Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σειρές podcast που ακούμε τους τελευταίους μήνες (κι ακούμε πολλές) είναι αυτή του Μπιλ Κλίντον. Στο podcast «Why I’am telling you this» ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος, ένα σημείο αναφοράς για όλους τους προοδευτικούς διεθνώς, συνομιλεί με πρόσωπα που με τη δράση και τη δημόσια παρουσία τους προάγουν την «ατζέντα» του Ιδρύματος Κλίντον που είναι και ο παραγωγός αυτού του podcast.
Κάποιες από τις συζητήσεις αυτές ουδόλως αφορούν έναν Ευρωπαίο ακροατή, αρκετά από τα θέματα είναι αμερικανικού ενδιαφέροντος και δεν είναι όλες οι συζητήσεις ενδιαφέρουσες, κάποιες είναι βαρετές. Όλες όμως τις ακούμε όχι τόσο για το περιεχόμενό τους per se όσο για παρατηρήσουμε πως προσεγγίζει τα διάφορα ζητήματα ο σημαντικότερος, ίσως, πολιτικός του β΄μισού του 20ου αιώνα, ποιες είναι οι ερωτήσεις που κάνει, πως διαφωνεί με τους συνομιλητές του, πως εκφράζει τις δικές του ιδέες χωρίς να τους «καπελώνει». Είναι πραγματικά ενδιαφέρον και διδακτικό.
Θα ήταν κοινοτοπία να αναλύσουμε τη σημασία που έχει για κάθε πολιτικό σύστημα η παρουσία πρώην προέδρων και πρωθυπουργών. Είναι οι πολιτικοί που απολαμβάνουν τη μεγαλύτερη ελευθερία να μιλούν και να σχολιάζουν, όσο τολμηρά το επιθυμούν.
Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχουμε πέντε πρώην πρωθυπουργούς (εννοείται ότι δεν υπολογίζουμε τον κ.Τσίπρα που είναι εν ενεργεία πολιτικός, ούτε τους υπηρεσιακούς), σχετικά νέους και σίγουρα επαρκέστατους στο να αναλύουν και να σχολιάζουν την πολιτική επικαιρότητα και με τις παρεμβάσεις τους να νουθετούν πολιτικό σύστημα και πολίτες.
Πώς γίνεται πολιτικοί με το κύρος αλλά ειδικά με την παιδεία των κ.κ. Σημίτη, Καραμανλή, Σαμαρά, Παπανδρέου που έχουν μια εμπεδωμένη ικανότητα να γίνονται επικοινωνιακά διαπερατοί, να μην διατηρούν κι εκείνοι από ένα blog, ακόμα κι ένα podcast, για να επικοινωνούν αδιαμεσολάβητα τις ιδέες τους, τα διαβάσματά τους, τις προβλέψεις τους, να συνομιλούν με ανθρώπους των γραμμάτων, των επιστημών, των τεχνων, με νέους ανθρώπους, εργαζόμενους, επιχειρηματίες φοιτητές;
Η ερώτηση είναι εν πολλοίς ρητορική γιατί γνωρίζουμε την αντίληψη περί πολιτικής στη χώρα μας: οι τρεις από αυτούς είναι ακόμα βουλευτές (κακώς κατά τη γνώμη μας) και περιορίζονται από τις υποχρεώσεις που έχουν απέναντι στο κόμμα τους στη Βουλή, ο Τύπος διαρκώς ψάχνει αφορμές να τους εμπλέξει σε εσωκομματικές ίντριγκες και παρ’όλο που η χώρα είναι εμμονική με τις συντάξεις, δεν αποτιμά θετικά την εικόνα του συνταξιούχου και δη της πολιτικής, οπότε κι εκείνοι διστάζουν να ενδυθούν την ιδιότητα του «δημογέροντα».
Τα ξέρουμε αυτά αλλά στην πραγματικότητα αναρωτιόμαστε γιατί παρόλα αυτά οι πρώην πρωθυπουργοί μας δεν επιχειρούν να γίνουν πιο τολμηροί. Ο Τύπος θα επιχειρήσει να βγάλει παραπολιτικά λαβράκια δυο-τρεις φορές, μετά θα σταματήσει. Άλλωστε μιλάμε για εξαιρετικά έμπειρους ανθρώπους. Ξέρουν ποια θέματα μπορούν να σχολιάζουν χωρίς να δημιουργούν «υποψίες». Γιατί δεν θέλουν να δείξουν ότι παρακολουθούν κι αυτοί τις διεθνείς εξελίξεις, τις μεγάλες διεθνείς συζητήσεις και ότι έχουν απόψεις για ό,τι συζητείται σήμερα; Γιατί δεν τους ενδιαφέρει να λειτουργήσουν ως role models για τους νεότερους; Ή μήπως δεν τους ενδιαφέρει;
Αν ως κοινωνία αρχίσουμε να εκτιμούμε την έννοια της πολιτικής παρακαταθήκης και οι πρώην πρωθυπουργοί και πολιτικοί πρώτης γραμμής αρχίσουν να αποτιμούν διαφορετικά τον πολιτικό χρόνο, ίσως τότε να παράγουμε καλύτερη πολιτική γενικώς.
Μέχρι τότε θα πρέπει να συμβιβαστούμε με πολιτικούς που παράγουν μόνο παραπολιτικά. Όμως αξίζουμε καλύτερα.