Του Αντώνη Πανούτσου
Έχοντας κάτσει σε άπειρα ποδοσφαιρικά πάνελ, έχω δει ανθρώπους να ανεβάζουν τον τόνο της φωνής, να θυμώνουν, να τσακώνονται, να πάνε να πλακώνονται, να φεύγουν από εκπομπές. Δεν έχω δει όμως άνθρωπο να βγαίνει τόσο εκτός εαυτού όσο ο Ανδρέας Λοβέρδος στην εκπομπή του Γιάννη Πολίτη στο Action24 όταν η συζήτηση ήρθε στην Novartis.
Αρνιόταν να μιλήσει για την υπόθεση επαναλαμβάνοντας «για την πλεκτάνη που οργανώσανε δεν θα ησυχάσω αν δεν τους δω να κάθονται στο σκαμνί». Αργότερα μου λέγανε ότι έτσι ακριβώς νοιώθουν ο Σαμαράς και ο Άδωνις Γεωργιάδης. Και από την πείρα μου από το ποδόσφαιρο όταν ισχυροί χαρακτήρες νοιώθουν ότι τους «πιστολίσανε» η υπόθεση δεν τελειώνει πριν πάρουν το αίμα τους πίσω. Η ιστορία της Novartis έτσι όπως την χειρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να βγει σε καλό ούτε για την πολιτική αλλά ούτε και για την δικαιοσύνη.
Ο λόγος είναι απλός. Μια υπόθεση που δουλευότανε καιρό για να τραβήξει την προσοχή από το συλλαλητήριο της Αθήνας για την ΠΓΔΜ χρειάστηκε να βγει στην τούρλα της Κυριακής. Ένα κατηγορητήριο στηριγμένο σε τρεις μαρτυρίες κουκουλοφόρων. Πρώην υπαλλήλων της εταιρίας όπως είχε ξεφύγει από τον Πολάκη που στην ελπίδα να ελαφρύνουν την θέση τους κατέθεταν ένα μωσαϊκό από hearsay που κάθε πρωθυπουργός και υπουργός για να βρίσκεται στην θέση που είναι μπορούσε και να τα παίρνει. Και αν τα έπαιρνε θα έπαιρνε πολλά. Μαρτυρίες που δεν θα καταδίκαζαν κατηγορούμενο σε kangaroo court του Far West έστειλαν στην επιτροπή της Βουλής πρώην πρωθυπουργούς και υπουργούς.
Στην πραγματικότητα το πολιτικό μέρος της δίκης της Novartis τελείωσε στην καταδίκη by proxy. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έστηνε 10 κάλπες για να γίνει η ψηφοφορία ποιος θα παραπεμφθεί. Με το επικοινωνιακό κομμάτι να έχει εξαντληθεί, με ένα τόσο σαθρό κατηγορητήριο νομίζω ότι οι περισσότεροι στον ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελαν την διαδικασία να τελειώνει. Φαινόταν από την αμηχανία των περισσότερων πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ να αναφερθούν στην υπόθεση.
Είτε με γενικότητες «να εξεταστούν όλα» είτε με πιασίματα πνιγμένου όπως στις αναφορές στην υπόθεση Σαρκοζί η κυβέρνηση προσπάθησε να νομιμοποιήσει την έρευνα για την Novartis. Μόνο που η επιτροπή της Βουλής δεν είχε την διάθεση να εξετάσει όχι όλα αλλά ούτε τα βασικά. Να καλέσει τους τρεις μάρτυρες να εξεταστούν, έστω και χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπα τους και να ακούγονται οι φωνές τους. Όσο για τις αναφορές στον Σαρκοζί απλά υπογράμμιζαν την αδυναμία της.
Ο Σαρκοζί κατηγορείται για υποθέσεις δωροληψίας που στηρίζονται σε έγγραφα και μαρτυρίες και εξετάζονται πάνω από μία δεκαετία. Οι έλληνες πολιτικοί έχουν κατηγορηθεί από τρεις κουκουλοφόρους μάρτυρες που η ταυτότητα τους παραμένει άγνωστη και πιεζόντουσαν να δώσουν πολιτική διάσταση στην υπόθεση για να ελαφρύνουν την θέση τους. Όσο για circumstantial evidence όπως φωτογραφίες με τον Φρουζή ας αναφερθεί ένα παράδειγμα.
Ο Σαρκοζί κατηγορείται ότι δωροδοκήθηκε από την Λιλιάν Μπετανκούρ, τη βασική μέτοχο της εταιρείας καλλυντικών L'Oreal. Είναι η εταιρία που τον πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο του Ομίλου Jean-Paul Agon διέρρευσε ότι συνάντησε πέρσι τον Ιανουάριο ο Αλέξης Τσίπρας στο Παρίσι. Χωρίς οι λόγοι της συνάντησης να διευκρινιστούν από πλευράς εταιρίας. Σε νορμάλ απονομή δικαιοσύνης θα σήμαινε τίποτα, στα kangaroo courts του ΣΥΡΙΖΑ, όπως η εξεταστικής της Βουλής θα ήταν αιτία καταδίκης.
Από τη μία η επιτροπή έφτασε στο σημείο να καλεί τους κατηγορούμενους και να τους ζητάει να αποφανθούν αν είναι αρμόδια για να τους εξετάσει και από την άλλη οι κατηγορούμενοι να ζητάνε να εξεταστούν επί της ουσίας σε αντιπαράσταση με τους κουκουλοφόρους μάρτυρες και η επιτροπή να το αρνείται.
Έχουμε λοιπόν μια υπόθεση που ξεκίνησε με την κατηγορούσα αρχή να πρέπει να αποδείξει την ενοχή, το επόμενο στάδιο που οι κατηγορούμενοι έπρεπε να αποδείξουν την αθωότητα τους όπως είπε ο Νίκος Κοτζιάς και τώρα η επιτροπή της Βουλής να τους αρνείται να αποδείξουν. Το σημείο που οι πολιτικοί παύουν να είναι αντίπαλοι και γίνονται εχθροί και ο διχασμός από κίνδυνος να γίνεται πραγματικότητα.