Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Η Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάκου, κόρη του Ναυάρχου και Επίτιμου Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος Εμμανουήλ Πελοποννήσιου OBE, που έφυγε από τη ζωή το 2014, και της παιδαγωγού Μαρίας Πελοποννησίου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1987 και ερμηνεία εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Ελληνικό Παιδικό Μουσείο το 1995, ενώ έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Mουσείων και Γκαλερί στο City University του Λονδίνου το 2000. Εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος από το 1994 και στο ΜΙΕΤ από το 2008 σαν Υπεύθυνη Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, ενώ έχει εργαστεί και στο μουσείο της Τράπεζας της Αγγλίας το 2001 και εθελοντικά για τη δημιουργία του Μουσείου Κάλλας το 2013. Από το 1997 ασχολείται εθελοντικά με την Οικία Κατακουζηνού και από το 2008 με τον σχεδιασμό και τη λειτουργία της. Έχει εκδώσει δύο παραμύθια με τη Μικρή Άρκτο.
Αγαπητή κυρία Πελοποννησίου, θα μας πείτε καταρχάς συνοπτικά την ιστορία του ζεύγους Κατακουζηνού; Λέω «συνοπτικά», αν και ξέρω βέβαια πως πρόκειται για ιστορία πολύ μεγάλη, εξόχως ενδιαφέρουσα και πραγματικά πλούσια.
Ο Άγγελος και η Λητώ Κατακουζηνού ανήκαν στην πνευματική ελίτ της εποχής τους, τη λεγόμενη γενιά του '30, και λειτουργούσαν ταυτόχρονα ως πρεσβευτές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό αλλά και ως εισηγητές των διεθνών τάσεων στην ελληνική πραγματικότητα.
Ο Άγγελος γεννήθηκε το 1902 στο Ρέμα, Βατούσα στη Λέσβο και αποφοίτησε με Άριστα από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης στα 16 του χρόνια. Αποφάσισε να σπουδάσει νευρολογία-ψυχιατρική ώστε να ανακουφίσει τον ανθρώπινο πόνο. Σπούδασε στη Γαλλία, στην αρχή στο Montpellier και στη συνέχεια στο Παρίσι. Μολονότι ήταν από τους σημαντικότερους νευρολόγους της εποχής του σε παγκόσμιο επίπεδο, με συνεχείς προτάσεις για αναγνωρισμένη και πολύ πιο προσοδοφόρα καριέρα στο εξωτερικό, επέλεξε να μείνει στην Ελλάδα και έβρισκε πάντοτε τον χρόνο να βοηθήσει τον πολιτισμό της χώρας του.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930, ως συνεργάτης του Πατρίκιου, και μαζί μεγαλούργησαν στη νευρολογική κλινική του Ευαγγελισμού. Το 1942, του αρνήθηκαν την έδρα στην Ιατρική Σχολή Αθηνών με το δικαιολογητικό πως μιλούσε τόσο ωραία, που θα μπορούσε να παρασύρει τους φοιτητές της ιατρικής σε λάθος δρόμο… Το 1947 έφυγε από τον Ευαγγελισμό, αφού δεν πήρε την θέση του Πατρίκιου, και ανέλαβε τη θέση του Διευθυντή της Νευρολογικής Κλινικής της Παμμακαρίστου, όπου και παρέμεινε για 30 χρόνια.
Την ίδια εποχή εκλέχτηκε και στην Ιατρική Σχολή στο Παρίσι. Ίδρυσε την Ελληνογαλλική Πνευματική Ένωση το 1951 και, ως πρόεδρός της, έφερε το 1955 τον Albert Camus να μιλήσει για το μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού μαζί με τα σημαντικότερα πνεύματα εκείνης της εποχής στην Ελλάδα, τους Θεοτοκά, Βεγλερή, Παπανούτσο, Εμπειρίκο, Τσάτσο, Γκίκα, μια συζήτηση που άφησε εποχή και που παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρη ώς τις μέρες μας.
Ο Κατακουζηνός υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του '50 και στη συνέχεια πρόεδρός της για 12 χρόνια. Μέσα στα χρόνια της δικτατορίας τόλμησε να δώσει βήμα σε «πολιτικά ύποπτους» πνευματικούς ανθρώπους και να διοργανώσει εκθέσεις και ομιλίες, που ο απόηχός τους αντηχεί μέχρι σήμερα. Από τη θέση αυτή προσπάθησε να αποτρέψει τις αστυνομικές Αρχές να συλλάβουν διαδηλωτές φοιτητές, που είχαν κρυφτεί στο κτίριο, και έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στην αμερικανική κυβέρνηση για την τραγωδία της Κύπρου. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η προσφορά του στο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ. Σύμφωνα με το αρχειακό υλικό και τα λόγια του ίδιου του Κατακουζηνού σε επιστολή του στην Ιωάννα Τσάτσου, το έσωσε δύο φορές από σίγουρο κλείσιμο, μέσω προσωπικής του παρέμβασης στον εγγονό του Louis Pasteur, τον Louis Pasteur Vallery-Radot, και το υπηρέτησε 30 χρόνια αφιλοκερδώς, τα δε τελευταία ως πρόεδρος του διοικητικού του συμβουλίου. Και για αυτή την προσφορά του, όπως και για τα όσα έκανε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βραβεύτηκε από τη γαλλική κυβέρνηση και έχαιρε της προσωπικής εκτίμησης του προέδρου της, στρατηγού de Gaulle. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν εμπόδισε τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση από το Ινστιτούτο Παστέρ το 1975, με το δικαιολογητικό πως δεν ήταν καθηγητής σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Λίγα χρόνια μετά, το 1979, θα απορριπτόταν η υποψηφιότητά του στην Ακαδημία Αθηνών. Τον Αύγουστο του 1982 έφυγε μέσα σε ένα βράδυ από εγκεφαλικό.
Η Λητώ Κατακουζηνού γεννήθηκε στον Πειραιά το 1909. Η μητέρα της, η Ροδόπη Σκλαβούνου, ήταν συγγενής με τον βασιλιά Vittorio Emmanouelle της Ιταλίας αλλά και τον βασιλιά Νικήτα του Μαυροβουνίου. Ο πατέρας της, ο Αναστάσιος Πρωτόπαππας, υπήρξε παιδίατρος και γερουσιαστής του Βενιζέλου. Η Λητώ σπούδασε μουσική στη Βιέννη και μιλούσε άπταιστα 4 γλώσσες. Το 1946 παρουσίασε το θεατρικό της έργο «Φωτεινό Μονοπάτι» με ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου και πρωταγωνίστρια την Αλέκα Κατσέλη και στη συνέχεια μια σειρά από λογοτεχνικά βιβλία βασισμένα στις εμπειρίες της. Το τελευταίο της βιβλίο «Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου» άσκησε μέχρι τις μέρες μας μια πολύ μεγάλη επιρροή και έμπνευση. Δημιούργησε το Ίδρυμα «Άγγελος και Λητώ Κατακουζηνού» και έφυγε τον Δεκέμβριο του 1997.
Το διαμέρισμά τους στη λεωφόρο Αμαλίας ήταν ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά σαλόνια της γενιάς του '30. Λειτουργούσε από το 1960, ως συνέχεια της πρώτης τους κατοικίας, στην οδό Πινδάρου 7. Ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιστήμονες που σημάδεψαν τη σύγχρονη Ελλάδα αλλά και πολλοί επιφανείς Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ήταν φίλοι τους και τους επισκέπτονταν συχνά για να απολαύσουν την ατμόσφαιρα, τη θέα και την παρέα. Σας αναφέρω μερικούς μόνο από τους επισκέπτες: ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ηλίας Βενέζης, ο Γεώργιος Γουναρόπουλος, ο Σπύρος Βασιλείου, η Θάλεια Φλωρά-Καραβία, η Μυρτιώτισσα, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Marc Chagall, ο Camus, ο Faulkner, ο Gore Vidal, ο Κάρολος Κουν, ο Κώστας Ταχτσής, ο Γιώργος Κατσίμπαλης και δεκάδες άλλοι σύχναζαν στο σαλόνι τους.
Σαγηνευτική ιστορία. Σας ευχαριστούμε κυρία Πελοποννησίου… Εσείς λοιπόν σήμερα, και για την ακρίβεια εδώ και καιρό, διευθύνετε την Οικία Κατακουζηνού. Πώς ξεκίνησε αυτό; Με δική σας πρωτοβουλία, σωστά;
Τα Χριστούγεννα του 1989 διάβασα το βιβλίο της Λητώς Κατακουζηνού για τον σύζυγό της, Άγγελο, και γοητεύτηκα από την προσωπικότητά του, την προσφορά του στον τόπο μας, τη σχέση του με τους καλλιτέχνες και το πολιτιστικό γίγνεσθαι της εποχής του αλλά και την πορεία του συνολικά. Ο Κατακουζηνός, μέσα από τα λόγια της Λητώς, αντιπροσώπευε για μένα, στα νεανικά μου χρόνια, το πρότυπο του ανθρώπου που νοιάζεται πάνω από όλα για τον άνθρωπο, κοινό στοιχείο και της προσωπικότητας του πατέρα μου, Εμμανουήλ Πελοποννήσιου, που αφιέρωσε τη ζωή του στην προστασία της ζωής των συνανθρώπων του.
Σαν αναγνώστης της λογοτεχνικής περιόδου 1920-1960, μιας εποχής κατά την οποία δέσποζαν στη χώρα οι εκπρόσωποι της γενιάς του '30, είχα εντυπωσιαστεί κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη των διαφόρων δημιουργικών ομάδων της εποχής συνεργάζονταν, ώστε να βγει «προς τα έξω» ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ελλάδα κάθε φορά. Είχαν τις διαφορές τους αλλά και ένα όραμα για τον τόπο, το οποίο υπηρετούσαν με πάθος. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η γενιά μάς χάρισε δύο βραβεία Nobel. Η διάσωση αυτής της ιστορίας των Κατακουζηνών και της οικίας τους για τις μετέπειτα γενιές ήταν το κίνητρό μου για μια προσωπική τριακονταετή, συνεχή και εθελοντική προσφορά για την προστασία της και της ανάδειξης τους.
Από το 1989 έως το 1997 έβλεπα συχνά τη Λητώ και άκουγα τις ιστορίες της και συνειδητοποιούσα πόσο σημαντικό ήταν για εκείνη να μην ξεχαστεί η κληρονομιά τους και η ιστορία του Άγγελου και του σπιτιού τους. Όταν, αρκετό καιρό μετά τον θάνατό της, έμαθα πως ήμουν ένας από τους ανθρώπους που είχε επιλέξει για αυτόν τον σκοπό, αισθάνθηκα μια μεγάλη ηθική υποχρέωση. Ήταν ένας από τους λόγους που έφυγα για ένα χρόνο από την εργασία μου και πήγα το 2000 στο Λονδίνο στο City University για να εκπαιδευτώ στη διαχείριση παρόμοιων χώρων. Εκεί είχα την ευκαιρία να δω από κοντά τη γοητεία των σπιτιών-μουσείων και την προσφορά τους. Δυστυχώς στη χώρα μας δεν έχουμε καταλάβει την αξία τους, αν και τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μια πρόοδος.
Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμίσω το ακόλουθο που είχε επισημάνει από το 1933 ο Laurence Vail Colleman: «Τα σπίτια-μουσεία απευθύνονται στο συναίσθημα, και αυτό το ισχυρό τους σημείο […] αξίζει να ενδυναμωθεί με τη δημιουργία ατμόσφαιρας. Μία από τις συχνότερες παρατηρήσεις των επισκεπτών είναι ότι απολαμβάνουν να βρίσκονται εκεί γιατί μοιάζουν με σπιτικά και όχι με ιδρύματα».
Στο Λονδίνο έζησα μέχρι το 2005 και, όταν επέστρεψα, με την κόρη μου σε ηλικία μερικών μηνών, θέλησα να προσφέρω και εγώ κάτι στη χώρα μου. Έτσι μετά από πολύ μεγάλη προσπάθεια, μια που το Ίδρυμα είχε ελάχιστα χρήματα, κατάφερα να ξαναφτιάξω την Οικία Κατακουζηνού, που είχε μεγάλες φθορές, και να την ξανανοίξω για το κοινό το 2008. Τα τελευταία δέκα χρόνια υπηρετώ τη σιωπηλή μου υπόσχεση προς τη Λητώ, που με επέλεξε, και προς τον Άγγελο, που δεν είχα την τύχη να γνωρίσω, από τη θέση της Επιμελήτριας της Οικίας και του Αρχείου και Υπεύθυνης των πολλαπλών εκδηλώσεων που παρουσιάζονται στον χώρο της.
Πείτε μας μερικές από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις που έχετε διοργανώσει στην Οικία Κατακουζηνού όλα αυτά τα χρόνια. Μερικές που ξεχωρίζετε.
Είναι όλες τους παιδιά μου, θα απαντούσα αυθόρμητα. Και, για να μην αδικήσω ή ξεχάσω κάποια, θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ μόνο στο ξεκίνημά μας. Τον Μάιο του 2008 έμαθα πως, στις 26 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ένας ετήσιος θεσμός, οι Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς, θα είχαν ως θέμα το ακόλουθο: «Οικία και Οικείες ιστορίες». Τότε λοιπόν σκέφτηκα πως ήταν η στιγμή μας, γιατί ήμασταν μια οικία και πολλές ιστορίες. Άρχισα να ξαναστήνω το σπίτι δωμάτιο-δωμάτιο και το πρώτο που έκανα ήταν να στείλω ένα mail στο τότε Διευθυντή του Μουσείου Freud, στο Λονδίνο, και να του ζητήσω συνεργασία. Όλοι με συμβούλευσαν να μην περιμένω απάντηση και πως ήταν πολύ σύντομο το διάστημα για να γίνει η οποιαδήποτε συνεργασία. Λίγες μέρες μετά έλαβα το ακόλουθο mail από τον Διευθυντή του London Freud Museum τον Michael Molnar:
«Είτε βρισκόμαστε στο γραφείο του Καθηγητή Κατακουζηνού είτε σε αυτό του Καθηγητή Freud, η προσοχή μας παλινδρομεί ανάμεσα στα αντικείμενα που ο προηγούμενος κάτοικος του σπιτιού άφησε πίσω του και τα “εσωτερικά μας αντικείμενα” που τον αντιπροσωπεύουν στα μάτια μας. Κάθε μουσείο είναι μια Ακρόπολη: είναι ένας τόπος όπου η πραγματικότητα περιβάλλεται από φαντασία».
Αυτά τα λόγια του Διευθυντή του Freud Museum, όπως καταλαβαίνετε, μας «έβαλαν στο χάρτη». Λίγο καιρό αργότερα έλαβα το υλικό που χρειαζόμουν για να στήσω μια μόνιμη έκθεση στο γραφείο του Κατακουζηνού και να δείξω τα κοινά του στοιχεία με εκείνο του Freud. Επίσης μέσα από τις φωτογραφίες που μου έστειλε ο κ. Molnar θύμισα σε όλους το ταξίδι του Freud στην Αθήνα το 1903. Και φυσικά θύμισα σε όλους τι σήμαινε για τον Freud η Ακρόπολη, που για τη θέα της ακριβώς οι Κατακουζηνοί αγόρασαν το σπίτι στην Αμαλίας.
Στη συνέχεια επικοινώνησα με την κα Ιωάννα Προβίδη, από την Πινακοθήκη του Ν. Χ. Γκίκα, και φυσικά με τον Άγγελο Δεληβορριά, που χάρη στην Άννα Σικελιανού γνώριζα από το 1990. Τους ζήτησα να με βοηθήσουν στο ξεκίνημα της Οικίας Κατακουζηνού και να στήσουμε σε ένα δωμάτιο το ατελιέ του Γκίκα. Η Κριεζώτου 3, το εξαιρετικό αυτό μουσείο και πιο αγαπημένο μου, δεν είχε ανοίξει ακόμα και όλοι ήξεραν πως ο Κατακουζηνός είχε στενή φιλία με τον Γκίκα και πως ο τελευταίος είχε μείνει στην Αμαλίας 4, το 1960, για να ζωγραφίσει τις Τέσσερις Εποχές. Έτσι συμφώνησαν να συνεργαστούμε και στη συνέχεια στήθηκε σε ένα δωμάτιο το ατελιέ του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα που ήταν πραγματικά ένα πολύ μεγάλο δώρο για το ξεκίνημά μας.
Από την πρώτη στιγμή πίστευα πως η οικία Κατακουζηνού δεν πρέπει να είναι μόνο ένας θεματοφύλακας του παρελθόντος αλλά και ένας τόπος έμπνευσης, ένας χώρος που θα δίνει βήμα σε ανθρώπους να δείξουν τη δουλειά τους. Έτσι ήρθα σε επαφή με μία γκαλερί από το Λονδίνο, την John Martin Gallery, και ζήτησα έργα ενός συγκεκριμένου ζωγράφου, του Richard Cartwright, τα έργα του οποίου θεωρούσα πως θα ταίριαζαν στο χώρο, όπερ και εγένετο. Έτσι, 20 έργα του Richard Cartwright ταξίδεψαν για παγκόσμιο preview στην Αθήνα μαζί με τον καλλιτέχνη και τους ανθρώπους της Γκαλερί και ανακατεύτηκαν με τα έργα του σπιτιού σαν να ήταν από πάντα εκεί. Αυτή ήταν μια φιλοσοφία έκθεσης έργων που ακολουθήθηκε και για όλες τις εκθέσεις που φιλοξενήσαμε τα μετέπειτα χρόνια.
Τα εγκαίνια της Οικίας Κατακουζηνού, χάρη σε όλες αυτές τις συνεργασίες, ήταν λαμπρά και έβαλαν τον πήχη ψηλά, και φυσικά τα επόμενα χρόνια οι εκδηλώσεις που ακολούθησαν δικαίωσαν τις προσδοκίες όλων μας. Όλα αυτά έγιναν πάντα εθελοντικά, με ελάχιστα χρήματα και χάρη και στις χορηγίες κάποιων φορέων, όπως το Ίδρυμα Λεβέντη, και τη στήριξη κάποιων ανθρώπων.
Μαγική αρχή. Και μια πελώρια ιστορία από εκεί και πέρα. Μάλιστα… Και για τη συνέχεια; Τι ετοιμάζετε, παραδείγματος χάριν, για φέτος τον χειμώνα;
Η φετινή χρονιά συμπίπτει με τα δέκα χρόνια της Οικίας Κατακουζηνού, κάτι που για εμένα αλλά και όσους μάς πιστεύουν είναι ένα πολύ σημαντικό ορόσημο.
Η χρονιά ξεκίνησε με μια παρουσίαση των ντοκιμαντέρ του Ρωμανού Γεροδήμου, που ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο και ταυτόχρονα στην ψυχή μας. Μας θύμισε ότι για να παραμείνουμε άνθρωποι θα πρέπει να μπορούμε να επικοινωνούμε και να συγχωρούμε. Στη συνέχεια η κυρία Δέσποινα Γιαννούλη έφτιαξε μια υψηλής ποιότητας ξενάγηση-performance βασισμένη στην ιστορία της Οικίας και ξεναγεί περιορισμένο αριθμό επισκεπτών, με έναν πολύ αισθαντικό τρόπο, από δωμάτιο σε δωμάτιο. Πρέπει να πω πως οι περισσότεροι φεύγουν δακρυσμένοι. Φιλοξενούμε επίσης μια μουσική παράσταση που έγινε για την επέτειο των δέκα μας χρόνων: «Το Τραγούδι της Λητώς, μια ζωή, ένα συνεχόμενο τραγούδι», μια ιδέα της σοπράνο Κάτιας Πάσχου, η οποία έδωσε το βιβλίο «Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου» σε μια ομάδα πολύ ταλαντούχων ανθρώπων και όλοι μαζί δημιούργησαν μια μοναδική εμπειρία. Ο Νίκος Μωραΐτης μετέτρεψε την ιστορία του βιβλίου και του σπιτιού σε εφτά τραγούδια, που ντύθηκαν με τη μουσική που συνέθεσε ο Χρίστος Παπαγεωργίου. Ο Πάρης Μέξης έκανε την καλλιτεχνική επιμέλεια της παράστασης και η Θάλεια Παπαδοπούλου συνοδεύει στο πιάνο την κυρία Πάσχου.
Επίσης παρουσιάζεται, με την Αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, ο Επιτάφιος του Περικλή με την Ηωάννα Σπανού σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, σε σκηνοθεσία του εξαιρετικού Δήμου Αβδελιώδη. Ήταν μια προσωπική μου επιλογή, μια και το συγκεκριμένο κείμενο το αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου και του άρεσε να αντιγράφει αποσπάσματά του και να τα απαγγέλλει. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά κάτι που ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου και συγκινεί πολύ τους θεατές, ακόμα και τους πολύ νεαρούς σε ηλικία.
Τέλος, θα αναφερθώ και σε δύο εκδηλώσεις που αφορούν τον Σαίξπηρ και είναι προγραμματισμένες για το επόμενο διάστημα. Η πρώτη αφορά τη γυναικεία μορφή στο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και λέγεται «Τα χέρια μας είναι η καρδιά μας – Ιστορίες ηρωίδων του Σαίξπηρ στην Οικία Κατακουζηνού» με τις καταπληκτικές Μάιρα Μηλολιδάκη, σοπράνο, Θεοδώρα Μπάκα, μέτζο σοπράνο, και Κορίνα Βουγιούκα, κιθάρα, μεταγραφές των έργων και επιμέλεια κειμένων. Η δεύτερη αφορά τα Σονέτα και ήταν μια σκέψη που είχα πέρυσι όταν άκουσα ένα νέο αλλά πολύ ταλαντούχο κορίτσι, τη Βασιλική Σαραντοπούλου, να απαγγέλλει το 15ο σονέτο σε μετάφραση Αλεξίου και συγκινήθηκα τόσο πολύ που της πρότεινα να κάνουμε κάτι μαζί για τα Σονέτα. Ετοιμάζουμε πολλά ακόμα, αλλά δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ σε όλα και ελπίζω οι συντελεστές να με συγχωρέσουν για αυτό.
Όλα αυτά είναι σπουδαία και σπάνια, ένα μεγάλο και διαρκές έργο, αλλά να υποθέσω, από την άλλη, πως δεν είναι όλα ρόδινα, σωστά; Αλλά ότι συναντάτε και προβλήματα, οικονομικής ή άλλης φύσεως…
Ξέρετε, αυτό είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία. Έχω μπει πολλές φορές στον πειρασμό να μιλήσω για όλες τις δυσκολίες που είχα από την αρχή μέχρι σήμερα, πολλές φορές χωρίς καμία λογική, συχνά από ανθρώπους που έπρεπε να μας βοηθήσουν αντί να μας πολεμήσουν, που είναι και το πιο πικρό από όλα όσα έχω αντιμετωπίσει. Είμαστε ένας χώρος με μια μοναδική ιστορία, στο κέντρο της Αθήνας απέναντι από τη Βουλή, τον Εθνικό Κήπο, τον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη. Αλλά είμαστε κομμάτι μιας χώρας που κλυδωνίζεται, αιώνες τώρα…
Είχα και έχω δύο επιλογές. Ή να δεχτώ την πραγματικότητα και να συνεχίσω, όσο αντέχω, με ψηλά το κεφάλι, κάνοντας αξέχαστη την εμπειρία της επίσκεψης στον χώρο μας, ή να τα παρατήσω. Το γεγονός ότι για δέκα χρόνια έχουμε κάνει τόσο ξεχωριστά πράγματα και κάποιοι τα έχουν εκτιμήσει με κάνει να παίρνω πολλή δύναμη.
Πριν από λίγο καιρό, και ενώ ήμουν πραγματικά πολύ στενοχωρημένη που δεν μας δόθηκαν τα εύσημα και ένα αντίγραφο για μια δουλειά σε σχέση με τον Κατακουζηνό (που έγινε με δικό μας υλικό και βοήθεια), συναντήθηκα με μια νεαρή νευρολόγο που εργάζεται στη Γερμανία και που δημοσίευσε το πρώτο επιστημονικό άρθρο για τον Άγγελο Κατακουζηνό, βασισμένο στις επιστημονικές του εργασίες που της έστειλα. Συζητώντας, της ανέφερα τη συγκεκριμένη πικρία μου και γενικά αναρωτήθηκα αν άξιζε σε κάτι όλη αυτή η προσπάθεια που κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Τότε εκείνη μού ανέφερε πως μετά από μια επίσκεψή της στην Οικία Κατακουζηνού το 2010 επηρεάστηκε τόσο πολύ, που χρησιμοποιεί σαν ευχή σε αγαπημένους της ανθρώπους τα λόγια του Άγγελου προς τη Λητώ στο τελευταίο σημείωμα του: «Λητώ μου, τα χρόνια να κυλούν ανέφελα και να σου δίνουν μόνο χαρά και ευτυχία…» και πως νιώθει περήφανη που μπορεί να μιλήσει στους καθηγητές της και στους συναδέλφους της για τον Άγγελο Κατακουζηνό.
Όπως καταλαβαίνετε, μετά από αυτό δεν μπορώ πια να παραπονιέμαι για την έλλειψη των χρημάτων ή την έλλειψη ήθους κάποιων ανθρώπων. Δεν ζούμε σε αγγελικό κόσμο και ίσως και να είμαι τυχερή που όσες δυσκολίες συνάντησα αντί να με πτοήσουν, με έκαναν πιο δυνατή και πιο αποφασισμένη να πετύχω το ακατόρθωτο.
Και καλά κάνετε. Λοιπόν, ποια είναι τα όνειρά σας για το μέλλον; Μιλήστε μας καταρχάς για αυτά που σχετίζονται με την Οικία Κατακουζηνού και τις εκδηλώσεις της.
Η προσωπική μου αγωνία για την Οικία Κατακουζηνού είναι να μπορέσει να προσφέρει στη σημερινή συγκυρία ποιοτικό έργο με συνέπεια. Φιλοδοξία μου είναι μια μέρα να συνειδητοποιήσει το ευρύ κοινό πως υπάρχει στη λεωφόρο Αμαλίας ένα «Μουσείο της Αθωότητας» σαν αυτό που περιέγραψε ο Ορχάν Παμούκ, με τη διαφορά ότι η Οικία Κατακουζηνού βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία αγάπης και σε ένα σπίτι με ιστορία που σώθηκε με όλα του τα υπάρχοντα.
Αξίζει πραγματικά να εκτιμηθεί πως η τελευταία θέληση και προσφορά της Λητώς Κατακουζηνού ήταν να χαρίσει στον τόπο της ένα πολύτιμο δώρο και να προσφέρει στους επισκέπτες της οικίας της, όχι μόνο ένα χώρο αναμνήσεων σταματημένο στον χρόνο, αλλά και μια αφετηρία για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και σκέψης. Και προτίμησε να κάνει αυτό, αντί να ζήσει με μεγαλύτερη υλική άνεση τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Δεν σας κρύβω πάντως πως θα ήθελα να έχω κοντά μου πλέον μόνο ανθρώπους που υπηρετούν παρόμοια ιδεώδη και που έχουν διάθεση να προσφέρουν. Ιδανικά θα ήθελα να μπορέσω να προσφέρω στους καλλιτέχνες που μας εμπιστεύονται μεγαλύτερη υποστήριξη και στους επισκέπτες μας πάντα εκδηλώσεις υψηλής ποιότητας που να τους δίνουν μια ώθηση προς τα πάνω, μια δύναμη για την καθημερινότητά τους και μια ευψυχία.
Και ποια είναι τα πιο προσωπικά σας όνειρα;
Έχοντας χάσει τον πατέρα μου από μια ασθένεια αίματος μέσα σε δέκα μήνες, στα 74 του χρόνια, και ενώ είχε τόσο πολλά ακόμα να χαρεί και να προσφέρει, επιθυμώ κυρίως υγεία για όλους και ας ακούγεται κοινοτοπία. Επιθυμώ να βρεθεί θεραπεία για όλες αυτές τις ασθένειες και έχω αναπτύξει μια ουσιαστική σχέση με την κοινότητα των αιματολόγων και προσπαθώ μαζί τους, με εκδηλώσεις στην Οικία Κατακουζηνού, να ευαισθητοποιώ για αυτά τα θέματα και για τη σημασία των δοτών μυελού. Άλλωστε, η οικία υπήρξε το σπίτι ενός γιατρού.
Επιθυμώ να ζήσω τη ζωή μου με αξιοπρέπεια και δημιουργία, να χαίρομαι την κόρη μου και τον σύζυγό μου και να ζω σε μια χώρα με όραμα και λογική. Θέλω να πιστεύω πως τόσο η χώρα μας, όσο και η υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και ο κόσμος, θα ανακαλύψουν ξανά τον άνθρωπο και τον ανθρωπισμό και θα τον υπηρετήσουν. Με τρομάζουν πολύ τα μίση, τα πάθη, τα άκρα και η βία που εξαπλώνεται.
Πόσο μπορούν να βοηθήσουν τέτοιοι χώροι, τέτοιοι πυρήνες πολιτισμού, όπως η Οικία Κατακουζηνού, τα άτομα αλλά και ομάδες ανθρώπων, σε μια εποχή, όχι «στεγνή» πολιτιστικά, σίγουρα όχι, πάντως άχαρη, βαριά και δύσκολη;
Μη νομίζετε πως και παλιότερα τα πράγματα ήταν τέλεια, και ας είχαμε άλλη αίσθηση. Τη δεκαετία του '90 ένιωθα μεγάλη πολιτιστική φτώχεια στην Αθήνα. Για αυτό και γοητεύτηκα τόσο πολύ από την Οικία Κατακουζηνού. Ήταν το «καταφύγιό» μου και αυτό ακριβώς θέλησα να δώσω, με τη σειρά μου, και στους σημερινούς επισκέπτες της. Δεν είναι σωστό να απαντήσω εγώ αν τα κατάφερα. Αλλά τα μηνύματα που λαμβάνω και που γράφονται και στο βιβλίο επισκεπτών στον διαδικτυακό τόπο του ιδρύματος, είναι ενθαρρυντικά. Ο επόμενος στόχος είναι να έρθουμε πιο κοντά στα παιδιά, τους εφήβους και τους νέους που είναι μια πολύ ευαίσθητη ομάδα στους καιρούς που ζούμε και χρειάζονται την προσοχή μας. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να συνεχίσουν να νιώθουν καλοδεχούμενοι και οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, που η εποχή μας είναι επίσης πολύ σκληρή μαζί τους.
Ναι, πιστεύω πως οι χώροι πολιτισμού στη χώρα μας μπορούν να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο και να είναι καταφύγια γνώσης, δημιουργίας και έμπνευσης και αντίβαρο της αγριότητας που υπάρχει γύρω μας.
Γράψατε κάποια στιγμή και έτυχε να το διαβάσω, καθώς ακολουθώ τις δημοσιεύσεις σας, «Με όποιον μιλάω αυτό τον καιρό λέμε τα ίδια. Πόσο έχει ζορίσει η κατάσταση όχι μόνο οικονομικά αλλά και σε συμπεριφορές που κάποτε ήταν αδιανόητες ή καλά κρυμμένες. […] Πρέπει να αντισταθούμε σε όλο αυτό. Να στηρίξουμε όσο μπορούμε οι μεν τους δε. […] Είναι η στιγμή που, όπως είπε ο Βολταίρος, πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας». Πώς μπορεί να καλλιεργηθεί αυτός ο κήπος, κυρία Πελοποννησίου;
Είναι αλήθεια πως, παρόλο που είμαστε σε μία χώρα χωρίς πόλεμο ζούμε, τουλάχιστον για τα μέτρα της γενιάς μου, πρωτόγνωρες καταστάσεις. Πολλές φορές περπατώ από την Ομόνοια προς το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, στο ΦΙΞ, και μου αρέσει να πηγαίνω μέσα από δρομάκια. Βλέπω δύσκολες καταστάσεις και ξέρω πως δεν μπορώ να τις βοηθήσω και αυτό μου δημιουργεί μια θλίψη. Καθημερινά φίλοι και γνωστοί αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης, χάνουν τις δουλειές τους, αναγκάζονται να φύγουν από τη χώρα ή να αποχωριστούν αγαπημένους. Ταυτόχρονα, στον μικρόκοσμό μας, αντιμετωπίζουμε δύσκολες συμπεριφορές ακόμα και στον τρόπο που οδηγούν οι άλλοι στο δρόμο ή που περπατούν. Υπάρχει μια μορφή βίας και παραλογισμού. Δεν αντέχει κανείς να παλεύει συνεχώς.
Οπότε εκεί χρειάζεται ένας «κήπος» που να έχει όρια και να μας προστατεύει από τον έξω κόσμο ώστε να πάρουμε δύναμη και να ξαναγυρίσουμε σε αυτόν και να τον αλλάξουμε έστω και λίγο προς το καλύτερο. Ο κήπος αυτός μπορεί να είναι ο άνθρωπός μας, δυο πραγματικοί φίλοι, τα βιβλία, η μουσική και οι ταινίες που αγαπάμε. Είναι επίσης οι αναμνήσεις μας, τα καλοκαίρια μας, οι θάλασσες που αγαπήσαμε… Και αυτό είναι το καλό τού να μεγαλώνεις, ξέρετε: έχεις τόσα να θυμηθείς, που μπορείς να μένεις και μόνος και να είσαι γεμάτος. Κανείς δεν μπορεί να μας πάρει όσα έχουμε μέσα μας ή τα ωραία που έχουμε ζήσει.
Ο δικός μου «κήπος», λοιπόν, είναι όλα όσα αναφέρω αλλά και η Οικία Κατακουζηνού. Εκεί καλλιέργησα ό,τι καλύτερο μπόρεσα να βρω, και θέλω να πιστεύω πως μπορούμε να εισπράττουμε όλοι τους καρπούς του και να νιώθουμε πιο όμορφα.
Εν κατακλείδι, θα έλεγα πως μόνο καλλιεργώντας τον εσωτερικό μας κόσμο, και μαθαίνοντας να νιώθουμε καλά στη μοναξιά μας, μπορούμε να συνυπάρξουμε και να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον και να κάνουμε μαζί κάτι που να αξίζει.
Να είστε καλά, σας ευχαριστώ θερμά!
Εγώ σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας και το ενδιαφέρον σας για την πορεία μου και την Οικία Κατακουζηνού.