"Στο σπίτι όχι, έχει άλλο κορονοϊό εκεί, τη γυναίκα. Αν κάτσουμε εκεί, πάει, πεθάναμε. Χειρότερα είναι”, απάντησε ένας κύριος στο δρόμο, τις πρώτες μέρες της καραντίνας. Αυτή η απάντηση έγινε από τα πρώτα ανέκδοτα, παίχτηκε στην τηλεόραση, κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπήκε στον κοινωνικό λόγο, αφού εξέφρασε χιουμοριστικά (;) την αμηχανία, το φόβο μπροστά στη νέα απειλή, όπως και τα αδιέξοδα του οικιακού εγκλεισμού. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, η αποστροφή του εν λόγω κυρίου μετατρέπει “τη γυναίκα” σε απειλή, “την” παρομοιάζει με τον ιό που απειλεί και μολύνει.
Η ευρεία αποδοχή και αναπαραγωγή της, το γεγονός δηλαδή ότι προκαλεί γέλιο και ανακούφιση με διασκεδαστικές διαστάσεις παράγονται από την αυτονόητη κατάφαση της μισογυνικής της αντήχησης. Στον τοίχο στον οποίο προσκρούει και επανέρχεται, είναι χαραγμένη η αντίθεση του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, η σιωπηλή αλλά απειλητική κυριαρχία των γυναικών στην οικιακότητα και η αποδεκτή αντίδραση των ανδρών, που αποφεύγουν όταν μπορούν, όσο μπορούν, εν τω προκειμένω μπροστά στην καταφόβηση της μόλυνσης.
Ενώ ο εγκλεισμός παρουσιάζεται ως η μόνη αποτελεσματική απάντηση στην απειλή της υγείας, “η γυναίκα” τον καθιστά επικίνδυνο, εξίσου επίφοβο με τον ιό. Το σχήμα είναι παλιό: οι γυναίκες ως φορείς της μιαρότητας μολύνουν και πρέπει να εμποδιστούν με κάθε τρόπο. Τώρα όμως το σχήμα αντιστρέφεται: ο κύριος διαφεύγει από την οικιακή μιαρότητα για να προστατευτεί από τη δημόσια μόλυνση, αψηφά τις υποδείξεις και διακινδυνεύει τις νοσηρές συνέπειες από την έκθεση στον ιό, στον ασφαλή γι αυτόν, δημόσιο χώρο. Έτσι αντιστρέφει την ιεραρχία του κινδύνου, καθίσταται ο ίδιος “ευπαθής” και η δημόσια θυμηδής αποστροφή του λειτουργεί ταξινομικά.
Στο δυτικό κόσμο της νεωτερικότητας, η οικιακή εστία είναι ο χώρος της θαλπωρής, της επάξιας διαφυγής από τους ανταγωνισμούς της δημοσιότητας, ο χώρος του ανάλαφρου ησυχασμού και της άνευ όρων αποδοχής. Όταν οι συγκάτοικοι δεν αντέχουν ο ένας την άλλη, το ρόδο του σύγxρονου κοκούνινγκ, βγάζει τα αγκάθια του, αγκάθια που αποτυπώνονται στα σώματα των γυναικών, των σεξουαλικών μειονοτήτων και των παιδιών.
Τα αυξανόμενα κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας βάζουν εφεξής στον πίνακα της πανδημίας τους κινδύνους της υποχρεωτικής οικιακότητας: στα κοινωνικά δίκτυα διαβάζουμε εκκλήσεις από κακοποιημένες γυναίκες στην Κίνα, ποσοτικές αποτυπώσεις του φαινομένου μας δίνουν 36% αύξηση των κρουσμάτων στη Γαλλία, 16% στην Ισπανία, 60% στο Μεξικό, 50% στη Βραζιλία, ενώ οι αναζητήσεις βοήθειας για την ενδοοικογενειακή βία στο διδίκτυο αυξάνονται κατά 75% στην Αυστραλία, κατά 25% στην Αγγλία και οι επίσημοι φορείς παίρνουν μέτρα αντιμετώπισης. Ενισχύονται τα κέντρα υποδοχής και η στελέχωση των γραμμών SOS, στήνονται χώροι πληροφόρησης απέναντι από σούπερ μάρκετ, τα φαρμακεία δικτυώνονται με τα κέντρα βοήθειας, στις ιστοσελίδες αναρτώνται οδηγίες με τα δικαιώματα και τις δυνατότητες απεύθυνσης. Στα καθ’ημάς, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο καθηγητής Τσιόδρας προειδοποιούν και δρουν αναλόγως. Τα αγκάθια του ρόδου φαίνονται να τσιμπάνε πιο δυνατά την περίοδο της πανδημίας.
Ταυτόχρονα γελάμε με το μισογυνικό σχόλιο του κυρίου που αποφεύγει “τη (μιασματική) γυναίκα”.
Η ενδοοικογενειακή βία δεν ήρθε με την πανδημία. Η απειλή του Covid19 έγινε το αντηχείο του μισογυνισμού και του σεξισμού που διατρέχουν την καθημερινότητά μας. Το γέλιο που μας προκαλεί “ο κορονοϊός στο σπίτι”, ο φόβος του κυρίου να μη μολυνθεί από “τη γυναίκα στο σπίτι”, αυτή η θυμοσοφική διατύπωση της λαϊκής (αρσενικής) εμπειρίας δεν ήρθε με τον Covid19. Ας προσπαθήσουμε να φύγει μαζί του…
*Η Μαίρη Λεοντσίνη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια ΤΕΑΠΗ-ΕΚΠΑ