Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Μετά την απόφαση της Deutsche Bank να επαναγοράσει ομόλογα, η τιμή των ομολόγων αλλά και των μετοχών φαίνεται να ανέκαμψε απότομα. Μετά από μία τόσο σημαντική πτώση, ουσιαστικά κατάρρευση, της τιμής της μετοχής, κατά 40% από τις αρχές του έτους, και εφόσον η τράπεζα «είναι μια χαρά», όπως λέει ο υπουργός Οικονομικών της χώρας της (Γερμανία), φαίνεται σαν να υπάρχει μία απόλυτη επενδυτική ευκαιρία. Να αγοράσουμε;
Εφόσον ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας πραγματικά πιστεύει ότι λέει, τότε ίσως αυτή είναι η απόλυτη στιγμή όχι μόνο για εμάς, αλλά και για την ίδια τη γερμανική κυβέρνηση να λύσει και το δικό της πρόβλημα χρέους, το οποίο ανέρχεται στο 85% περίπου του ΑΕΠ της χώρας, με τα υπερκέρδη μιας μόνο ευφυούς επενδυτικής κίνησης. Αγοράζοντας υποτιμημένες μετοχές της Deutsche Bank, οποιοσδήποτε επενδυτής μπορεί να πάρει ένα τίτλο που είναι στην τιμή 60 (έχει χάσει 40% από την αρχή του χρόνου) και να περιμένει να ανακάμψει στο 100 αποκομίζοντας μυθικά κέρδη (100-60)/60=67% μέσα σε λίγες ίσως ημέρες, αν όχι ώρες. Καθώς η τράπεζα έχει μάλιστα σημαντική κεφαλαιοποίηση, εύκολα θα βρει κάποιους να τους την πουλήσει, ας πούμε στην τιμή 100, ενώ εκείνοι θα την πάνε στη συνέχεια στην τιμή 120 και πάει λέγοντας. Σωστά;
Θα θέλαμε να πιστεύουμε, και να ευχηθούμε ότι έτσι είναι τα πράγματα. Όμως υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δεν είμαστε σίγουροι ότι η χτεσινή ανάκαμψη αυτή θα έχει τόσο ευοίωνη συνέχεια. Κατ'' αρχήν ο λόγος που έπεφτε η τιμή του ομολόγου της γερμανικής αυτής τράπεζας δεν είναι απλά ότι δεν έβρισκε αγοραστές, αλλά το ότι υπάρχουν φόβοι για τη δυνατότητα της τράπεζας να βρει μετρητά στα επόμενα έτη, για να αποπληρώσει τους κατόχους ομολόγων. Η επαναγορά μετοχών ή ομολόγων από την ίδια την τράπεζα, ιδιαίτερα όταν της λείπει ρευστότητα, είναι μία απεγνωσμένη κίνηση - ασπιρίνη βραχυπρόθεσμου και αμφίβολου αποτελέσματος, όσο απεγνωσμένη ήταν η κίνηση των κινέζικων αρχών να αγοράζουν μετοχές για να κρατήσουν τις τιμές σε απώλειες μέχρι 15%, που είδαμε ότι κατέληξαν ήδη να χάσουν τελικά 50%. Οι κερδοσκόποι βρίσκουν ευκαιρία να σορτάρουν με μεγαλύτερη άνεση όταν υπάρχουν κάποιοι που αγοράζουν για να κρατήσουν τεχνητά τις τιμές. Διότι οι κεροσκόποι «βλέπουν ποιος αγοράζει», και αξιοποιούν την πληροφορία για νέα υπερκέρδη.
Το δεύτερο είναι ότι η κρίση που ξεκίνησε από τις αρχές του χρόνου στις ευρωπαϊκές τράπεζες δεν είναι απλά ένα «προβληματάκι» της Deutsche Bank. Είναι βαθύτερο και αφορά όλο τον κλάδο, όπου η Deutsche Bank είναι ίσως το πιο σάπιο κλαδί, ο αδύναμος κρίκος. Όμως όλο το δέντρο είναι σάπιο. Οι τιμές σε όλες τις μεγάλες τραπεζικές μετοχές πέφτουν, έχουν χάσει το ένα τέταρτο (1/4) της αξίας τους σε ένα μήνα, και αυτό αντικατοπτρίζει ασφαλώς προσδοκίες για πτωτικά κέρδη και, σε κάποιες περιπτώσεις, χρεοκοπίες, στο επόμενο διάστημα. Υπάρχουν, επίσης, αυξημένες ενδείξεις ότι στο επόμενο διάστημα, και για τα επόμενα 2-3 χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και άλλες χώρες παγκόσμια, θα βιώσουν επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης και στη συνέχεια ύφεση. Ήδη η Κίνα και η Βραζιλία είναι σε κρίση, και το πρόβλημα άρχιζε να χτυπάει τις μητροπόλεις του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Το να ποντάρει κάποιος σε αύξηση των κερδών των τραπεζών σε συνθήκες ύφεσης έχει μικρές πιθανότητες επιτυχίας.
Η ιστορία, επίσης δείχνει ότι οποτεδήποτε πολιτικοί, όπως πρωθυπουργοί ή υπουργοί οικονομικών, κάνουν δηλώσεις του τύπου «μην φοβάστε, η τράπεζα της χώρας μας είναι καλά, είναι βράχος, γρανίτης κλπ», συνήθως είναι το καλύτερο «σήμα» ότι υπάρχει πρόβλημα, και συνήθως ακολουθεί επόμενο, βαθύτερο και ισχυρότερο «κύμα» πωλήσεων.
Θα ήταν, επομένως, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, αρκετά παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε πεποίθηση ότι η όποια ανάκαμψη τιμών στον τραπεζικό κλάδο μπορεί να έχει κάποιο βάθος. Ασφαλώς ανάκαμψη της τάξης του 10% - 15% από τις παρούσες τιμές μπορεί να γίνει, και θα συμβαδίζει με τις βραχυπρόθεσμες δυνατότητες ανάκαμψης των μεγάλων ξένων χρηματιστηρίων, αλλά τα όποια επίπεδα επιτευχθούν θα αποτελούν, πιθανότατα, αφετηρία για νέο μεγάλο κύμα πωλήσεων που θα οδηγήσει πολύ χαμηλότερο.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.