοσσιαίας σιδηροβιομηχανίας.
Η εταιρεία έχει προ πολλού σταματήσει να βγάζει κέρδη, όμως το μεγαλύτερο «βαρίδι» που έχει είναι το χρέος της, που βρίσκεται στο ύψος των 6 δισ., τα ? από το οποίο οφείλονται στην «επεκτατική» πολιτική που ακολούθησε η εταιρεία στα τελευταία 5 χρόνια εξαγοράζοντας άλλες εταιρείες και ιδιαίτερα τη Macarthur Coal, μια αυστραλιανή εταιρεία, που μάλιστα εξαγοράστηκε σε εποχή που η τιμή του γαιάνθρακα ήταν υπερτριπλάσια της σημερινής. Ασφαλώς μια τέτοια εξαγορά θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί, αν οι τιμές γαιάνθρακα ήταν καλύτερες. Όμως καθώς επηρεάζονται από υποκατάστατα προϊόντα, όπως πετρέλαιο και φυσικό αέριο, για τμήμα της αγοράς, εκείνο της ενέργειας, είναι σαφές ότι η σημερινή εξέλιξη μόνο εν μέρει ήταν αποτέλεσμα άστοχων εξαγορών. Η άλλη πλευρά, μάλλον η σημαντικότερη, είναι εκείνη της ίδιας της αγοράς δραστηριοποίησης και των προοπτικών.
Το ένα είναι ότι ο γαιάνθρακας σταδιακά αντικαθίσταται από ηπιότερες, για το περιβάλλον, πηγές ενέργειας. Το δεύτερο είναι ότι η αγορά μετάλλων πάει από το κακό στο χειρότερο, καθώς η παγκόσμια ζήτηση δεν διατηρεί πλέον τους ρυθμούς ανάπτυξης. Το τρίτο είναι ότι η ενεργοβόρα και με μεγάλες ανάγκες σε μέταλλα αγορά της Κίνας έχει μπει σε φάση ήπιας προσαρμογής σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Και το τέταρτο, και ακόμη χειρότερο, είναι ότι το κόστος δανεισμού, είτε με όρους άμεσων επιτοκίων δανεισμού από τράπεζες, είτε πρόσβασης στην αγορά ομολόγων, έχει γίνει απαγορευτικό πλέον για εταιρείες με δραστηριότητα που σχετίζεται με την ενέργεια.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα εκρηκτικό μείγμα που πρέπει να μας προβληματίζει. Καθώς η επερχόμενη χρεοκοπίας της κολοσσιαίας αυτής εταιρείας δεν είναι θέμα απλά κακών επενδυτικών επιλογών, αλλά αυξανόμενα είναι θέμα που αφορά την άσχημη μακροοικονομική εικόνα που έρχεται, με υψηλότερα επιτόκια δανεισμού και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς, αυτό που τώρα συμβαίνει στην εταιρεία αυτή είναι πολύ πιθανό να είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, όπως ακριβώς η χρεοκοπίας της Lehman Brothers στις ΗΠΑ ήταν η κορυφή του παγόβουνου των προβλημάτων στις τράπεζες παγκοσμίως στην προηγούμενη κρίση του 2008. Και αυτό είναι κάτι εξαιρετικά ανησυχητικό…
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.