Έχουν γραφτεί μερικές εκατοντάδες κείμενα αυτές τις ημέρες στις εφημερίδες και στα σάιτ, και πολλές χιλιάδες αναλυτικές, μεγάλες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάμποσες από αυτές μάλιστα υψηλού επιπέδου. Οπότε ένα παραπάνω κείμενο δεν λέει κάτι σε όποιον ξημεροβραδιάζεται προσπαθώντας να ενημερωθεί και να μορφώσει άποψη για όσα γίνονται στον Έβρο. Από την άλλη πάλι, εμείς δεν έχουμε πραγματικά ιδέα για όσα γίνονται στον Έβρο. Εκ των πραγμάτων δηλαδή δεν μας παίρνει να φωτίσουμε, όπως τόσοι άλλοι, την ανθρωπότητα με την άποψή μας επί του θέματος.
Βέβαια, μπορούμε να πούμε πολλά για τους σχολιαστές των τεκταινομένων και ειδικά τις δύο κορυφαίες σχολές βλακείας, τους ελεεινούς φασίστες που πετάνε τοξικά σάλια από τη μία βιαιοπραγώντας επάνω στην ανθρωπιά και στη Δημοκρατία, και τους επαγγελματίες ευαίσθητους των ανοιχτών συνόρων και των δακρύων στο παγωμένο βλέμμα από την άλλη που θα είχαν το ακαταλόγιστο αν δεν έβγαζαν τόσα χρόνια σέλφι μόνο στα καλά μαγαζιά. Αλλά είναι εύκολο αυτό, και το προσπερνάμε. Δεν το κάνουμε πια ούτε και στα ίδια τα social media — το κάναμε παλιά, before it was cool. Το ίδιο εύκολο, επίσης, είναι να μιλήσουμε και για την αντιπολίτευση και τα χαΐρια της, αλλά τέλος πάντων μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ εδώ, οπότε κράτει. Έχω μεγαλύτερες απαιτήσεις κατανόησης της κατάστασης (της όποιας κατάστασης, όχι μόνο αυτής) από σχεδόν όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Ας λένε ό,τι θέλουν, πραγματικά. Δεν ισχύει κανένας Κώδικας Μιράντα για την περίπτωσή τους. Εάν ήταν ακόμη κυβέρνηση, παρά ταύτα, και πάλι δεν θα τους σχολίαζα, καθώς θα έκαναν, ή έστω θα προσπαθούσαν να κάνουν, όσα και η παρούσα. Θα ήταν η πρώτη κρίση στην οποία θα ανταποκρίνονταν με σχετική επάρκεια. Γιατί; Γιατί δεν θα υπήρχε άλλος δρόμος. Το πιστεύω ακράδαντα ότι (τότε) θα έκαναν το σωστό.
Από την άλλη βέβαια δεν θέλω —δεν είναι πρέπον— να ασχοληθώ και με κανένα άλλο θέμα. Μια λύση θα ήταν να πετούσα την μπάλα στην εξέδρα του κορονοϊού, αλλά τι παραπάνω να πει κανείς και για δαύτον; Να πλένεστε; Δώρον-άδωρον, οι περισσότεροι Έλληνες δεν πλένονται, είναι υπεράνω. Το ’χουμε ξαναπεί: κάντε πως μιλάτε στο τηλέφωνο για ένα δεκάλεπτο στις τουαλέτες ενός μπαρ ή ενός εστιατορίου, και δείτε το ποσοστό όσων πλένουν τα χέρια τους αφού τις χρησιμοποιήσουν.
Άρα θα μιλήσω για το προσφιλές μου θέμα, την Ευρώπη. Τη σύμμαχό μας και πατρίδα μας. Και τον φόβο μου πως θα τη χάσω (κι άλλο).
Αυτή εδώ είναι άλλη μία περίοδος που ο αντιευρωπαϊσμός στην Ελλάδα θα φουντώσει. Ένας αντιευρωπαϊσμός που βρίσκεται ούτως ή άλλως στα κόκκινα εδώ και πολλά χρόνια — ουσιαστικά, όλη την περίοδο της Κρίσης, μια γεμάτη δεκαετία δηλαδή. Αντιευρωπαϊσμός που μας κατατάσσει στον πάτο (μαζί με την Τσεχία) των κρατών-μελών της Ένωσης ως προς το πόσο «Ευρωπαίοι» αισθάνονται (ή και είναι…) οι κάτοικοί τους. Και ένας αντιευρωπαϊσμός, τέλος, που χαιρετίστηκε και επισημοποιήθηκε από τους 6 στους 10 Έλληνες στο δημοψήφισμα του 2015, τότε που τα πλήθη αλάλαζαν απαιτώντας την έξοδό μας, όχι από καμιά Ευρωζώνη, όχι από την ΕΕ, αλλά από την Ευρώπη την ίδια σαν ΑΞΙΑ.
Αυτά δεν είναι πράγματα του τραπεζιού, που συζητιούνται για να συζητηθούν. Δεν είναι κουβέντες που λέγονται. Είναι μια πραγματικότητα. Και, επιτρέψτε μου, είναι μια πραγματική πραγματικότητα. Απτή. Γνωστή. Που μιλάνε όλοι για δαύτη. Δεν είναι χαβαλές. Είναι ο καμβάς του παρόντος μας.
Και βέβαια είμαστε πάλι —ταυτόχρονα— εμείς οι ίδιοι που φωνάζουμε ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΝΕ, όταν δεν έχουμε ΙΔΕΑ τι κινήσεις γίνονται, τι αποφάσεις παίρνονται, ποιοι μάς στηρίζουν, πόσο μάς στηρίζουν και, ναι, όταν δεν έχουμε ΙΔΕΑ γιατί ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ ακόμα και γιατί δεν είμαστε ΕΜΕΙΣ από τη λάθος μεριά των συνόρων πετώντας τις μολότοφ και με τα μωρά στα χέρια.
Αν θέλουμε περισσότερη Ευρώπη, πρέπει να τη ΓΕΝΝΗΣΟΥΜΕ. Να γίνουμε εμείς Ευρώπη. Να απαιτούμε ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ από τους πολιτικούς μας και από τις κυβερνήσεις μας. Να καταστήσουμε εξωκοινοβουλευτική κάθε αντιευρωπαϊκή φωνή. Να είμαστε πάντα παρόντες στον μεγάλο αγώνα για την Ολοκλήρωση. Συν Αθηνά. Άπαξ και δεν απαιτείς ανταγωνιστικά ξενόγλωσσα πανεπιστήμια, για να πούμε ένα παράδειγμα, μη μιλάς για την Ευρώπη — πάνω στα πανεπιστήμιά της στέκεται η Ευρώπη, όχι πάνω στις λόγχες της. Η Ευρώπη δεν είναι ο μπρούκλης με το έμβασμα. Είναι ο καλύτερός μας εαυτός.
Φυλαχτείτε από τις αντιευρωπαϊκές φωνές που στηθοχτυπιούνται σήμερα και που θα ενταθούν τον επόμενο καιρό. Είναι αριστερές και ακροδεξιές (και «νεοδεξιές», ήτοι προερχόμενες από παλαιούς αριστερούς που μπήκαν στον Ιορδάνη της Δεξιάς πολύ μετά το μεσοστράτι της ζωής τους, και που δεν ήταν στις Πλατείες). Αυτές είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την πατρίδα. Και τώρα, και τότε, και πάντα.
ΥΓ. Φαντάζεται κανείς πως θα υπήρχαν μόνο ντόπιοι αστυνομικοί αν στη θέση μας πολιορκούνταν από αυτούς τους δυστυχείς πρόσφυγες η Ολλανδία, φέρ’ ειπείν; Ή, κάτι άλλο: φαντάζεται κανείς πως θα υπήρχαν μόνο δικοί μας αστυνομικοί αν εδώ στην Ελλάδα είχαμε γίνει, χάρη στα Μνημόνια, ένα κράτος που θα όμνυε στις μεταρρυθμίσεις για να καταστεί ανταγωνιστικό; Η γρήγορη απάντηση και στις δύο ερωτήσεις είναι: ΟΧΙ.