Ευτυχώς, κάποιες φορές τα γεγονότα λειτουργούν ηλεκτροσπασμοθεραπευτικά και βοηθούν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Αναφέρομαι σε δύο σημαντικές, αν και όχι πλήρεις, παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής εκ μέρους του κ. Χατζηδάκη, που βελτίωσαν σε δύο σημεία το εργασιακό νομοσχέδιο το οποίο χθες κατατέθηκε στη Βουλή.
Τα γεγονότα που επέδρασαν στις παρεμβάσεις αυτές, δεν είναι αλλά από τις δύο πρόσφατες συνδικαλιστικές «απρέπειες», που ανάδειξαν στο έπακρο την απληστία των επαγγελματιών συνδικαλιστών.
Η μία απρέπεια εκφράστηκε την προηγούμενη εβδομάδα από το συνδικάτο εργαζομένων του Μετρό σε άμεση συνέργεια με το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, τα οποία καταστρατήγησαν τη δικαστική απόφαση που έκρινε την απεργία που είχε κηρυχθεί από το συνδικάτο ως παράνομη, απαξιώνοντας έτσι γενικότερα το κύρος της Δικαιοσύνης.
Το «κόλπο» που χρησιμοποίησαν δεν είναι πρωτόγνωρο, αλλά, δυστυχώς, αποτελεί συνδικαλιστική πρακτική όλα τα τελευταία χρόνια.
Έτσι, ένα πρωτοβάθμιο σωματείο εργαζομένων κηρύσσει μια απεργία και μόλις αυτή κριθεί από το Δικαστήριο παράνομη, σπεύδει ένα δευτεροβάθμιο συνδικάτο (π.χ. μια κλαδική ομοσπονδία ή ένα εργατικό κέντρο) να κηρύξει εκ νέου την ίδια απεργία, έτσι ώστε το δεδικασμένο της απαγορευτικής απόφασης να μην καλύπτει τη νέα απεργία και να πραγματοποιείται αυτή κανονικά.
Πρόκειται στην ουσία για μια δικονομίστικη «πονηριά», προκειμένου να καταστρατηγούνται οι περί απεργίας απαγορευτικές δικαστικές αποφάσεις.
Ευτυχώς, λοιπόν, από ό,τι διαβάζω στο κατατεθέν νομοσχέδιο, το παραπάνω πρόσφατο περιστατικό διήγειρε τα αντανακλαστικά του κ. Χατζηδάκη και ορθά αποφάσισε να προσθέσει στο κατατιθέμενο χθες εργασιακό νομοσχέδιο μια νέα πρόβλεψη με την οποία θα απαγορεύεται στο εξής η επαναπροκήρυξη απεργιών που έχουν κριθεί παράνομες κατά του ίδιου εργοδότη και με την ίδια ημερομηνία έναρξης από άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις υπέρτερης βαθμίδας.
Ωστόσο, διαβλέπω στη διατύπωση αυτή μια ωραία «τρύπα» που μπορεί να οδηγεί στην καταστρατήγηση της προβλεπόμενης απαγόρευσης• δηλαδή δεν απαγορεύεται γενικώς η κήρυξη της ίδιας απεργίας από την οργάνωση υπέρτερης βαθμίδας, αλλά η κήρυξη της ίδιας απεργίας που θα ξεκινά την ίδια ημέρα με τη δικαστικώς απαγορευθείσα.
Αυτό, φοβάμαι ότι στην πράξη η δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια οργάνωση θα κηρύσσει την ίδια απεργία μία ή δύο ημέρες αργότερα και με τον τρόπο αυτό θα διαφεύγει του νόμου.
Κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να μην βρεθούν νέες «τρύπες» καταστρατήγησης, η καλύτερη λύση στο πρόβλημα αυτό θα ήταν η σαφής και ρητή απαγόρευση σε δευτεροβάθμιες οργανώσεις να κηρύσσουν απεργία που θα αφορά συγκεκριμένη επιχείρηση, τουλάχιστον όταν σ’ αυτήν υπάρχει πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο.
Η κατά το νόμο αποστολή των δευτεροβάθμιων οργανώσεων είναι να εκπροσωπούν γενικότερα τα συμφέροντα των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος και όχι τους εργαζόμενους συγκεκριμένης επιχείρησης, που ήδη εκπροσωπούνται συνδικαλιστικά από το σωματείο τους.
Η δεύτερη συνδικαλιστική ασυδοσία, που συνέβη μόλις χθες, ήταν η βίαιη παρεμπόδιση από μια χούφτα αυτοαποκαλούμενων «λιμενεργατών» της αναχώρησης πλοίου με κατάληψη του καταπέλτη, μολονότι και σ’ αυτή την περίπτωση είχε εκδοθεί ήδη δικαστική απόφαση που έκρινε τη κηρυχθείσα απεργία παράνομη.
Το αποτέλεσμα ήταν οι μεν εργαζόμενοι του πλοίου, που είχαν κανονικά αναλάβει θέση εντός αυτού, να κινδυνέψουν να μην εργαστούν, οι δε άμοιροι επιβάτες να περιμένουν αγωνιωδώς στην προκυμαία, εάν πότε θα ευδοκήσει ο ισόβιος «πρόεδρος» του συγκεκριμένου ναυτεργατικού σωματείου να δώσει, δίκην λιμενάρχου, εντολή για την αναχώρηση του πλοίου.
Και σ’ αυτήν την περίπτωση η άμετρη αυτή χθεσινή συνδικαλιστική απρέπεια, που εξευτέλισε βιαίως θεσμούς και ανθρώπους οδήγησε σε μια ακόμη μικρή βελτίωση του εργασιακού νομοσχεδίου.
Έτσι, με μια νέα προσθήκη στο σχετικό περί προστασίας του δικαιώματος στην εργασία άρθρο του κατατεθέντος νομοσχεδίου, προβλέπεται ότι στην περίπτωση που κηρύσσεται μια απεργία και κατά την πραγματοποίηση αυτής η συνδικαλιστική οργάνωση που την κήρυξε δεν φροντίζει να προστατεύσει το δικαίωμα όσων θέλουν να εισέλθουν ανεμπόδιστα και να εργαστούν ή να αποχωρήσουν ελεύθερα από τον τόπο της εργασίας και να μην υποστούν σωματική ή ψυχολογική βία, τότε η μη τήρηση της υποχρέωσης αυτής από τη συνδικαλιστική οργάνωση και τα υπαίτια μέλη του διοικητικού της συμβουλίου γεννά εις βάρος τους αστική ευθύνη. Δηλαδή ο εργαζόμενος που παρεμποδίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο με σωματική ή ψυχολογική βία θα μπορεί να προσφεύγει με αγωγή του στα αστικά δικαστήρια απαιτώντας ανάλογη με τη βλάβη του αποζημίωση.
Αν και δεν θα χαρακτήριζα άχρηστη αυτή τη διάταξη, που υπενθυμίζει την αστική ευθύνη των παρανομούντων συνδικαλιστών, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, είναι ασαφώς διατυπωμένη και πάντως ατελής.
Και τούτο, κυρίως, γιατί, αφενός αφήνει εντελώς ανέγγιχτη την αστική ευθύνη του συνδικάτου και των μελών του Δ.Σ. αυτού έναντι του εργοδότη για τη ζημία που προκαλείται από τέτοιες ενέργειες στην επιχείρηση, και, αφετέρου, δεν κάνει καμία μνεία σε ποινικές συνέπειες έναντι αυτών που παρεμποδίζουν την απασχόληση των εργαζομένων και βλάπτουν την επιχείρηση με παράνομες ενέργειες.
Και εφόσον στην παρατήρησή μου αυτή απαντηθεί ότι στο μέτρο που κατά τη διάρκεια μιας απεργίας εμφιλοχωρήσουν ποινικώς παράνομες συμπεριφορές υπάρχουν, έτσι και αλλιώς, οι αντίστοιχες ποινικές διατάξεις, ανταπαντώ ότι και ως προς την αστική ευθύνη υπάρχουν ήδη αντίστοιχες προβλέψεις.
*Ο Ιωάννης Ληξουριώτης είναι Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου.