Η ιδέα ότι η μακροημέρευση ενός ηγεμόνα εξαρτάται από τη δεινότητά του στο να διαχειρίζεται το προσωπείο που αναπόδραστα φοράει για να ηγηθεί, εμφανίζεται τον 15ο αιώνα.
Τότε έχουμε το πρώτο κείμενο που συνδέει ευθέως την επιτυχή διακυβέρνηση με την ικανότητα διαχείρισης της περσόνας, σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη εικόνα. Το κείμενο αυτό γράφτηκε εκεί που γεννήθηκε ο σύγχρονος κόσμος, στη Βόρεια Ιταλία, στο Μιλάνο, από τον Pietro Candido Decembrio. Όσοι έχουν σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στα καλά σχολεία των ΗΠΑ σίγουρα έχουν ακούσει το όνομά του, διδάσκεται μαζί με τον Μακιαβέλι του οποίου προηγείται δυο-τρεις γενιές ενώ οι απόφοιτοι των Φιλοσοφικών Σχολών της χώρας μας τον ξέρουμε ως έναν από τους μαθητές του Εμμανουήλ Χρυσολωρά κι έναν από τους μεταφραστές της Πολιτείας του Πλάτωνα στα Λατινικά.
Ο Decembrio πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως γραμματέας του Δούκα του Μιλάνο Filippo Maria Visconti (κι αυτόν τον έχουν ακούσει αρκετοί, ειδικά αν ασχολούνται με τη Μεταφυσική, κυρίως με την Αστρολογία και της κάρτες Ταρώ, σε εκείνον ανήκε η αρχαιότερη τράπουλα Ταρώ που σώζεται στην Ευρώπη, βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο) και βιογραφώντας αυτόν τον κακάσχημο, σκοτεινό άνθρωπο που κανείς και ποτέ δεν γνώριζε τις σκέψεις του «έτσι όπως κρυβόταν πίσω από το προσωπείο του ηγεμόνα», έκανε κάποιες παρατηρήσεις για τη φύση της εικόνας στην πολιτική.
«Για να μακροημερεύσει ένας ηγεμόνας πρέπει να διατηρεί ένα προσωπείο που θα λειτουργεί ως καθρέφτης των υπηκόων του διαχρονικά».
Το καθρέφτισμα στο πρόσωπο του ηγεμόνα και το ψυχολογικό φαινόμενο του να αναγνωρίζουμε στους άλλους χαρακτηριστικά του εαυτού μας για να ταυτιστούμε μαζί τους, στο σύγχρονο δημοκρατικό κόσμο η επικοινωνία το ορίζει ως mirroring και σήμερα θεωρείται μια από τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την ανάδειξη και την εκλογή οποιουδήποτε σ' ένα υψηλό αξίωμα. Αρκεί να θυμηθούμε Έλληνες ηγέτες που μακροημέρευσαν στα πολιτικά πράγματα της χώρας για να καταλάβουμε πως λειτουργούν οι ταυτίσεις στην πολιτική, η αναφορά στην περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου αρκεί ως παράδειγμα.
Η υπογράφουσα, κυρίως λόγω δουλειάς, δεν αναρωτιέται ποτέ για το τι κρύβεται πίσω από την εικόνα κάθε μεγάλου, σύγχρονου ηγέτη, πολλώ μάλλον δε όταν αυτός είναι κάποιος ξένος που «καταναλώνουμε» την εικόνα του από μακριά, μέσω του Διεθνούς Τύπου, κυρίως όταν ταυτίζεται ή συμπορεύεται με τα πολιτικά δράματα της χώρας μας, με αποτέλεσμα η εικόνα του να γίνεται ακόμα πιο παραπλανητική για εμάς, όπως, δηλαδή, συμβαίνει με την Άνγκελα Μέρκελ.
Υπάρχουν όμως δύο γεγονότα στην πορεία της Άγκελας Μέρκελ που πέρασαν εν πολλοίς απαρατήρητα, τα οποία πραγματικά μας συγκλόνισαν και μας έκαναν να αναρωτηθούμε ποιος είναι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από το προσωπείο, την εικόνα της εξουσίας.
Το πρώτο γεγονός είναι από το 2019, όταν για πρώτη φορά, δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια από την κατάληψη της Καγκελαρίας, επισκέφθηκε, με μια πρόφαση, μόνη της το Άουσβιτς.
Από τους Ευρωπαίους ηγέτες, η Μέρκελ έχει υπάρξει η πιο ανοιχτά δηλωμένη εχθρός του ναζισμού, του αντισημιτισμού και του αυταρχισμού εν γένει (η αντιπάθεια της για τον Πούτιν τα λέει όλα), ενώ έχει επισκεφθεί πέντε ή έξι φορές το Yad Vashem στο Ισραήλ. Κι όμως, στο Άουσβιτς, το απόλυτο ιστορικό τεκμήριο και σύμβολο της γενοκτονίας των Εβραίων πήγε στο τέλος της καριέρας της και το έκανε πολύ προσεκτικά.
Το δεύτερο γεγονός είναι φετινό, συνέβη αρχές Σεπτεμβρίου, όταν λίγες εβδομάδες πριν παραδώσει την πολυετή της εξουσία παραδέχτηκε, επιτέλους, ότι είναι φεμινίστρια.
Η Άγκελα Μέρκελ που εμείς τη γνωρίζουμε ως την πολιτικό που δεν δίστασε ποτέ να γίνει αντιπαθητική με την ειλικρίνειά της, χρειάστηκε 14 χρόνια ως Καγκελάριος για να επισκεφθεί το Άουσβιτς και 16 ολόκληρα χρόνια για να παραδεχτεί ότι είναι φεμινίστρια.
Τα δύο αυτά γεγονότα ίσως να λένε περισσότερα για την πραγματική, βαθιά και σε βαθμό ειδεχθή συντηρητική φύση των Χριστιανοδημοκρατών και των Χριστιανοκοινωνιστών συμμάχων τους τον 21ο αιώνα.
Λένε όμως κάτι σημαντικό και για την ίδια τη Μέρκελ: Μπορεί να έκανε αρκετές υποχωρήσεις για να ισορροπήσει, αλλά δεν θα άφηνε την καρέκλα της Καγκελαρίου αν έστω και αργά και πανίσχυρη δεν δήλωνε αυτά που έκρυβε βαθιά μέσα της.
Το χρωστούσε στον εαυτό της.
Σε μια από τις πιο ωραίες διαδικτυακές εκδηλώσεις που παρακολουθήσαμε τους ατελείωτους μήνες των lockdown, η δημοσιογράφος Gaby Wood που σήμερα είναι επικεφαλής του περίβλεπτου λογοτεχνικού βραβείου Man Booker είπε, αναφερόμενη σε μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον Ντόναλντ Τραμπ πίσω στο πολύ μακρινό 2007, ότι ενώ εκείνος μιλούσε εκείνη σκεφτόταν ότι ακόμα και ο πιο ταλαντούχος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα, τέτοιο χαρακτήρα, και φεύγοντας τον ρώτησε: «Υπάρχετε όταν δεν σας βλέπει κανείς;», εννοώντας βέβαια αν υπάρχει κάποιος άνθρωπος πίσω από τη δημόσια περσόνα. Εκείνος, απάντησε «όχι».
Για την Άνγκελα Μέρκελ εμείς δεν έχουμε καμία αμφιβολία. Όταν τα φώτα θα σβήσουν και το προσωπείο της δημόσιας εικόνας θα βγει, θα μείνει ένας άνθρωπος που έζησε μια συναρπαστική ζωή προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις διαφορετικές όψεις του Συντηρητισμού, της ιδεολογίας που υιοθέτησε και υπηρέτησε και τις δικές του, θεμελιώδεις αξίες που τελικά φανέρωσε έστω και φευγαλέα, προσεκτικά κι ενώ φορούσε το προσωπείο μιας πανίσχυρης εξουσίας.