Του Γιάννη Παντελάκη
Η φράση η οποία από τη δεκαετία του ''80 και μετά σηματοδοτούσε την προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να προσεγγίσει τις ψήφους (ενίοτε και τις ηγεσίες) της αριστεράς έχει καταγραφεί στο πολιτικό λεξιλόγιο με πέντε λέξεις: «ΠΑΣΟΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις». Με κάποιο τρόπο, την επαναφέρει η σημερινή κυβέρνηση αντικαθιστώντας την πρώτη λέξη, τ'' όνομα ΣΥΡΙΖΑ. Αφορμή, το σχέδιο νόμου για το νέο εκλογικό σύστημα και η προσπάθεια του βασικού κυβερνητικού κόμματος να προσελκύσει τις ψήφους ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού. Ένα non paper που κυκλοφόρησε από το Μαξίμου έκανε μια σχετική έκκληση στη λογική υποτίθεται της πολιτικής συγγένειας των δυο αυτών κομμάτων με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στο non paper, αφού γίνεται η επισήμανση ότι «η κυβέρνηση δεν έχει κανένα άγχος για το αν οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το ισχύον εκλογικό σύστημα» (φράση ηττοπάθειας), σημειώνεται χαρακτηριστικά: «το δίλημμα αφορά πλέον το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Έχουν ακόμα 24 ώρες να σκεφτούν τι τελικά θα επιλέξουν. Αν θα συμβάλλουν στο να γυρίσει σελίδα ο τόπος, ή αν θα συρθούν πίσω από την Ν.Δ. διακυβεύοντας και την πολιτική τους ύπαρξη».
Είναι φανερό ότι το Μέγαρο Μαξίμου προσπαθεί να δημιουργήσει νέες διαχωριστικές γραμμές. Επικαλούμενο το παρελθόν και πιεζόμενο από τις ανάγκες του μέλλοντος, επιχειρεί να διαμορφώσει μια νέα στρατηγική με την οποία καθορίζεται ότι από τη μια πλευρά βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι (και επειδή ο χώρος είναι ευρύχωρος, καλοδεχούμενος και ο Λεβέντης) και από την άλλη η Νέα Δημοκρατία και γενικότερα τα υπόλοιπα συντηρητικά κόμματα. Αυτό θ'' αποτελεί τον στόχο του ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο χρονικό διάστημα και συνδέεται με την εμφανή μελλοντική του αδυναμία να επαναλάβει το εγχείρημα συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ. Η αποτυχία δημιουργίας ενιαίου μετώπου με αφορμή τον εκλογικό νόμο δεν θα αποτρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθήσει αυτήν τη στρατηγική.
Ένας τέτοιος διαχωρισμός, ωστόσο, στις ημέρες μας είναι ιδιαίτερα δύσκολο ν'' αποκτήσει συγκεκριμένα και ουσιαστικά χαρακτηριστικά. Όχι μόνο επειδή και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ενταχθεί (με ιδιαίτερο ζήλο μάλιστα) στα μνημονιακά κόμματα, ακυρώνοντας τις γραμμές που ο ίδιος είχε βάλει στο πρόσφατο παρελθόν (μνημονιακά - αντιμνημονιακά). Όχι μόνο επειδή ακόμα και από πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 είχε επιλέξει ως κυβερνητικό του εταίρο τους ακροδεξιούς των ΑΝΕΛ. Αλλά για έναν επιπλέον ουσιαστικό λόγο.
Ότι τα χρόνια που προηγήθηκαν έκανε ότι ήταν δυνατόν για να εντάξει τα δυο κόμματα από τα οποία σήμερα προσδοκά συναίνεση και μελλοντικά συνεργασίες στην απέναντι όχθη. Το ΠΑΣΟΚ ήταν «το δεκανίκι της δεξιάς», ήταν «αυτό που είχε την ευθύνη για την εξόντωση του λαού», ήταν «αυτό που υπονομεύει τη χώρα», ήταν «το κόμμα της διαφθοράς». Όσο για το Ποτάμι, ήταν «το κόμμα του Μπόμπολα», το «κόμμα των σαλονιών», «το κόμμα που κανάκεψαν οι μεγιστάνες της διαπλοκής και του πλούτου», ήταν «ο νέος σερβιτόρος της παλιάς πολιτικής».
Με τη ρητορική των προηγούμενων χρόνων, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εκπαιδεύσει ψηφοφόρους του με τις προαναφερόμενες λογικές. Οι οποίες ως κυρίαρχο στοιχείο είχαν τους αφορισμούς, τους εύκολους χαρακτηρισμούς, τις λαϊκίστικες και συνθηματολιγικές προσεγγίσεις και τις προσωπικές επιθέσεις. Δεν έβαζαν τα ζητήματα (άρα και τις διαφορές) με πολιτικό ή ιδεολογικό τρόπο.
Όλα αυτά είναι ενδεχομένως αποδεκτά στην πολιτική (ακόμα και δεν έχουν απαραίτητα ιδεολογική ή άλλη βάση), εφόσον έχεις αποφασίσει ότι αυτές οι δυνάμεις τις οποίες κατηγορείς βρίσκονται οριστικά στην απέναντι όχθη. Όταν ωστόσο και εσύ μετακινείσαι στην όχθη αυτή (υιοθετώντας μνημόνια, αναπτύσσοντας ανίερες συμμαχίες με ακροδεξιούς, διαπλεκόμενα κ.ο.κ.), είναι θεαματικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να χαράξεις νέες διαχωριστικές γραμμές. Και οι ψηφοφόροι που εκπαίδευσες δεν το ξεχνάνε εύκολα αυτό…