Ήταν παντρεμένοι μόλις 7 χρόνια. Στην συνέχεια, για 15 ολόκληρα χρόνια περίμενε τον σύζυγό της να γυρίσει από τα Γκουλάγκ, μη γνωρίζοντας πως τον έχουν εκτελέσει. Μέχρι το τέλος της ζωής της, συγκέντρωνε τις επιστολές, τα σχεδιάσματα των έργων του, αναμνήσεις των συγχρόνων και, τελικά, μας κληροδότησε τον μεγάλο καμβά της ζωής, της δημιουργίας και της τραγωδίας του Ισάακ Μπάμπελ.
«Κάποια στιγμή, διηγήθηκε χαμογελώντας ντροπαλά, πως παντρεύτηκε μια πανέμορφη γυναίκα, με καταπληκτικό βιογραφικό, η μητέρα της ήταν αγράμματη, ενώ η ίδια μηχανικός στην εταιρεία που κατασκεύαζε το Μετρό της Μόσχας και βάζουν την φωτογραφία της στον «Πίνακα Τιμής». Το επίθετό της ήταν Πιροζκόβα. Στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας τρέχει στα γραφεία της εταιρείας κατασκευής του Μετρό να συναντήσει την Πιροζκόβα και περιμένοντάς της ανησυχεί, αν θα δει την φωτογραφία της στον «Πίνακα τιμής».
Μία φορά ήρθε στο Γκόρκι από το Μολονένοφ με μία θαυμάσια, πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα, με ασυνήθιστη θηλυκότητα, αλλά κάθε άλλο χωρίς αυτοκυριαρχία, βούληση και ενέργεια.
Στην συνέχεια είπε: «Από εδώ, η Αντονίνα Νικολάγιεβνα Πιροζκόβα» και αμέσως είπε κάτι γελώντας σχετικά με το βιογραφικό της. Η Αντονίνα Νικολάγιεβνα τον κοίταξε με τα ανοιχτά, διάπλατα ανοιχτά μάτια της, γεμάτα αυστηρότητα. Ο Μπάμπελ κάπως στεναχωρήθηκε. Έτσι κι αλλιώς, όμως, το πρόσωπό του έλαμπε από ευτυχία». Αυτά μας άφησε η Βαλεντίνα Χοντασέβιτς, στο κείμενό της «Όπως τον είδα».
Το βιογραφικό της Αντωνίνας ήταν συναρπαστικό. Γεννήθηκε το 1990 στο χωριό Κράσνι Γιαρ του κυβερνείου του Τομσκ. Το 1930 αποφοίτησε από το Τεχνολονικό Ινστιτούτο «Φ. Ε. Ντζερζίνσκι» του Τομσ και εργάστηκε στο σχεδιαστικό γραφείο της εταιρείας Κουζνετσκ-στρόι. Στην συνέχεια μετακόμισε στην Μόσχα κι άρχισε να εργάζεται στην εταιρεία σχεδιασμού του Μετρό της σοβιετικής πρωτεύουσας, όπου σταδιακά έφτασε μέχρι τον βαθμό του γενικού σχεδιαστή.
Η Αντωνίνα Πιροζκόβα ήταν μία από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με τον σχεδιασμό της επέκτασης του Μετρό. Ανάμεσα στα άλλα, σχεδίασε τους σταθμούς «Μαγιακόφσκαγια». «Παβελέτσκαγια», «Αρμπάτσκαγια», «Κίεφσκαφια» και «Πλατεία της επανάστασης». Οι συνάδελφοί της, την θεωρούσαν ως μία από τους πλέον ταλαντούχους σχεδιαστές.
Τον Ισαάκ Μπάμπελ τον γνώρισε το 1932.
Η ίδια στα απομνημονεύματά της, περιγράφει ως εξής την συνάντησή τους:
«Ο Ιβάν Πάβλοβιτς με σύστησε στον Μπάμπελ.
- Είναι μηχανικός, την λένε Πριγκίπισσα Τουραντό.
Ο Ιβάντσενκο με αποκαλούσε έτσι, από τότε που όταν ήρθε μια φορά στην εταιρεία Κουζνέτσκ-στρόι, διάβαζε για μένα στην εφημερίδα τοίχου ένα κριτικό σημείωμα με τίτλο «Η πριγκίπισσα Τουραντό από το σχεδιαστικό τμήμα»...
Ο Μπάμπελ με κοίταξε χαμογελώντας έκπληκτος, αλλά κατά την διάρκεια του γεύματος μου ζητούσε συνέχεια να πιούμε παρέα βότκα.
- Αν η γυναίκα μηχανικός και μάλιστα μάχιμος, μου έλεγε προσπαθώντας να με πείσει, πρέπει να ξέρει να πίνει βότκα. Αναγκάστηκα να πιω χωρίς να κάνω γκριμάτσες, για να μην βλάψω την φήμη του μάχιμου μηχανικού»
(Από τα Απομνημονεύματα της Αντωνίνας Πιροζκόβα)
Δύο χρόνια αργότερα, άρχισαν να συζούν. Ο Μπάμπελ είχε δύο γάμους στο ενεργητικό του. Το 1919 είχε παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία, την Ευγενία Γκροϊνφάιν. Το 1925 η Ευγενία έφυγε στο Παρίσι και τότε για ένα διάστημα ο συγγραφέας είχε σχέσεις με την ηθοποιό Τατιάνα Κασιρίνα, με την οποία απέκτησε τον γιο του Εμμανουήλ. Λίγο αργότερα, όμως, ο Μπάμπελ έφυγε το εξωτερικό και αποκατέστησε τις σχέσεις του με την νόμιμη σύζυγό του, αποκτώντας το 1929 την κόρη του Ναταλία.
Με την Αντωνία, δεν νομιμοποίησαν ποτέ τις σχέσεις τους.
Διαβάζοντας τα Απομνημονεύματα της Αντωνίνας Νικολάγιεβνα, ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην συγκρατήσει μία ουσιαστική λεπτομέρεια: ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Εκείνη ήταν νέα, εκλεπτυσμένη, μία σπάνια καλλονή. Εκείνος, ήταν μεγαλύτερος της κατά 15 χρόνια, εύσαρκος, με κοντό λαιμό, φορούσε γυαλιά και είχε το παρουσιαστικό «ύποπτου τύπου». Ο Μπάμπελ ήταν αφοσιωμένος στην λογοτεχνία, η σύζυγός του, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα πήγαινε στην δουλειά της.
Ο Μπάμπελ, διαρκώς έκανε αστεία με την σύζυγό του. Έλεγε, για παράδειγμα, «ορίστε η κοπέλα την οποία θα ήθελα να παντρευτώ, μα δεν με θέλει», παρόλο που συζούσαν ήδη για ένα μεγάλο διάστημα. Άλλοτε πάλι, έλεγε δυνατά στην παρέα «Μοιάστε την Πιραζκόβα», αξιοποιώντας τον τίτλο ενός άρθρου από την εταιρική εφημερίδα τοίχου. Ένα από τα αγαπημένα του αστεία, ήταν να λέει πως παντρεύτηκε την κόρη ενός ιερέα, παρόλο που ο πατέρας της έζησε για ένα διάστημα στην οικογένεια ενός κληρικού και δεν είχε καμιά άλλη σχέση με την εκκλησία. Ταυτόχρονα, του άρεσε ιδιαίτερα να χαρίζει διάφορα πράγματα στους φίλους του, όπως φωτογραφικές μηχανές, γραβάτες, ρολόγια, πράγμα που πολλές φορές τον έκανε μέσα στην αφηρημάδα του να χαρίζει και πράγματα της συζύγου του. Ο Αντωνίνα δεν τον παρεξηγούσε. Ήξερε πολύ καλά πως χωρίς τα αστεία του, η ζωή της θα ήταν σπίτι-γραφείο και πληκτική. Εξάλλου, ο ταλαντούχος συγγραφέας της είχε ανοίξει νέους ορίζοντες στη ζωή, έναν, κυριολεκτικά, καινούργιο κόσμο, τον οποίο η ίδια στην συνέχεια, κατά την διάρκεια δεκαετιών, θα προσπαθήσει να ανασυνθέσει.
Το 1937 γεννήθηκε η θυγατέρα του Λήδα. Ο Μπάμπελ αγαπούσε πολύ τα παιδιά, μα δεν κατάφερε να μεγαλώσει κανένα από τα δικά του. Ο γιος του Εμμανουήλ μεγάλωσε έχοντας διαφορετικό επίθετο και δεν του επέτρεψαν να συναντηθεί ποτέ με τον πατέρα του. Η κόρη του Νατάσα, μεγάλωνε στο Παρίσι. Ωστόσο, η μοίρα δεν θέλησε να δει να μεγαλώνει ούτε η κόρη του Λήδα.
Όταν άρχισαν να συλλαμβάνουν τους φίλους του, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί εκείνοι που πριν από δεκαπέντε χρόνια έκαναν την επανάσταση, ομολογούν τα αδιανόητα εγκλήματα προδοσίας και της κατασκοπίας.
«Δεν καταλαβαίνω, ήταν όλοι γενναίοι άνθρωποι», έλεγε, όπως μας μεταφέρει η σύζυγός του.
Οι συγγενείς των συλληφθέντων τον παρακαλούσαν να μεσολαβήσει. Ανέλαβε την πρωτοβουλία να πηγαίνει σε διάφορες υπηρεσίες, την στιγμή που από μέρα σε μέρα κινδύνευε να γίνει το «μαύρο πρόβατο», είχε μακρές, χωρίς νόημα συζητήσεις με τους επικεφαλείς, ενώ επέστρεφε σκυθρωπός στο σπίτι, καταλαβαίνοντας πως δεν μπορεί να βοηθήσει πια κανέναν.
Η Αντωνίνα έβλεπε πως ο σύζυγός της υποφέρει, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήξερε πως υπέφερε, πως είχε πληγωθεί βαθιά, πως αιμορραγούσε ψυχικά και πνευματικά.
«Ήθελα να πιάσω τα χέρια του και να τα φιλήσω».
Σε λίγο, άρχισε να σφίγγει ο κύκλος. Σταμάτησαν οι επισκέψεις και τα τηλεφωνήματα.
Μοναδική παρηγοριά του Μπάμπελ ήταν η θυγατέρα του.
Είχε μάθει στην μικρή Λήδα να σηκώνει το τηλέφωνο και να λέει με σοβαρότητα: «Ο μπαμπάς δεν είναι σπίτι. Πήγε βόλτα φορώντας γαλότσες».
Η σύλληψη του Μπάμπελ δεν άργησε.
Οι άντρες της N.K.V.D. φοβούνταν μήπως ο συγγραφέας αντισταθεί, γι’ αυτό και χρησιμοποίησαν την νεαρή του σύζυγο. Την συνέλαβαν στις πέντε το πρωί και την υποχρέωσαν να πάει μαζί τους στο εξοχικό της οικογένειας. Μόλις την είδε ο Μπάμπλε, δεν προσπάθησε να ξεφύγει, να παλέψει ή να αντισταθεί. Τον έστησαν σε μια γωνιά και του έκαναν σωματική έρευνα. Στην συνέχεια, έβαλαν το ζευγάρι σε ένα αυτοκίνητο και τους μετέφεραν από το Περεντέλκινο στην Λουμπιάνκα.
Χαμογελώντας του, η Αντωνία του είπε: Θα σκέφτομαι πως πήγες στην Οδησσό.
Η σύλληψη του Ισάακ Μπάμπελ έγινε στις 15 Μαΐου 1939 και λίγους μήνες αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1940 εκτελέστηκε. (για περισσότερες λεπτομέρειες διάβασε εδώ: https://www.liberal.gr/apopsi/isaak-mpampel-to-praktiko-tis-anakrisis-i-omologia-i-anaskeui/323142 και εδώ: https://www.liberal.gr/apopsi/isaak-mpampel-o-marturikos-thanatos-tou-kokkinou-ippea-/316619)
Ούτε η μητέρα του ούτε η Αντωνίνα έμαθαν για την εκτέλεσή του. Κάθε φορά που ρωτούσε για την τύχη του, έπαιρνε την στερεοτυπική απάντηση: «Είναι ζωντανός, εκτίει ποινή στα κατασκευαστικά έργα της λαϊκής οικονομίας στην Σιβηρία».
Μόνο το 1954 , μετά τον θάνατο του Στάλιν και την μετά θάνατον αποκατάσταση του Μπάμπελ, έμαθε την αλήθεια.
Δεν παντρεύτηκε ξανά. Δούλευε, σχεδίαζε το Μετρό, ξενοδοχεία στον Καύκασο, δίδασκε τις νεότερες γενιές.
Αμέσως μόλις έμαθε για τον θάνατο του Μπάμπελ, άρχισε να συγκεντρώνει κάθε είδους υλικό που αφορούσε στην ζωή και στο έργο του.
Επιμελήθηκε την συλλογή με τις αναμνήσεις για τον Μπάμπελ, στην οποία συμμετείχαν ο Ουτέσοφ, ο Παουστόφσκι, ο Έρενμπουργκ...
Έγραψε κι ένα βιβλίο με τίτλο «Προσπαθώ να αναστηλώσω τα γνωρίσματα».
Οι κριτικοί της λογοτεχνίας την αποκάλεσαν «η τελευταία μεγάλη χήρα».
Το 1996 ταξίδεψε στις ΗΠΑ, για να συναντήσει τον αγαπημένο της εγγονό, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Αντρέι Μαλάγιεφ-Μπάμπελ.
Σε ηλικία 87 ετών, ξεκίνησε μια νέα ζωή. Πολλοί προσπάθησαν να την αποτρέψουν, λέγοντας: τι θα κάνεις εκεί;
Απαντούσε: Θα γράψω τα απομνημονεύματα μου.
- Για τον Μπάμπελ;
- Όχι, ό,τι ήταν να κάνω για τον Μπάμπελ, το έκανα. Έζησα την δική μου ενδιαφέρουσα ζωή.
Πέθανε η Αντωνίνα στις 12 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο εγγονός της έγραψε «Γεννήθηκε στο χωριό Κράσνι Γιαρ στην Σιβηρία ένα χρόνο πριν φύγει ο Τολστόι από την Γιάσναγια Πολιάνα και πέθανε στην πόλη Σαρασότα, της πολιτείας της Φλόριντα, προλαβαίνοντας να ψηφίσει τον πρώτο στην ιστορία της Αμερικής μαύρο πρόεδρο».
Η Αντωνίνα έζησε 70 χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της.