Του Κώστα Μήλα *
Η Ελλάδα είναι η χώρα που συνεχίζει να έχει τα ακριβότερα επιτόκια στην Ευρωζώνη, παρά την μεγάλη τους βουτιά, από τις εκλογές και μετά.
Μια νέα λοιπόν ποσοτική χαλάρωση, θα δώσει στην Ελλάδα την δυνατότητα να δανειστεί φθηνά και να ανταλλάξει ακριβότερο χρέος με φθηνότερο, εξοικονομώντας τεράστια ποσά.
Η νίκη Μητσοτάκη έρχεται να «κουμπώσει» με τις παραπάνω εξελίξεις. Η μεταρρυθμιστική ατζέντα της νέας κυβέρνησης (πχ. σε επενδύσεις, ασφαλιστικό, παιδεία, δικαιοσύνη ), αποτελεί εκείνη την συγκολλητική ουσία που έρχεται να δέσει όλες τις παραπάνω εξελίξεις σε ένα ενιαίο αφήγημα.
Το επιβεβαιώνουν η έκθεση της Moody's, οι διεθνείς αναλυτές και η πορεία αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που από το 2,8% στις αρχές Ιουνίου, είχε μειωθεί στο 2,1% στις αρχές Ιουλίου.
Μείωση, που είναι ευθέως ανάλογη της επίδρασης που θα μπορούσε να έχει στο ελληνικό κόστος δανεισμού, η είσοδος της χώρας μας σε ένα μελλοντικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το γεγονός θα συμπαρέσυρε με την σειρά του προς τα κάτω και το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, δίνοντας κατ'' αυτό τον τρόπο, κίνητρα ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις.
Για να παραμείνει χαμηλό, όμως, το ελληνικό κόστος δανεισμού χρειάζεται επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, κάτι που προϋποθέτει πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας μας κατά 4 βαθμίδες από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody's και Standard&Poor's και κατά 3 βαθμίδες από τον οίκο Fitch.
Προσοχή όμως! Οι οίκοι δεν παρασύρονται από την ψυχολογία των επενδυτών οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορούν να ρευστοποιήσουν τα ελληνικά ομόλογα και να αυξήσουν το κόστος δανεισμού μας, πόσο μάλλον εάν οι προσδοκίες που έχει δημιουργήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαψευσθούν.
Οι οίκοι θα αποφασίσουν πιστοληπτική αναβάθμιση εάν και εφόσον συμβούν δύο βασικά πράγματα.
Πρώτον, επιταχύνουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές έτσι ώστε να βελτιώσουμε την κυβερνητική αποτελεσματικότητα η οποία υστερεί σημαντικά έναντι των υπόλοιπων χωρών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας.
Δεύτερον, επισπεύσουμε την μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα οποία, στο 42% περίπου του συνόλου των δανείων, σήμερα, δεν επιτρέπουν στις τράπεζες να προωθήσουν την διάθεση κεφαλαίων σε νέα επιχειρηματικά δάνεια τα οποία θα κινητοποιούσαν το «ελατήριο» της ελληνικής οικονομίας.
Τότε, και μόνο τότε, θα επιστρέψουμε, εντός 18 μηνών όπως έχει προδικάσει ο κ. Μητσοτάκης, στην επενδυτική βαθμίδα με αποτέλεσμα το ελληνικό κόστος δανεισμού να παραμείνει χαμηλό και να ενισχυθούν επενδύσεις και ανάπτυξη.
* Ο Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.