Του Σπύρου Βλαχόπουλου*
Η πρόσφατη μεταγωγή του Δημήτρη Κουφοντίνα και του Χριστόδουλου Ξηρού από τις φυλακές Κορυδαλλού επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για το εάν υπάρχει «καλή» και «κακή» βία. Δυστυχώς, στη χώρα μας υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι πιστεύουν ότι η βία δεν είναι καταδικαστέα εξ ορισμού και ότι κάποιες μορφές της δικαιολογούνται ή τουλάχιστον δεν είναι το ίδιο αρνητικές με τις υπόλοιπες. Αυτό ισχύει και για τους τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη, τους οποίους διάφορες ομάδες χαρακτηρίζουν ως «πολιτικούς κρατούμενους».
Ωστόσο, το να τηρείς θετική ή έστω και ουδέτερη στάση απέναντι στο φαινόμενο της τρομοκρατίας, επειδή αυτή επικαλείται «επαναστατικά» και «ανθρωπιστικά» ιδανικά που δήθεν πολεμούν την ανθρώπινη εκμετάλλευση, είναι αντίθετο σε κάθε έννοια δικαιωμάτων και νομικού πολιτισμού. Κατ'' αρχάς, τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας διαπράχθηκαν στο όνομα «υψηλών ιδανικών».
Αρκεί μόνο να θυμηθεί κανείς τις σταυροφορίες και την περίοδο του σταλινισμού. Πέραν τούτου, οι τρομοκράτες αρνούνται στα θύματά τους τα στοιχειώδη εκείνα δικαιώματα, τα οποία η «αστική δημοκρατία» παρέχει ύστερα από αιματηρούς αγώνες της ανθρωπότητας ακόμη και στους δράστες των πιο ειδεχθών εγκλημάτων. Ποιος άραγε από όσους δολοφόνησαν οι τρομοκράτες πρόλαβε να απολογηθεί, όταν στα μέλη των τρομοκρατικών οργανώσεων δόθηκε τόσο απλόχερα η δυνατότητα της απολογίας και γενικότερα όλα τα δικαιώματα που προβλέπει η δικονομία μας;
Εκεί όμως που αποδεικνύεται η κυνικότητα των κάθε είδους τρομοκρατών είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα «παράπλευρα» θύματα των ενεργειών τους, όπως τον Θάνο Αξαρλιάν. Εντυπωσιάζει η ομοιότητα με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες δυνάμεις τις «παράπλευρες» απώλειες των βομβαρδισμών τους, επίσης στο όνομα κάποιων ανθρωπιστικών ιδεωδών!
Με αφορμή τις προαναφερθείσες μεταγωγές, είδαμε και πάλι στους τηλεοπτικούς δέκτες τις εικόνες από την έξοδο του Δημήτρη Κουφοντίνα από τις φυλακές Κορυδαλλού, ύστερα από τις ολιγοήμερες άδειες που του δόθηκαν. Αυτοί που τον περίμεναν και τον αγκάλιαζαν χωρίζονται προφανώς σε δύο κατηγορίες: Στους υποστηρικτές που έβλεπαν το πρότυπο του επαναστάτη στο πρόσωπο ενός «ιεροεξεταστή» που αποφάσιζε μαζί με τους συνεργούς του, σαν ένας μικρός θεός, ποιος θα ζήσει και ποιος, πότε και με ποιον τρόπο θα πεθάνει. Για αυτούς ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τα πρόσωπα της οικογένειάς του. Η συνάντησή τους ήταν όντως μια βαθιά ανθρώπινη στιγμή που χρήζει σεβασμού. Μόνο που αναρωτιέμαι: Σε πόσα παιδιά και πόσους συντρόφους στέρησαν τα μέλη των τρομοκρατικών οργανώσεων τη χαρά να αγκαλιάσουν τον πατέρα τους και τον σύντροφό τους, χαρά την οποία αυτοί απολαμβάνουν στο όνομα της «κακής αστικής δημοκρατίας»;
*Ο Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο της 14ης Αυγούστου 2018.