Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Εδώ και μερικούς μήνες ζούμε σε ένα συγκρότημα σχετικώς νεόδμητων πολυκατοικιών κάπου είκοσι λεπτά από το κέντρο της πόλης με τη συγκοινωνία, σε μία περιοχή μέχρι πρότινος αμιγώς λαϊκή — δηλαδή υποβαθμισμένη. Πριν από περίπου δέκα χρόνια αποφασίστηκε και ξεκίνησε η ανάπλασή της με μία σειρά από μέτρα και παρεμβάσεις βελτίωσης του δομημένου περιβάλλοντος και των όρων διαβίωσης των κατοίκων της, αλλά και προσέλκυσης νέων, μόνιμων και εργαζομένων (ήρθαν πολλά γραφεία πολυεθνικών επιχειρήσεων εδώ), καθώς και της μερικής ανοικοδόμησης περιοχών της που είτε ήταν άδειες, γεμάτες αγριόχορτα, είτε παλιές εμπορικές ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις περιβαλλοντικά δυσάρεστες πλέον, όλες τους σε χρόνϊα αχρησία. Ταυτόχρονα, αναπαλαιώθηκαν αρκετά από τα υφιστάμενα κτίρια δημόσιου ενδιαφέροντος και δημιουργήθηκαν αρκετοί χώροι πρασίνου, ενώ μία σειρά από συγκοινωνιακά έργα και κυκλοφοριακές ρυθμίσεις που έγιναν βοηθούν τις μετακινήσεις των πολιτών.
Αυτά όλα είναι καλά, και θα μπορούσα να μιλάω επί ώρα για κάθε μία από τις παρεμβάσεις που έγιναν ή εξακολουθούν να γίνονται στην περιοχή, αλλά το θέμα μου σήμερα είναι το δικό μας συγκρότημα και συγκεκριμένα ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά του: οι κάμερες ασφαλείας.
Δεν ξέρω πόσες είναι, δεν ρώτησα ούτε τις μέτρησα, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι αρκετές: τόσες που να καταγράφουν κάθε κίνηση έξω από το συγκρότημα, και στα δύο παράλληλα δρομάκια (μήκους διακοσίων μέτρων) που το περιβάλλουν. Σε συνδυασμό μάλιστα με το σύστημα παρακολούθησης που επίσης διαθέτει το απέναντι ογκώδες κτιρίου γραφείων, ξέρεις εκ των προτέρων εδώ πως δεν υπάρχει περίπτωση να καθαρίσεις τη μύτη σου όταν βγάζεις τον σκύλο σου βόλτα χωρίς αυτό να καταγραφεί.
Πώς αισθανόμαστε; Με όλες αυτές τις κάμερες, με τη ρεσεψιόν (το «θυρωρείο») που λειτουργεί σε 24ωρη βάση, αλλά και με την ιδιωτική εταιρία σεκιούριτι που κάνει τις βόλτες της στα πέριξ ιδίως αφότου σκοτεινιάσει και μετά, είμαστε και αισθανόμαστε ασφαλείς. Και αυτό για πρώτη φορά εδώ και μερικές δεκαετίες — πιο πριν δεν πολυκαταλάβαινα, ή δεν υπήρχε και τίποτε άξιο λόγου στη γειτονιά μας, στη Χαριλάου της Θεσσαλονίκης, για να το κλέψουν.
Αλλά, από την άλλη, μήπως είναι υπερβολή όλο αυτό; Κάμερες από δω, κάμερες από κει, περιστρεφόμενες κάμερες παρέκει, ο θυρωρός να χαζεύει το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης λες και δεν έχει άλλη δουλειά να κάνει, περίπολα των σεκιουριτάδων που γλιστρούν μέσα στο σκοτάδι… μήπως περάσαμε στο άλλο άκρο; Μήπως θυσιάζουμε ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού μας βίου μόνο και μόνο για να περιφρουρηθεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας κάποιων, που Κύριος οίδε πώς τα απέκτησαν αυτά που απέκτησαν;
Τέτοια και άλλα τέτοια, με περισσότερη ή λιγότερη εξωκοινοβουλευτική αριστεροσύνη ή και αυστηρότερο ή πιο τρυφερό συριζαϊσμό, μπορούν να ειπωθούν πολλά. Πάρα πολλά. Για το πώς γκετοποιούμαστε, πώς ρίχνουμε βάρος στη διαφύλαξη της χι περιουσίας των τάδε εχόντων και κατεχόντων αντί να γυρνάμε ολημερίς ξυπόλυτοι και να φιλιόμαστε στο στόμα ακούγοντας Λοΐζο κλπ. κλπ.
Η αλήθεια βέβαια είναι αμείλικτη. Και δεν χωρεί τη φιλοσοφία μας — ούτε τη ματαιοδοξία της χαζούλας ιδεολογίας μας. Η τεχνολογία και η βούληση για ασφάλεια έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην περιφρούρηση του δημοσίου συμφέροντος και στην ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών. Το συγκρότημά μας εδώ είναι σκέτη όαση. Τα μισά παιδιά που παίζουν στην παιδική χαρά είναι ασυνόδευτα. Δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ ούτε ένα περιστατικό κλοπής ή ληστείας. Δεν έχει έρθει ποτέ κανείς τοξικοεξαρτημένος εδώ για να τρυπήσει μία ακόμη κατεστραμμένη φλέβα. (Μολονότι ο σιδηροδρομικός σταθμός απέχει μόλις 900 μέτρα από εμάς, και ενώ το συγκρότημά μας διαθέτει πολλές καβάντζες: δεν μπήκε ποτέ κανείς τους στον κόπο, παραμένουν όλοι εκεί). Και τα ζευγαράκια, κάθε βράδυ, κουρνιάζουν δίπλα στο ποτάμι, αμέριμνα και ξέροντας πως, όχι, δεν θα τα τραβήξει η κάμερα. Δεν υπάρχει καμία που να κοιτά προς το μέρος τους.
(«Δίπλα στο ποτάμι»: ξέχασα να πω, για όσους δεν το ξέρουν, ότι βέβαια δεν μένουμε στην Ελλάδα, αλλά στην Πράγα).