Tης Αντωνίας Δήμου*
H επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της αμερικανικής γερουσίας ψήφισε στις 26 Ιουλίου το νομοσχέδιο S. 3248 που εισήγαγε μία εβδομάδα νωρίτερα γνωστό ως «Πράξη για τα Διεθνή Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα περί Τουρκίας» (Turkey International Financial Institutions Act).
Η Πράξη προβλέπει την αναστολή της παροχής δανείων, χρηματοδοτικής και τεχνικής βοήθειας από διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς την κυβέρνηση της Τουρκίας έως ότου η κυβέρνηση της τελευταίας δώσει τέλος στην αυθαίρετη κράτηση Αμερικανών πολιτών καθώς και υπαλλήλων της αμερικανικής πρεσβείας στην Άγκυρα. Ψηφίστηκε δε μία ημέρα μετά την μεταφορά του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον από την φυλακή σε κατ'οίκον περιορισμό και την ίδια ημέρα που ο πρόεδρος Τραμπ στον προσωπικό του λογαριασμό σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ανακοίνωσε την πρόθεση για επιβολή αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας λόγω της μακροχρόνιας κράτησης του πάστορα.
H διαδικτυακή ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου είχε διττό χαρακτήρα καθώς αφενός εντάσσεται στο πλαίσιο της δημόσιας διπλωματίας ως νέου εργαλείου άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Αφετέρου στοχεύει στην πολιτική ικανοποίηση των πιστών της Ευαγγελικής Εκκλησίας στην οποία ανήκει η πάστορας Μπράνσον και αποτελεί μία εκ των βασικών εκλογικών δεξαμενών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσκόπηση του αμερικανικού Κέντρου Ερευνών Pew (Pew Research center), που δημοσιεύθηκε στις 20 Μαρτίου 2018, το 77 τοις εκατό των λευκών Ευαγγελικών ψήφισε στις τελευταίες εκλογές τον Πρόεδρο Τραμπ.
Οι θρησκευτικά συντηρητικοί ψηφοφόροι αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα η οποία εκτιμάται ως άκρως σημαντική εν όψει μάλιστα της διεξαγωγής των ενδιάμεσων εκλογών και του στόχου για διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας του ρεπουμπλικανικού κόμματος στη γερουσία. Αξίζει να επισημανθεί ότι η προγενέστερη απόφαση του προέδρου Τραμπ να μετακινήσει την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ εκλήφθηκε από την ευαγγελική ελίτ ως σημαντικό επίτευγμα που εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσει εκλογικά τον μέσο πιστό της Ευαγγελικής Εκκλησίας προς ενίσχυση των Ρεπουμπλικάνων στις επικείμενες ενδιάμεσες εκλογές τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρόεδρος με την άσκηση δημόσιας διπλωματίας μέσω πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης εισάγει μία νέα κουλτούρα διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες, εν προκειμένω την Τουρκία. Ειδικότερα, ο πρόεδρος Τραμπ επιλέγει να απαντήσει στην τακτική του ανατολίτικου παζαριού του Τούρκου προέδρου Ερντογάν με τη στρατηγική του «Διλήμματος του Φυλακισμένου» όπως αυτή αναπτύσσεται στη θεωρία των παιγνίων για καταστάσεις που απαιτούν την άμεση λήψη αποφάσεων καθόσον αναδεικνύει την ισορροπία μεταξύ συνεργασίας και ανταγωνισμού χωρών.
Αν υποτεθεί ότι λογική επιδίωξη των δύο χωρών, δηλαδή των ΗΠΑ και της Τουρκίας, θα πρέπει να είναι η συνεργασία για την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια, την αποκατάσταση της μεταξύ τους εμπιστοσύνης καθώς και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τότε οι προσδοκίες στην εξέλιξη του παιγνίου έχουν ως εξής: Εάν η Τουρκία συνεχίσει να παραβιάζει συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, να επιλέγει την στρατιωτική και αμυντική συνεργασία με τη Ρωσία και να απομακρύνεται από τα δυτικά πρότυπα, ενώ σε αντιδιαστολή οι ΗΠΑ συνεχίζουν να επενδύουν στο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και στην εμπέδωση συμμαχιών με τρίτες χώρες για την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια στην ευρύτερη Μέση Ανατολή τότε η Ουάσιγκτον δύναται να επιβάλλει τη στρατηγική της μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα ασκήσει επιθετική πολιτική έναντι της Τουρκίας.
Σε αυτή ακριβώς την υπολογισμένη λογική του Διλήμματος του Φυλακισμένου έναντι της Τουρκίας εντάσσεται η προειδοποίηση του Αμερικανού προέδρου περί επιβολής κυρώσεων με στόχο τη συμμόρφωση της Άγκυρας και την επάνοδο της στο δυτικό στρατόπεδο. Η στρατηγική του Διλήμματος του Φυλακισμένου καθιστά πρόδηλο ότι και οι δύο χώρες θα κερδίσουν εάν επενδύσουν στην αποκατάσταση της μεταξύ τους εμπιστοσύνης και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το χειρότερο σενάριο συμπυκνώνεται στην περίπτωση που και οι δύο χώρες επιλέξουν να υιοθετήσουν επιθετική πολιτική η οποία αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε ανοιχτή «σύγκρουση» και οριστική διάρρηξη των σχέσεων.
Αναμφισβήτητα, η «Πράξη για τα Διεθνή Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα περί Τουρκίας» που ενέκρινε η αμερικανική γερουσία αποτελεί χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του προέδρου Τραμπ για την υλοποίηση της στρατηγικής του Διλήμματος του Φυλακισμένου έναντι της Τουρκίας. Και τούτο διότι ο περιορισμός της διεθνούς χρηματοδοτικής στήριξης προς την Τουρκία από τη Διεθνή Εταιρία Χρηματοδότησης (International FinanceCorporation) της Παγκόσμιας Τράπεζας, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλους διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς αναμένεται να ασκήσει δομικές πιέσεις στην τουρκική οικονομία. Ως γνωστόν, η τουρκική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από δάνεια που λαμβάνει τόσο από τη Διεθνή Εταιρία Χρηματοδότησης όσο και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Μόνο το 2017, η Τουρκία κατείχε τη δεύτερη θέση εκ του συνόλου των δικαιούχων οικονομικής ενίσχυσης από τη Διεθνή Εταιρία Χρηματοδότησης, καθώς απέσπασε 927 εκατομμύρια δολάρια, ενώ την ίδια στιγμή αποτέλεσε τον μεγαλύτερο δανειολήπτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης έχοντας εξασφαλίσει 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία καλείται να αντιμετωπίσει μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην αμερικανική πρωτεύουσα με δεδομένο ότι πληθαίνουν οι φωνές όχι μόνο στο κογκρέσο, αλλά κυρίως στον Λευκό Οίκο για την επιβολή κυρώσεων με αφορμή την μακροχρόνια κράτηση του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον και τη γενικότερη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμπεριλαμβανόμενου του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Η ενιαία στάση του Λευκού Οίκου έναντι της Τουρκίας αποτυπώνεται στην απόλυτη στήριξη της στρατηγικής του προέδρου Τραμπ από τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Πενς, ο οποίος στη διεθνή διάσκεψη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας που πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον στις 24-26 Ιουλίου, προειδοποίησε πρώτη φορά δημοσίως την Άγκυρα για την πιθανότητα επιβολής αμερικανικών κυρώσεων ευρέως φάσματος. Σημειωτέον ότι στη διεθνή διάσκεψη για την προάσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας ανά τον κόσμο μετείχαν 80 χώρες πλην της Τουρκίας, της Ρωσίας και της Κίνας.
Για την επιβολή οικονομικών περιορισμών απαιτείται η «Πράξη για τα Διεθνή Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα περί Τουρκίας» να αποκτήσει ισχύ Νόμου. Σύμφωνα με το αμερικανικό σύνταγμα, οιοδήποτε νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί και από τα δύο σώματα του κογκρέσου προκειμένου να έχει ισχύ Νόμου απαιτεί σαφώς την έγκριση και υπογραφή του Αμερικανού προέδρου. Με διαφορετική διατύπωση, ο πρόεδρος Τραμπ ξεκάθαρα κρατάει το μαχαίρι δηλαδή τη διακοπή της διεθνούς χρηματοδότησης προς την Τουρκία και το καρπούζι δηλαδή τη διεξαγωγή συζητήσεων για την απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με την Δύση.
Η Τουρκία καλείται ως χώρα που εμπλέκεται σε ανταγωνιστικές προς τις ΗΠΑ καταστάσεις να εξετάσει ως λογικά σκεπτόμενος παίκτης τις επιλογές που απορρέουν από την αμερικανική στρατηγική του Διλήμματος του Φυλακισμένου. Αυτό που απομένει είναι να διαπιστωθεί εάν η Τουρκία θα λειτουργήσει ως ορθολογικός παίκτης ή ως ένας δρων με αυταπάτες.
*Η Αντωνία Δήμου είναι επικεφαλής του Τομέα Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας (ΙΑΑΑ) με έδρα την Αθήνα καθώς και Εταίρος στο Κέντρο για την Ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες.