Του Αλέξανδρου Σκούρα
Για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, τον πολυτιμότερο φέτος παίκτη του ΝΒΑ, έχουν ειπωθεί πολλά αυτές τις μέρες από κάθε λογής σκοπιά. Πολιτικοί προσπάθησαν να οικειοποιηθούν την τεράστια επιτυχία του προκειμένου να κερδίσουν επικοινωνιακούς πόντους. Άλλοι έβγαλαν πάλι τα εθνικιστικά απωθημένα τους λόγω του ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν πληροί τα, κατά την γνώμη τους «απαραίτητα κριτήρια» ενός Έλληνα. Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο έχει τουλάχιστον τρία πράγματα να μας διδάξει αν την εξετάσουμε και υπό το πρίσμα της ανθρώπινης ελευθερίας:
1. Η ελληνικότητα:
Το ερώτημα που δυσκολεύονται να απαντήσουν πολλοί, και κυρίως δεξιοί, ακόμα και οι μετριοπαθείς που εδώ και λίγες μέρες συγχαίρουν και υπερηφανεύονται για τα κατορθώματα του Γιάννη, είναι το αν θα έπρεπε να είναι Έλληνες πολίτες τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα. Η φιλελεύθερη απάντηση είναι μία και ξεκάθαρη: Σε ένα παιδί που γεννήθηκε στην Ελλάδα, πήγε εδώ σχολείο και αισθάνεται την Ελλάδα πατρίδα του, το κράτος μας δεν μπορεί να του στερεί την ιθαγένεια. Αυτή μάλιστα η αναγνώριση δεν αφορά μόνο τα σπάνια ταλέντα τύπου Γιάννη αλλά κάθε παιδάκι που μεγαλώνει στη χώρα μας ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, ή άλλων χαρακτηριστικών.
2. Το χρέος
Κάθε φορά που κάποιος πετυχαίνει κάτι σπουδαίο, υπάρχουν αρκετοί που σπεύδουν να μιλήσουν για τα χρέη του επιτυχόντα προς την κοινωνία. Αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Ακόμα και στην ιδιαίτερα φιλική προς την ατομικότητα Αμερική, ο πρόεδρος Ομπάμα είχε πει κατά τη δεύτερη προεδρική του εκστρατεία ότι αν έχεις μία επιχείρηση, δεν την έχτισες εσύ, αλλά στην επιτυχία σου συνέβαλε όλο το κοινωνικό σύνολο. Η αντίληψη αυτή είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στις κολλεκτιβίστικες ιδεολογίες και κοινωνίες. Η φιλελεύθερη θεώρηση των πραγμάτων είναι διαφορετική. Ο Γιάννης έχει δουλέψει σκληρά για κάθε καλό που τον βρήκε. Η επαγγελματική επιτυχία του είναι το αποτέλεσμα βεβαίως του ταλέντου του, αλλά και της σκληρής δουλειάς, της προσήλωσης και των θυσιών που έκανε μέσα και έξω από το παρκέ. Αν ο ίδιος αισθάνεται πως χρωστάει κάτι σε κάποιον, αυτό είναι δική του υπόθεση. Κι αυτό το συναίσθημα είναι σαφώς διαφορετικό από το σύνηθες περιεχόμενο της λέξης «χρέος», που για να υφίσταται, πρέπει να καταγράφεται σε κάποιο συμβατικό κείμενο. Το σημαντικό πάντως είναι ότι εμείς ως κοινωνία δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να αξιώνουμε την «αποπλήρωση» κάποιου χρέους από τον Γιάννη. Ό,τι ο ίδιος εθελοντικά μας δίνει - και μας δίνει πολλά, όπως η τεράστια διαφήμιση της χώρας μας - είναι κέρδος για την κοινωνία μας. Κι αυτό το κέρδος, μην το ξεχνάμε, το παρήγαγε το παιδί δύο μεταναστών.
3. Η ταξικότητα
Το φαινόμενο Γιάννης δεν φέρνει αμηχανία μόνο από τα δεξιά, αλλά και στην αντίπερα ιδεολογική όχθη. Πλέον, το φτωχό «μεταναστάκι» που πούλαγε cd έγινε ένας από τους 50 πιο ακριβοπληρωμένους αθλητές στον κόσμο. Ο Γιάννης κάθε χρόνο βγάζει με την αξία του εκατομμύρια δολάρια από το συμβόλαιό του με τους Bucks αι την προώθηση προϊόντων που κάνει - και αν το NBA δεν είχε το salary cap θα έβγαζε ακόμα περισσότερα. Ζει αυτή τη στιγμή το αμερικάνικο όνειρο το οποίο ο πρόεδρος Ρήγκαν είχε περιγράψει γλαφυρά ως εξής: «Το αμερικάνικο όνειρο δεν είναι πως κάθε άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με όλους τους υπόλοιπους, αλλά πως κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι ελεύθερος ώστε να γίνει αυτό που ο Θεός προόρισε για το μέλλον του». Η μετανάστευση του Γιάννη από την Ελλάδα στις ΗΠΑ ήταν καθοριστικής σημασίας για να εκπληρώσει ο ίδιος το πεπρωμένο του. Σήμερα, οι ειδικοί του NBA θεωρούν ότι θα είναι το επόμενο πρόσωπο του NBA, όπως είναι σήμερα ο Λεμπρόν, ή πριν από αυτόν ο Κόμπε. Το πόσο μακριά θα φτάσει ο Γιάννης εξαρτάται από τον ίδιο και την τύχη (δηλαδή την αποφυγή τραυματισμών). Γεγονός όμως παραμένει ότι ο Γιάννης ανήκει πλέον στο πλουσιότερο 0,001% του πλανήτη. Το ερώτημα που πρέπει λοιπόν να μας απαντήσουν οι αριστεροί υποστηρικτές του Αντετοκούνμπο είναι αν πλέον τον θεωρούν ταξικό εχθρό και αν η ανισότητα του εισοδήματός του με το υπόλοιπο 99,999% του πλανήτη είναι άδικη.