Του Γιάννη Παντελάκη
Και τι είναι το facetime; Η ερώτηση ακούστηκε όταν πληροφορήθηκε πως το πρώτο μήνυμα Ερντογάν μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, μεταδόθηκε μέσω μιας εφαρμογής ενός έξυπνου κινητού. Σε ζωντανό χρόνο μέσω διαδικτύου και αναμετάδοσης και από τις τηλεοράσεις, αλλά κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Με όσα συνέβησαν στη γειτονική χώρα το βράδυ της Παρασκευής, επιβεβαιώθηκε με κατηγορηματικό τρόπο κάτι το οποίο ήδη γνωρίζαμε αλλά δεν είχαμε βιώσει τόσο έντονα: Το διαδίκτυο και οι παρεπόμενες λειτουργίες του, δεν έχουν αυξήσει μόνο τις δυνατότητες παρέμβασης πολιτών που ως χθες απλά παρακολουθούσαν. Αλλά, έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο πληροφόρησής μας. Μεταδίδονται τα γεγονότα σε άμεσο χρόνο, δεν είναι εύκολος ο τρόπος ελέγχου ή περιορισμού της ροής των ειδήσεων, η νέα τάξη πραγμάτων στην ενημέρωση, έχει μετατρέψει τα παραδοσιακά Μέσα σε σχεδόν παρωχημένα και απλά παρακολουθήματα.
Η νέα πραγματικότητα (που ωστόσο δεν είναι και τόσο νέα, το διαδίκτυο έχει παίξει σημαντικό ρόλο σε σημαντικά γεγονότα όπως η Αραβική Άνοιξη κ.α.), θέλει τα νέα Μέσα να κυριαρχούν. Ακόμα και σε βάρος της τηλεόρασης που θεωρείτο πανίσχυρη και όλοι επιδίωκαν να διαθέτουν την επιρροή της. Όπως οι πραξικοπηματίες στην Τουρκία που έσπευσαν να καταλάβουν τα κτίρια της τηλεόρασης. Ήταν μια κίνηση που ταιριάζει σε παλαιότερες εποχές, που έχουν ξεπεραστεί.
Το βράδυ της εκδήλωσης του πραξικοπήματος, υπήρξαν πολλοί στη χώρα μας που παρακολουθούσαν τα γεγονότα από τα όποια (λίγα) τηλεοπτικά δίκτυα είχαν συνεχή ροή πληροφοριών. Υπήρξαν πολλαπλάσιοι, ωστόσο, οι οποίοι μάθαιναν πιο γρήγορα και άμεσα τις εξελίξεις μέσω διαδικτύου. Από ειδησεογραφικές ιστοσελίδες ή από τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μέσα από εκεί άλλωστε, έκαναν και τις παρεμβάσεις τους πολλοί από τους παράγοντες που διαμόρφωναν τα γεγονότα εκείνο το βράδυ.
Η πρόσβαση στο διαδίκτυο ολοένα και επεκτείνεται σε μεγαλύτερες πληθυσμιακά ομάδες, λένε όλα τα στοιχεία. Τα ίδια στοιχεία που επιβεβαιώνουν πως ο άλλοτε κυρίαρχος ως μέσο πληροφόρησης και επιρροής -η τηλεόραση- έχει υποστεί μια μεγάλη ήττα. Η οποία δεν συνδέεται μόνο με την αδυναμία της να λειτουργήσει τόσο άμεσα και παρεμβατικά όσο το διαδίκτυο, αλλά και με τη χαμένη της αξιοπιστία.
Βιώνουμε μια νέα πραγματικότητα η οποία αφορά στον τρόπο πληροφόρησής μας, άρα και στην ποιότητα της ίδιας της δημοκρατίας. Με όσα στρεβλά και αν έχει αυτή η νέα πραγματικότητα (και είναι πολλά αυτά και συνδέονται κατά βάση με τη δυσκολία διασταύρωσης των εκατομμυρίων πληροφοριών που διακινούνται καθημερινά) το διαδίκτυο, έχει καταφέρει να κυριαρχήσει απέναντι σε όλα τα Μέσα.
Αυτά τα νέα δεδομένα, πολλοί δεν θέλουν να τα δουν. Δεν θέλουν ή δεν μπορούν. Επιμένουν σε παραδοσιακούς τρόπους πληροφόρησης οι οποίοι ωστόσο συγκεντρώνουν πολλές αδυναμίες και κατά βάση είναι αναποτελεσματικοί. Στη χώρα μας, παρ' ότι θα μπορούσε το παλιό να λειτουργήσει συμπληρωματικά με το καινούργιο και να αναπροσαρμόσει το ρόλο του, δεν συμβαίνει στο βαθμό που θα έπρεπε τουλάχιστον. Το καινούργιο εξελίσσεται και προχωράει, το παλιό επιμένει σε συνταγές του παρελθόντος και γι' αυτό χάνει τη μάχη.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα, είναι αυτό που αφορά στις εφημερίδες. Έχουμε αριθμητικά περισσότερες εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Και παράλληλα, τους λιγότερους αναγνώστες. Θα είχαν σοβαρό λόγο ύπαρξης οι εφημερίδες αυτές, αν είχαν και σοβαρές κυκλοφορίες. Έχουν; Σε μια τυχαία ημέρα (13 Ιουλίου) οι πέντε πρωινές και οι έντεκα απογευματινές καθημερινές εφημερίδες πούλησαν αθροιστικά 83.400 φύλλα. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης να σημειώσουμε πως ένα σχετικά επιτυχημένο ειδησεογραφικό site το επισκέπτονται καθημερινά 40 με 50.000 μοναδικοί αναγνώστες. Περισσότεροι απο τους μισούς αναγνώστες όλων των εφημερίδων μαζί.
Η εισβολή των ιδιωτικών ραδιοφώνων και τηλεοράσεων μετά το 1989-1990 περιόρισε την απήχηση των εφημερίδων. Και σε αυτό βοήθησαν και οι ίδιες αρνούμενες να προσαρμοστούν σε έναν νέο ρόλο. Να εκμεταλλευτούν δηλαδή το συγκριτικό τους πλεονέκτημα (την άνεση χρόνου) για να προσαρμόσουν την ύλη τους ανάλογα. Σε μια ερευνητική κατά βάση δημοσιογραφία και σε ψύχραιμες, χωρίς την άμεση χρονική πίεση, αναλύσεις των γεγονότων. Δεν το έκαναν οι περισσότερες.
Και οι άλλοτε πανίσχυρες τηλεοράσεις όμως, έχουν υποχωρήσει ως προς την επιρροή τους. Τα δελτία και οι ενημερωτικές εκπομπές μπορεί να έχουν υψηλές τηλεθεάσεις, αλλά λίγοι από τους τηλεθεατές αυτούς θεωρούν πως πρόκειται για αξιόπιστα δελτία και εκπομπές. Το Ευρωβαρόμετρο του περασμένου Μαρτίου, έδειξε ότι οι Έλληνες έχουν την μεγαλύτερη δυσπιστία απ' όλη την Ευρώπη σε ότι αφορά την τηλεόραση (80%), ενώ υψηλό είναι και το σχετικό ποσοστό για τον γραπτό τύπο (65% αρνητικό ποσοστό). Σε ότι αφορά το διαδίκτυο, δεν αυξάνεται απλά ολοένα και περισσότερο η προσβασιμότητα των πολιτών (65,5% ήταν το 2014, έχει αυξηθεί περισσότερο από τότε), αλλά το εμπιστεύεται ένα μεγάλο ποσοστό (43%) για την ενημέρωσή του.
Στην πτώση της επιρροής της τηλεόρασης, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο τρόπος λειτουργίας της για πολλά χρόνια και η επιδίωξή της να διαμορφώνει τα γεγονότα και όχι απλά να τα καταγράφει. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα της μειωμένης επιρροής της, αποτελεί το δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού. Παρ' ότι η συντριπτική πλειονότητα των καναλιών υποστήριζε την επιλογή του «ναι», το «όχι» κυριάρχησε.
Είναι προφανές ότι και στο διαδίκτυο, επικρατεί μια χαοτική εικόνα η οποία δεν είναι σίγουρο ότι προσφέρει την ιδανική πληροφόρηση. Ωστόσο, φαίνεται πως αργά αλλά σταθερά η κατάσταση ξεκαθαρίζει. Ειδησεογραφικές ή άλλες ενημερωτικές ιστοσελίδες αποκτούν κύρος, αξιοπιστία και τις προτιμήσεις μεγάλων ομάδων χρηστών. Η συνέχεια μοιάζει αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα...