Tης Κατερίνας Οικονομάκου
Είχε την τύχη να γλιτώσει από όσα ο Πέτερ Χάντκε δεν περιγράφει στα κείμενά του. Έτσι το έθεσε. «Το γεγονός ότι μπορώ να στέκομαι σήμερα μπροστά σας, το οφείλω σε μια πραγματικότητα που εκείνος δεν αναγνώρισε, όταν την παρουσίαζε στα κείμενά του της δεκαετίας του ''90». Ο άνθρωπος που ξεστόμισε αυτά τα λόγια δεν κινδυνεύει να καταγγελθεί ως κανένας ζηλωτής του κινήματος της πολιτικής ορθότητας, ο οποίος απαιτεί από έναν σπουδαίο πεζογράφο να έχει παρελθόν αγγέλου. Και σίγουρα δεν κινδυνεύει να κατηγορηθεί για ανεπαρκής ή αδαής αναγνώστης της μεγάλης λογοτεχνίας.
Την περασμένη Δευτέρα, ο Σάσα Στάνισιτς παρέλαβε το γερμανικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τίτλο «Καταγωγή», το οποίο η κριτική έχει επαινέσει για τη δύναμη της φαντασίας, το χιούμορ και τη λεπταίσθητη ειρωνεία που το χαρακτηρίζουν. Ο 41χρονος συγγραφέας γράφει για τη γιαγιά του καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα αρχίζει σταδιακά να χάνει τη μνήμη της, μιλώντας την ίδια ώρα για τη φυγή της οικογένειας από τη σπαρασσόμενη Γιουγκοσλαβία, την κατάρρευση αυτής που γνώριζε ως πατρίδα και τα κατοπινά χρόνια στην Γερμανία, όπου έφτασε κουβαλώντας μια «καταγωγή».
Γεννημένος το 1978 στο Βίσεγκραντ της Βοσνίας, ο Στάνισιτς είναι γιος μιας Βόσνιας μουσουλμάνας κι ενός Σέρβου χριστιανού, που το 1992 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Το βράδυ της Δευτέρας, ο Στάνισιτς χρησιμοποίησε το βήμα που του δόθηκε, όχι για να καταγγείλει την Σουηδική Ακαδημία για την επιλογή της ή να ηθικολογήσει, αλλά για να μιλήσει ως μάρτυρας μιας γενοκτονίας, θυμίζοντας στο κοινό του ένα κείμενο που ο Χάντκε είχε γράψει για το Βίσεγκραντ. Εκεί, ο αυστριακός συγγραφέας εξέφραζε τη βεβαιότητα πως οι πολιτοφυλακές δεν θα μπορούσαν να έχουν διαπράξει γενοκτονία. Αυτές οι πολιτοφυλακές είχαν έναν αρχηγό, όπως ο θυμίζει ο Στάνισιτς. Το όνομά του είναι Μίλαν Λούκιτς και τον Ιούλιο του 2009 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, καθώς κρίθηκε ένοχος για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο γερμανο-βόσνιος συγγραφέας δεν μίλησε περισσότερο για τις δολοφονίες, τους βασανισμούς και τις λεηλασίες που τεκμηριωμένα διέπραξε στην πόλη του ο Λούκιτς. Όποιος ενδιαφέρεται για την πρόσφατη ιστορία των Βαλκανίων, μπορεί εύκολα να έχει πρόσβαση σε όλες τις λεπτομέρειες. Παρατήρησε απλώς ότι ο Χάντκε δεν τον αναφέρει σε κανένα σημείο. Όπως δεν αναφέρει και τα θύματα. «Λέει ότι είναι αδύνατο να συνέβησαν αυτά τα εγκλήματα. Αλλά συνέβησαν», επαναλαμβάνει.
Ένας βρετανός δημοσιογράφος που είχε καλύψει τη γενοκτονία, σχολίασε την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας με ένα κείμενο που ξεκινάει ως εξής: «΄Ώστε η σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση απονέμεται σε έναν συγγραφέα που αρνείται την ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τα οποία είχα την φρικτή τιμή να ανακαλύψω στην Βοσνία το 1992...» Για το ίδιο θέμα, ένας γερμανός αρθρογράφος έκανε έναν συλλογισμό που οπωσδήποτε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτικά ορθός: «Κι αν ο Χάντκε είχε σχετικοποιήσει τη σφαγή Σουηδών;» Αν έχει μια αξία το ερώτημά του, είναι ότι αναδεικνύει μια απλή αλήθεια: Η σχετικοποίηση μιας γενοκτονίας δεν εμπίπτει ακριβώς στην κατηγορίας της πολιτικής άποψης.
Η πρόσκληση να διαχωρίζουμε το έργο από τον δημιουργό του, η απαίτηση να αναζητούμε την καλλιτεχνική αξία, χωρίς να ξεψαχνίζουμε βιογραφικά και απόψεις, παραμένει μια πολύτιμη δικλείδα ασφαλείας για τον πολιτισμό μας. Αλλά οι λογοτέχνες, όπως ακριβώς κι εμείς, έχουν ευθύνη απέναντι στην εποχή τους. Σε αυτό το «εμείς» ανήκουν και τα μέλη της επιτροπής που βράβευσαν τον Πέτερ Χάντκε. Το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν είναι αναμφισβήτητα ένα αριστούργημα. Αυτό δεν αλλάζει όσες φορές κι αν μνημονεύσουμε το επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο σπουδαίος γάλλος συγγραφέας ήταν διαβόητος αντισημίτης και συνεργάτης της κυβέρνησης του Βισί. Όμως το μνημονεύουμε.