Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η ελληνική τράπεζα ΧΨΩ ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες το νέο γιγαντιαίο πρόγραμμα οικειοθελούς αποχώρησης χιλιάδων υπαλλήλων. Υπάρχουν πολλά ζητήματα που φαίνονται λογικά, αλλά και άλλα που προβληματίζουν σημαντικά μετά αυτήν την εκπληκτική απόφαση.
Κατ'' αρχήν δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όχι μόνο η τράπεζα ΧΨΩ, αλλά και οι άλλες τράπεζες που βρίσκονται στην Ελλάδα χρειάζεται να μειώσουν το προσωπικό τους σημαντικά σε βάθος χρόνου. Ο ένας λόγος έχει να κάνει με τη διεθνή πραγματικότητα. Στην Ελλάδα ο αριθμός τραπεζοϋπαλλήλων ανά κατάστημα είναι 3 με 4 φορές μεγαλύτερος από εκείνον τραπεζών άλλων χωρών. Παρότι ο αριθμός αυτός εξηγείται εν μέρει από το ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν κάνει επενδύσεις σε εξοπλισμό αυτοματοποίησης συναλλαγών, αντίστοιχο με εκείνο π.χ. μιας αγγλικής τράπεζας, σαφέστατα μια μείωση προσωπικού της τάξης του 50% με 60% είναι κάτι που πρέπει να γίνει, ώστε να υπάρχει διεθνής ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εθνικά δεδομένα που οδηγούν σε μείωση προσωπικού. Η σημαντική κρίση στην οποία έχει μπει η Ελλάδα με τα μνημόνια του κυρίου Σόιμπλε οδηγεί σε μείωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και μειώσεις στους μισθούς των υπαλλήλων, και μοιραία στη μείωση του τζίρου των τραπεζών. Μείωση προσωπικού είναι το πλέον ευνόητο σε περίοδο μειωμένων δραστηριοτήτων όχι μόνο για άλλες εταιρείες, αλλά κυρίως για τις τράπεζες, ώστε τα κόστη τους να εναρμονίζονται με τα μειωμένα έσοδα τους. Και φυσικά υπάρχει η πλευρά του μετόχου, εκείνη που ζητάει μειωμένο κόστος για να ενισχύσει το κέρδος του, απόλυτα γνωστή και από πολλές πλευρές κατανοητή. Όμως μόνο η μια πλευρά. Η άλλη πλευρά έχει να κάνει με το ποιος θα επωμιστεί τον βαρύ λογαριασμό των αποζημιώσεων. Τόσο η τράπεζα ΧΨΩ, όσο και οι άλλες συστημικές τράπεζες, στον ένα βαθμό η τον άλλο, έχουν επιβαρύνει τον Έλληνα πολίτη με το κόστος διάσωσης τους. Ενός πολίτη που ακόμη πληρώνει πάνω η κάτω από το τραπέζι κάθε χρόνο σχεδόν για τη διάσωσης των τραπεζών. Διάσωσης που έχουν να κάνουν βασικά με το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών, που καθίσταται ζημιογόνο στην περίοδο της κρίσης, όπως τα χαρτοφυλάκια όλων των τραπεζών σε κράτη που έχουν κρίση, κατά την περίοδο της κρίσης.
Και είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι καθώς το κράτος έμμεσα η άμεσα εμπλέκεται στη συνέχιση της διαδικασίας διάσωσης των τραπεζών, ο πολίτης θα συνεχίσει να πληρώνει για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών μέσα από τη φορολογία του. Όταν χιλιάδες τραπεζοϋπαλλήλων θα αδειάζουν τα γκισέ των τραπεζών για να πάνε στο σπίτι τους ως άνεργοι, εκατομμύρια άλλοι πολίτες θα επιβαρύνονται εμμέσως με φόρους όχι μόνο για να αποζημιώσουν αυτούς τους υπαλλήλους, αλλά και στη συνέχεια για να πάρουν πρόωρη σύνταξη. Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα. Οι χρηματικές εκροές για τις πληρωμές των υπαλλήλων, την αναδιάρθρωσης των τραπεζών, είναι ουσιαστικά όχι ένας λογαριασμός που θα πληρώσουν οι τραπεζίτες, όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά εμμέσως επιβαρύνουν εμάς τους πολίτες. Είναι αυτό που θα έλεγε η Μάργκαρετ Θάτσερ «λογαριασμό με τα λεφτά των άλλων». Θα μου πείτε, τι αξία έχει εκείνο που έλεγε η Μάργκαρετ Θάτσερ, εξάλλου αυτή τα έλεγε για γραφειοκράτες, όχι για τραπεζίτες. Η Θάτσερ δεν μίλαγε για την Ελλάδα, μιλάτε για την Αγγλία. Σωστά; Σωστά...!
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.