Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Επί τρεις ημέρες στη σειρά σε αυτή τη σειρά σημειωμάτων (εδώ, εδώ και εδώ), μιλάμε για τις πόλεις μας. Συζητήσαμε, μεταξύ άλλων, για το πόσο εύκολα συνηθίζουμε το εκάστοτε περιβάλλον μας —πράγμα στο οποίο επιμένουμε γιατί το θεωρούμε, και είναι, κομβικό: όχι επειδή συνηθίζει κανείς την ομορφιά, πράγμα καλό, αλλά γιατί συνηθίζει κανείς και την ασχήμια, πράγμα θανάσιμο— και για το τι κάνει μία πόλη πραγματική, ποια είναι δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που τη μεταμορφώνουν από άθροισμα κατοικιών, εργαστηρίων, καταστημάτων, σταδίων, στρατώνων και χώρων αναψυχής σε έναν τόπο όπου χαίρεσαι να ζεις γιατί ξέρεις, βλέπεις και νιώθεις ότι σου παρέχει το κατάλληλο πλαίσιο για να ευτυχήσεις: για να εξαντλείς αενάως, αν μου επιτρέπετε να το πω έτσι, τις δυνατότητες με τις οποίες γεννήθηκες. Οι πόλεις είναι ακριβώς αυτό: μεγάλα, δυναμικά πλαίσια, μη στατικοί πολυ-οργανισμοί που δημιουργήθηκαν επιφορτισμένοι να μεριμνούν για αυτό που λέμε «ποιότητα ζωής» των κατοίκων τους.
Τέλος, στα προηγούμενα σημειώματα αναφερθήκαμε και στη σταδιακή φθορά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, φθορά που είναι πλέον το «σήμα κατατεθέν» τους (και το πράγμα θα παραμείνει έτσι για καιρό μέχρι να 'ρθει ν' αλλάξει), δηλαδή των δύο πολύ συγκεκριμένων πόλεων που —κακά τα ψέματα— υπήρξαν προφανώς και η αφορμή για τα σημειώματα αυτά. Είναι οι πόλεις που ξέρω, που πέρασα μια ζωή εντός των αοράτων τειχών τους και που αγαπώ όσο τίποτε άλλο. Ή μάλλον, που εξακολουθώ να τις αγαπώ, παρά τη φθορά τους που λέμε, μία φθορά που είναι εκεί, διαρκώς παρούσα, χτικιάρα, και που μου βγάζει τη γλώσσα. Αν ξεκινούσα σήμερα τη σχέση μου μαζί τους, με οποιαδήποτε από αυτές, δεν επρόκειτο φυσικά να τους έριχνα ούτε δεύτερη ματιά: είναι περιφρονητέες, και ας το πούμε φωναχτά αυτό, δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε ούτε να κλείνουμε τα μάτια. (Ή μάλλον, να ντρεπόμαστε χρειάζεται μια χαρά).
Αλλά, ξέρετε, αυτό που αγαπάμε κυρίως στη ζωή —πλην των παιδιών μας ή του έργου μας, δηλαδή της φαντασιακής προέκτασής μας στο μέλλον, της «αθανασίας» μας—, αυτό που αγαπάμε πάνω απ' όλα —γιατί η αγάπη είναι συνώνυμο της νοσταλγίας— είναι το παρελθόν μας, ο χρόνος που περνά και χάνεται, οι αναμνήσεις μας και ο περασμένος μας εαυτός, όχι κάτι που είναι να 'ρθει. Αυτό το λαχταράμε, δεν το αγαπάμε. Αγαπάμε ό,τι θυμόμαστε και ό,τι νιώσαμε παλιά, και από αυτό αντλούμε δύναμη για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και να πασχίζουμε να υπάρξουμε κάπως καλά και ουσιαστικά. Ισχύει ακόμη και για τους αγαπημένους μας ανθρώπους, κι ας φαίνεται «περίεργο»: αγαπάμε τους ανθρώπους μας γι' αυτό που περικλείουν, γι' αυτό που αντιπροσωπεύουν, για τη σκευή τους — για το παρελθόν τους. Οι άνθρωποι δεν είναι κάτι που φτιάχτηκε από πηλό μπροστά μας όπως ένα κιούπι στον τροχό, αλλά κάτι που ρίχνει ένα μακρύ και πλατύ δίχτυ στο αχανές, οικείο χθες.
Εν πάση περιπτώσει, εγώ αγαπώ αυτές τις δύο πόλεις επειδή τις έζησα. Επειδή είμαι από κει. Δεν αποτελώ καμιά εξαίρεση. Η εξαίρεση είναι ούτως ή άλλως μια λέξη που απαντά κυρίως στα λεξικά. Όλοι αγαπάμε τον τόπο μας για τον ίδιο λόγο. Γι' αυτό και είναι μαράζι μεγάλο η μετανάστευση. Γι' αυτό και ήταν ποινή χειρότερη και από τον θάνατο η εξορία, και χίλιες φορές πιο ατιμωτική. Με τον θάνατο, ξεμπερδεύεις με λίγα τινάγματα στην άκρη ενός σχοινιού. Ενώ η φρικτοτάτη εξορία κόβει με το τσεκούρι τη σκιά σου με ό,τι σε ορίζει, καθημερινά.
Ας τα αφήσουμε όμως αυτά και να πάμε λίγο στο προκείμενο.
Έχω απολύτως θετική γνώμη για τους δύο απερχόμενους δημάρχους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, δημάρχους της Κρίσης μάλιστα, καθώς ανέλαβαν και οι δύο το 2011 —τα πράγματα θα ήταν απολύτως διαφορετικά αν είχαν αναλάβει σε περίοδο οικονομικής ευφορίας, και τώρα θα μιλούσαμε επί άλλης βάσεως—, τον Γιώργο Καμίνη και τον Γιάννη Μπουτάρη. Πέραν τού αναμφισβήτητου έργου τους, και παρά τα όσα αρνητικά μπορεί να τους καταλογίσει οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος κριτής (κι αν έχω κατακρίνει τον κυρ Γιάννη…), ήταν δύο δήμαρχοι που δούλεψαν και μόχθησαν, και όχι μόνο συμμαζεύοντας τα οικονομικά των δύο διοικήσεων, καθαυτό εξόχως σημαντικό ασφαλώς και μέγα ζητούμενο εξαρχής. Έκαναν και πολλά άλλα. Για να μη μακρηγορώ όμως, εννοώ εδώ κυρίως αυτό: έδειξαν όποτε χρειάστηκε το δημοκρατικό, φιλελεύθερο πρόσωπο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Για τον πρώτο, δεν πρόκειται να ξεχαστεί από κανέναν μας το σθένος που επέδειξε έναντι των χιτλερικών μιασμάτων, που τον μίσησαν και τον μισούν όσο λίγους, και αναφορικά με τους επωνύμους αυτόν πρώτον-πρώτον. Η γενναία στάση του θα τον ακολουθεί εσαεί σαν λαμπρό παράσημο, ακόμη πιο ακριβό από αυτό που πήρε στέργοντας τους παρίες των Αθηνών. Και όσο για τον Μπουτάρη, και μόνο που ήδη επί των πρώτων δύο ετών της δημαρχίας του άρχισαν οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς να μιλούν επιτέλους ανοιχτά, δημόσια, για το σκοτεινό και ένοχο παρελθόν της πόλης, μου αρκεί. Και αρκεί γενικώς, επιτρέψτε μου, καθώς αυτό ήταν ήδη πάρα πολύ για την Πόλη των Φαντασμάτων. Χωρίς αυτόν, τότε, δεν θα είχε αλλάξει προς το καλύτερο η Σαλονίκη, δεν θα είχε ζητήσει συγγνώμη από τους Εβραίους της. Γι' αυτό και, προσωπικά, του συγχωρώ όλα τα άλλα (που έκανε ή που, κυρίως, δεν έκανε — και δεν είναι και λίγα).
Είμαι αισιόδοξος τόσο για την πορεία των Αθηνών, όσο και για το μέλλον της πόλης μου, παρά τη φθορά τους, παρά τα χίλια μύρια προβλήματά τους, παρά το γεγονός ότι σήμερα, όχι, καμιά τους δεν είναι «ερωτεύσιμη». Δεν είναι έτσι οι ερωτεύσιμες πόλεις. Χτυπημένες αλύπητα από τη δυσπραγία και από την κρίση αξιών που πλήττει όλη τη χώρα, αυτής της εκούσιας καταβύθισής της σε ένα λάκκο σκαμμένο από τον εθνολαϊκισμό και τους ψευδοπροφήτες του, Αριστερούς και Δεξιούς, γηγενείς και μη (αναφέρομαι ειδικά στη Θεσσαλονίκη εδώ), δεν άντεξαν. Ως εκ τούτου, οι νέες δημοτικές Αρχές έχουν να κάνουν πολλά από δω και μπρος. Πάρα πολλά. Πράγματα χειροπιαστά, που θα αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών. Αλλά ταυτόχρονα και έργα που θα δώσουν όραμα στους δημότες. Χωρίς καμία διάθεση υπερβολής: που θα δώσουν όραμα στη χώρα. Ένα όραμα επίσης χειροπιαστό, αν μπορώ να το πω έτσι.
Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον Κώστα Μπακογιάννη και, κυρίως, στον Νίκο Ταχιάο, επειδή τον ξέρω καλά. Θα τα καταφέρουν. Αναλαμβάνουν τιτάνιο έργο όπου να 'ναι. Το ξέρουν. Θα το φέρουν εις πέρας. Και πρέπει, δηλαδή, να ξεπεράσουν τους προκατόχους τους κατά πολύ. Λοιπόν, θα το κάνουν.