Το τραίνο έφτανε στον σταθμό της Κατερίνης. Το περίμενα καθιστός σε μία από τις σιδερένιες καρέκλες εκεί. Την ώρα που σταματούσε, άνοιξε μία δεξαμενή και άδειασε νερό, το οποίο χύθηκε στις γραμμές αλλά και στην τσιμεντένια πλατφόρμα, μέχρι και στο παντελόνι μου. Όταν κατέβηκε ο ελεγκτής, τον ρώτησα γιατί έγινε αυτό και πώς είναι δυνατόν να βρέχει το τραίνο τους επιβάτες. Με έλουσε με κοσμητικά επίθετα, μου είπε πως «άμα δεν σου αρέσει, να μην ανέβεις» και γύρισε την πλάτη του. Ανέβηκα, μιας και είχα συναντήσεις στην Αθήνα και βιαζόμουν...
Στο κουπέ ήμασταν τρεις. Ο ελεγκτής πέρασε για να σκανάρει το εισιτήριό μου και με επέπληξε ξανά. Οι άλλοι δύο με ρώτησαν τι έγινε και τους είπα εν τάχει, προσθέτοντας πως αν στο μέλλον εμφανιστεί άλλη εταιρία, με πιο σύγχρονα βαγόνια και περισσότερη ευγένεια από τους υπαλλήλους της, θα την προτιμήσω ανεπιφύλακτα.. Η αντίδρασή τους με ξάφνιασε: «Έλα μωρέ και τι έγινε; Επειδή σου λέρωσαν το παντελόνι; Θα το αλλάξεις, 'ντάξει, πώς κάνεις έτσι; Και αυτός έχει οικογένεια, θέλεις να μείνει άνεργος; Αφού μας πάει το τραίνο στον προορισμό μας, τι άλλο θέλεις; Αυτή είναι η Ελλάδα, μια χαρά είναι και έτσι».
Τότε συνειδητοποίησα πως και οι δύο άνθρωποι έπασχαν από το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, φτάνοντας να δικαιολογούν και να υπερασπίζονται κάποιον που συνειδητά δεν τους φέρεται σωστά.
Η «ιδιαίτερη ψυχολογία του 80% όσων επιχειρούν στην Ελλάδα
Το 1973 έγινε στη Στοκχόλμη μία ληστεία με ομήρους. Μετά τη λήξη της, οι όμηροι δέθηκαν τόσο πολύ με τους δράστες, που αρνήθηκαν να καταθέσουν εναντίον τους, ενώ προσπάθησαν να συλλέξουν και χρήματα για την υπεράσπισή τους. Από τότε η επιστήμη της Ψυχολογίας δημιούργησε τον ορισμό του συνδρόμου της Στοκχόλμης, στην περίπτωση που τα θύματα φτάνουν να στηρίζουν και να βοηθούν τους θύτες.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα με το 80% περίπου όσων επιχειρούν στην Ελλάδα. Μπορεί το Κράτος να παραμένει εχθρός και αντίπαλός τους στις περισσότερες περιπτώσεις (τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται από τον Ιούλιο του 2019, αλλά έχουμε ακόμη πολύ δρόμο για να αλλάξουν), να ζουν σε μία διαρκή αβεβαιότητα, να επιχειρούν σε μία αγορά που διαρκώς συρρικνώνεται και να υπερ-φορολογούνται, όμως το μυαλό τους είναι κολλημένο στο πώς θα συνεχίσουν και πάλι εδώ, πώς θα βρουν τρόπο να αποφύγουν τους φόρους και να «ξεγελάσουν» το σύστημα. Μπορεί να μιλάς μαζί τους και για ώρες να σου παραπονιούνται για τις δυσκολίες που βιώνουν. Αν όμως τους πεις να ανοίξουν τα φτερά τους προς το εξωτερικό για να δείξουν εκεί την αξία τους, θα σε ψέξουν και στο τέλος θα υπερασπιστούν το ίδιο το σύστημα που νωρίτερα κατηγορούσαν.
Πώς γίνεται να κάνεις το ίδιο πράγμα λάθος και να περιμένεις να προκύψει κάτι σωστό;
Στην Ελλάδα 8 στους 10 επαγγελματίες και επιχειρηματίες χάνουν λεφτά αν δουλέψουν νόμιμα. Οι περισσότεροι δεν το ξέρουν, δεν το καταλαβαίνουν ή πολύ απλά δεν θέλουν να το ξέρουν. Δικαίωμά τους.
Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς, όσες φορές και αν αποτύχουν, πάλι στην Ελλάδα θέλουν να δραστηριοποιηθούν. Συνεχίζουν να κάνουν αυτό που άκουσαν / έμαθαν / ξέρουν, περιμένοντας ένα διαφορετικό αποτέλεσμα, την ώρα που όλα τα δεδομένα είναι εναντίον τους και λίγοι θα μπορέσουν να ξεφύγουν. Κάνουν το ίδιο λάθος και περιμένουν την επόμενη φορά να βγει σωστό.
Τους ξεπερνάει η ιδέα πως είτε θα πρέπει να αλλάξουν τρόπο δουλειάς, είτε πολύ απλά να φύγουν από την Ελλάδα και το επιχειρηματικό περιβάλλον της, που δεν τους επιτρέπει να κερδίσουν πραγματικά λεφτά με τον τρόπο εργασίας τους, δεν τους αφήνει να αναδείξουν την αξία και τα ταλέντα τους.
«Να βρω τρόπο να συνεχίσω να δουλεύω εδώ»
Μαζί με τον αδερφό μου Γρηγόρη, είμαστε στη Ρουμανία από το 2004 και έχουμε κτίσει τέσσερις επιχειρήσεις. Μία εξ αυτών είναι η συμβουλευτική και το άνοιγμα εταιρίας στη Ρουμανία, μαζί με την υποστήριξή της μετά (after sales service στην πράξη). Κάθε χρόνο συνομιλούμε με 2.000+ ανθρώπους. Έχοντας επιλέξει να είμαι αυτός που συνομιλεί με τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών, θα έλεγα πως η πλειοψηφία τους εντάσσεται σε δύο κατηγορίες:
Α. Αυτοί που θέλουν να κάνουν κάτι έξω, με στόχο να πάρουν κάποια μεγάλη επιδότηση ή δάνειο (το όνειρο μίας γενιάς Ελλήνων, όπως φαίνεται). Εξαιρώντας το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνουν πως κανείς δεν τους χαρίζει λεφτά, όταν τους ρωτάς τι θέλουν να κάνουν με τα χρήματα που θα πάρουν από έξω, η απάντηση είναι «να ανοίξω κάτι στην Ελλάδα».
Αν συνεχίσεις τη συζήτηση, θα καταλάβεις πως όλοι τους έπαθαν κάποια ζημιά στη χώρα μας, γονάτισαν από τους φόρους και τα προβλήματα. Παρόλα αυτά σχεδόν πάντα δεν έχουν business plan, ούτε κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα / λόγο για να κάνουν τη δουλειά που λένε ότι θέλουν να στήσουν, ούτε και έχουν καθίσει να μετρήσουν έσοδα και έξοδα. Θα την κάνουν «τυφλοσούρτι» και κατά 95% θα έχουν φορτωθεί με υποχρεώσεις που δεν θα μπορούν να πληρώσουν σε λιγότερα από 3 χρόνια μετά την έναρξη.
Β. Αυτοί που θέλουν «να έχουν ένα μαγαζί στην Ελλάδα, να κάνουν εταιρία στο εξωτερικό με υποκατάστημα εδώ και να κόβουν αποδείξεις από το εξωτερικό, χωρίς να πληρώνουν την Ελληνική Εφορία». Όταν τους εξηγώ ότι αυτό δεν γίνεται, μιας και οικονομική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, φορολογείται στην Ελλάδα, οι αντιδράσεις είναι τρεις:
- Είτε βρίζουν / επιτίθενται και λένε ότι δεν ξέρω το κόλπο (που άλλοι το ξέρουν, τους είπαν ότι υπάρχει κλπ)
- Είτε μου εξηγούν ότι έχουν πνιγεί από την κατάσταση στην Ελλάδα και ψάχνουν απελπισμένοι μία διέξοδο
- Είτε ψάχνουν κάποιον άλλον «μάγο» (και συχνά μετά από μήνες μας ξαναγράφουν).
«Μα οι άλλοι πώς τα καταφέρνουν;»
Αν κάποιος πει στις δύο παραπάνω κατηγορίες ανθρώπων ότι αφού δεν τα καταφέρνουν στην Ελλάδα, ίσως έχει νόημα να δουν κάτι στο εξωτερικό, συχνά η σκέψη και μόνο τους ξεπερνάει. Θα προσπαθήσουν να «παλέψουν όσο αντέξουν», θεωρώντας ότι αυτό τους κάνει πατριώτες. Θα συνεχίσουν να αναζητούν μαγικές λύσεις. Αν τύχει να τους μιλήσω / συναντήσω ξανά μετά από χρόνια, συνήθως μου λένε ότι έχουν χάσει τα πάντα, ότι τελικά δεν άντεξαν, ότι είχα δίκιο για το εξωτερικό κλπ.
- «Οι άλλοι πώς τα καταφέρνουν;» με ρώτησε κάποιος πριν μερικούς μήνες, αφού πρώτα επί 20 λεπτά μου εξηγούσε πως το Ελληνικό οικονομικό περιβάλλον τον διέλυσε.
- «Δεν τα καταφέρνουν κατ’ ανάγκη. Είτε ανοίχτηκαν προς το εξωτερικό και αν είναι σοβαροί πετυχαίνουν, είτε προσπαθούν με «λεβεντιές» να σταθούν στην Ελλάδα, είτε σέρνονται όσο αντέξουν».
- «... μα μου λες να αφήσω την Ελλάδα;»
- «Αφού δεν τα καταφέρνεις εδώ»
- «Εντάξει μωρέ, δεν είναι και τόσο άσχημα, θα δούμε, θα τη βρούμε την άκρη εδώ».
Αντί να αντιμετωπίσουμε την αιτία, ψάχνουμε λύσεις μόνο για το αποτέλεσμα
Το πρόβλημα όμως παραμένει: Καθημερινά στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες επιχειρήσεις που κανείς δεν ξέρει γιατί γίνονται, πώς θα λειτουργήσουν και πώς θα βγάλουν (πραγματικά) κέρδη. Η πλειοψηφία των Ελλήνων του ιδιωτικού τομέα έχει ξεχάσει ακόμη και την έννοια του τι σημαίνει «κέρδη με όλες τις υποχρεώσεις πληρωμένες».
Περισσότεροι από τρεις στους τέσσερις Έλληνες χρωστάνε στην Εφορία και στις τράπεζες, με μερική ή μηδενική δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών τους, ενώ άπειροι άλλοι απλά δουλεύουν «εκτός συστήματος», εκβιαζόμενοι από «φίλους που τους δίνουν παραστατικά» κλπ. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της δυσκολίας τους να τα καταφέρουν δουλεύοντας στην Ελληνική αγορά. Αντί να αντιμετωπίσουν την αιτία του προβλήματος, επικεντρώνονται στο αποτέλεσμα αυτής (τα χρέη), ψάχνουν πώς θα βρουν τρόπο να συνεχίσουν να δουλεύουν και πάλι εδώ και δικαιολογούν όλους και όλα όσα δημιουργούν την αιτία.
Μήπως η λύση είναι να βγάλουμε το κεφάλι μας έξω από το παράθυρο;
Όταν το 2004 έφυγα από την Ελλάδα και επέλεξα τη Ρουμανία, θεώρησα ότι η χώρα μας είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε ένα δωμάτιο που «είχε άσχημη μυρωδιά». Σήμερα, η νέα δεκαετία που έχει ξεκινήσει μας βρίσκει στο δωμάτιο αυτό που είναι πια κακοφορμισμένο. Για τους περισσότερους η λύση παραμένει να κρατήσουν την ανάσα τους όσο αντέξουν.
Μήπως όμως πια έφτασε η ώρα να βγάλουμε το κεφάλι μας έξω από το παράθυρο; Να δούμε και τι συμβαίνει στο εξωτερικό και να ψάξουμε τις επιλογές μας για να καταφέρουμε κάτι εκεί; Ναι, ενδεχομένως να πρέπει να ξεβολευτούμε, να ρισκάρουμε και να δουλέψουμε πολύ. Όμως ο «καθαρός αέρας» έξω από το παράθυρο αξίζει τον κόπο.
Πλέον η τεχνολογία μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε σχεδόν τα πάντα, όλη η πληροφορία βρίσκεται στη διάθεσή μας. Με σοβαρούς συνεργάτες, δουλειά και υπομονή μπορούμε να αλλάξουμε τα δεδομένα της δουλειάς και της ζωής μας.
Ο Γρηγόρης και εγώ αυτό το πετύχαμε στη Ρουμανία. Φύγαμε προτού η (κερδοφόρα) επιχείρησή μας στην Ελλάδα μετατραπεί σε ερείπιο. Πληρώσαμε όλες τις υποχρεώσεις μας και προχωρήσαμε παρακάτω, προτού από επιχειρηματίες μετατραπούμε σε «ικετεύοντες». Διαλέξαμε μία μεγάλη χώρα, με μεγάλη προοπτική, δυνατή αγορά και χαμηλή φορολογία, της οποίας οι κάτοικοι λατρεύουν την Ελλάδα.
Μήπως είναι η ώρα να δεις και εσύ τις επιλογές σου και να προσπαθήσεις «να βγάλεις το κεφάλι έξω από το παράθυρο»;
ΥΓ.2. Έχω γνωρίσει 100+ Έλληνες επιχειρηματίες ολκής που μου έλεγαν ότι δεν έχουν ανάγκη να βγουν στο εξωτερικό γιατί είναι πανίσχυροι στην Ελλάδα. Άνω του 80% εξ αυτών είναι σήμερα εκτός αγοράς...
* Ο Ηλίας Π. Παπαγεωργιάδης είναι διευθύνων σύμβουλος της MORE, που περιλαμβάνει και τη MORE Consulting, επί χρόνια μία εκ των κορυφαίων συμβουλευτικών εταιριών με έδρα το Βουκουρέστι. Ασχολείται τόσο με την ίδρυση εταιρίας στη Ρουμανία, όσο και με την πλήρη υποστήριξη μετά την έναρξη λειτουργίας.
Μαζί με τον αδερφό του Γρηγόρη έχουν επίσης εταιρία εξαγωγής ελληνικών βιολογικών φρουτολαχανικών, εταιρία συμβουλευτικής για φωτοβολταϊκά έργα, βιοαέριο και έργα περιβάλλοντος, εταιρία επενδυτικών συμβουλών ακινήτων και άλλα, πάντα στη Ρουμανία.