Είμαστε λαός παραπονιάρης. Ίσως και γκρινιάρης. Πάντα ανικανοποίητος. Και πάντα έτοιμος να καταγγείλει ανθελληνικές συνωμοσίες, «εξυφαινόμενες» σε καθημερινή βάση σε κάθε γωνιά της γης.
Ωστόσο, αν η επέτειος των 200 χρόνων από τη δρομολόγηση των διαδικασιών που οδήγησαν στη συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ένα νηφάλιο στοχασμό επί της ιστορικής μας διαδρομής, νομίζω πως το συμπέρασμα θα ήταν ότι «ο Θεός της Ελλάδας» στάθηκε απέναντί μας εξαιρετικά γενναιόδωρος. Τα γεγονότα κραυγάζουν. Χωρίς καν να χρειάζεται να σταθούμε στο γεγονός πως η ναυμαχία που ουσιαστικά οδήγησε στην εθνική μας ανεξαρτησία προήλθε σχεδόν από «ατύχημα» ή αυτενέργεια των επιτόπιων ναυάρχων ξένων δυνάμεων. Ας γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι.
Σε όλες τις πολεμικές συγκρούσεις του 20ου αιώνα, γενικότερες ή περιφερειακές, δηλαδή – με βάση τη χρονιά εμπλοκής μας στον πόλεμο- το 1912, το 1913, το 1917, το 1940, η χώρα μας είχε την τύχη να βρεθεί στο καλό στρατόπεδο, στην καλή πλευρά της ιστορίας. Σε κάποιες περιπτώσεις κόντρα στη βούληση του έθνους. (Ειδικά για τη συμπόρευσή μας με το στρατόπεδο της Αντάντ στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, έγκριτοι γάλλοι ειδικοί γράφουν πως η Ελλάδα το έκανε «a son corps defendant», δηλαδή «με το κορμί της ανθιστάμενο».
Πράγματι, μπορεί μεν η ανταντόφιλη βενιζελική παράταξη να κέρδισε στις εκλογές της άνοιξης του 1915, ωστόσο δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί πως, αν συμμετείχε σε αυτές του Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, το αποτέλεσμα θα ήταν τελείως αντίθετο. Ίσως μάλιστα –έστω και αν υπήρχε η συνταγματική βάση της απαράδεκτης διάλυσης από τον βασιλιά της πρόσφατα αναδειχθείσης βουλής- να ήταν η προεξόφληση αυτού του αποτελέσματος, το οποίο ευνοούσε και η προπαγάνδα στους στρατώνες, που οδήγησε τους βενιζελικούς στο σαμποτάρισμα των εκλογών του τέλους του 1915.
Χαρακτηριστικό είναι πως και ο Γ. Μαυρογορδάτος, που αρχικά εμφάνιζε το κίνημα των Επιστράτων ως αποτέλεσμα των μηχανορραφιών του μεταξικού Γενικού Επιτελείου, αργότερα αποδέχτηκε την τεράστια λαϊκή του απήχηση. Άλλωστε το πώς ο λαός αξιολόγησε την πολιτική του Βενιζέλου φάνηκε και στις εκλογές του 1920, έστω και αν ήταν πρωτίστως η εσωτερική πολιτική του βενιζελικού καθεστώτος που καθόρισε το αποτέλεσμά τους).
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατά κυριολεξία «ευτυχούς» -δηλαδή υπό μια έννοια αποτέλεσμα της καλής τύχης του έθνους- ένταξης της χώρας μας πάντα στο «καλό» στρατόπεδο πήραμε πάμπολλα γεωπολιτικά μπον φιλέ: Εν πρώτοις, αφού διασφαλίσαμε τη ζωτικά υπερπολύτιμη Θεσσαλονίκη, πολυεθνική πόλη τότε, αποκλείσαμε τους βούλγαρους από κάθε έξοδο στο Αιγαίο και αποκτήσαμε τα νησιά του ανατολικού Αρχιπελάγους. Στη συνέχεια, δε, ήρθαν τα Δωδεκάνησα… (Δωδεκανήσιοι φοιτητές με επικεφαλής τον Γεώργιο Μαύρο είχαν επισκεφθεί το 1934 τον Ελ. Βενιζέλο ρωτώντας τον πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί η ένωσή τους με την Ελλάδα. Και ο κρητικός ηγέτης τούς απάντησε: «για να συμβεί αυτό πρέπει να γίνει παγκόσμιος πόλεμος, Ελλάδα και Ιταλία να βρεθούν σε αντίθετα στρατόπεδα και το στρατόπεδο της χώρας μας να κερδίσει»…).
Νωρίτερα είχαμε επωφεληθεί από τη συγγένεια της βασίλισσάς μας με τον γερμανό αυτοκράτορα για να πάρουμε την Καβάλα, ενώ ακόμη πιο παλιά, δύο φορές στον 19ο αιώνα χωρίς πόλεμο, επωφελούμενοι διεθνοπολιτικών δεδομένων, είχαμε πάρει δύο ακόμη μπον φιλέ, τα Επτάνησα και τον σιτοβολώνα της Θεσσαλίας. Λόγω ανάλογων παραγόντων, δε, ουσιαστικά δεν χάσαμε εθνικά εδάφη σε δύο πολεμικές ήττες, το 1897 και το 1922, ενώ ευμενής για εμάς ερμηνεία της συνθήκης του Μοντρέ από τον τούρκο ΥΠΕΞ Αράς μας επέτρεψε να θεωρήσουμε ως διεθνοδικαιικό κεκτημένο το δικαίωμά μας να επανεξοπλίσουμε Λήμνο και Σαμοθράκη…
Παράλληλα, όμως, στο καλό στρατόπεδο βρεθήκαμε και στις μη πολεμικές συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Επίσης χωρίς ένθερμη λαϊκή υποστήριξη μάλιστα, αν συνεκτιμηθεί και η λαϊκή απήχηση που είχε η κομμουνιστική εξέγερση της 10ετίας του 40 και το γεγονός πως στις εκλογές του 1981 τα κόμματα που εναντιώνονταν στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας μας συνάθροισαν περί το 60% των ψήφων… Για να μην θυμηθούμε πως λίγο παραπάνω από 60% πήρε και το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του2015…
Η καλή πλευρά, όμως, νίκησε –με καθοριστικές για τη χώρα μας συνέπειες- και στους εσωκομματικούς «εμφύλιους»: Πριν αρχίσουν να χαράζουν την κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ ανά τομείς οι Σημίτης, Πεπονής, Αυγερινός, Αλ. Παπαδόπουλος κλπ το Κίνημα περιελάμβανε στους κόλπους του κάθε λογής αριστεριστές, τροτσκιστές κλπ, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να το ποδηγετήσουν.
Και πριν ως πλέον αμφιλεγόμενη πτυχή της κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ αναδειχθούν οι συμφωνίες των Πρεσπών –η πλέον θετική συνεισφορά του στον εθνικό δημόσιο βίο, πολλώ μάλλον που μόνο η δική του κυβέρνηση μπορούσε να εκριζώσει αυτόν τον παράγοντα κατασπατάλησης διπλωματικού κεφαλαίου της χώρας-, το κόμμα αυτό είχε ως παντοδύναμη εσωτερική τάση τους υποστηρικτές της «καλής»/αποδεκτής πολιτικής βίας και τους ζηλωτές της απόσπασης της χώρας από τη Δύση. Για να μην αναφέρουμε και τι σημαίνει η κατίσχυση στη ΝΔ του μητσοτακισμού αντί του σαμαρισμού ή του νεοκαραμανλισμού…
Όθεν συγκεφαλαιώνοντας: Αν πράγματι υπάρχει «Θεός της Ελλάδας», αυτός δεν είναι εξόχως δημοκρατικός. Ευνόησε πάντα τη χώρα μας χωρίς να λαμβάνει σοβαρά υπόψιν του τη βούληση του λαού της («του λαού Του»). Αυτό που μας χρειάζεται πλέον είναι, με σχετική επί του θέματος συναίσθηση, να λειτουργούμε ως διαχειριστική και όχι ως ανατρεπτική δύναμη σε σχέση τόσο ως προς τα διεθνογεωπολιτικά όσο και τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα που μας χάρισε η εύνοιά του…
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης