Της Βενετίας Κουσία*
Μετά από χρόνια οικονομικής δυσπραγίας όπου όλοι οι συνεπείς έχουν δει το εισόδημά τους να μειώνεται αλλά όχι αντίστοιχα και το κόστος ζωής τους, είναι θεμιτό να περιμένουν κάποια στιγμή να δουν περισσότερα χρήματα στην τσέπη τους και άρα να πεισθούν ότι οι θυσίες τους δεν πήγαν χαμένες.
Η περιβόητη αύξηση του κατώτατου ορίου μισθών όμως δεν πρόκειται να βελτιώσει τα οικονομικά των νέο-προσληφθέντων ούτε να αυξήσει τις θέσεις εργασίας αλλά ούτε και πρόκειται να βελτιώσει την κατανάλωση, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του θα εξανεμιστεί και πάλι σε φορολογία (έμμεση και άμεση) και στις ήδη υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.
Μπορεί ένας υψηλότερος κατώτατος μισθός να είναι σε ψυχολογικό επίπεδο ένα μήνυμα θετικό αλλά πρέπει να παίρνει υπόψη του και με την πραγματικότητα των επιχειρήσεων, που στην πλειονότητά τους αγκομαχούν για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Στην περίπτωση που θέλουμε να στείλουμε ένα μήνυμα ανάκαμψης αλλά και πραγματικής ανακούφισης χρειάζεται να εστιάσουμε στα μέτρα που αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Δηλαδή στα μέτρα ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στην σταθερότητα της Ελληνικής Οικονομίας. Κι όταν λέμε μέτρα πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι θα δούμε και πράξεις και όχι μόνο εξαγγελίες.
Για παράδειγμα, η αύξηση του εισοδήματος των μισθωτών προέρχεται από τη μείωση των φόρων και φυσικά των ασφαλιστικών εισφορών, που όμως προέρχονται από πολύ ευρύτερη βάση του ενεργού πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο που η Ελλάδα είναι στην 136η θέση από τις 137 του Διεθνούς Δείκτη Ανταγωνιστικότητας ως προς το αποτέλεσμα που έχουν οι φόροι ως κίνητρο για την αύξηση της απασχόλησης (εννοείται της αξιοπρεπούς).
Δίνοντας κίνητρα στις επιχειρήσεις, πχ μειώνοντας τις ασφαλιστικές εισφορές που έχουν μετατραπεί σε φορολογία, αυξάνουμε την δηλωμένη και αξιοπρεπή απασχόληση, η οποία με τη σειρά της αυξάνει την προστιθέμενη αξία, μειώνουμε την εξάρτησή μας από παυσίπονα (δηλ. επιδόματα) και ενεργοποιούμε τους περισσότερους συμμετέχοντες στην αγορά και άρα κάνουμε κοινωνική πολιτική που αφορά όλους.
Εκτός από χρηματικά κίνητρα υποστηρίζουμε συστηματικά, μέσω συγκεκριμένων συνεργασιών των δημόσιων δομών με εξειδικευμένους φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, την πληθώρα των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων ώστε να προσλαμβάνουν τους κατάλληλα εκπαιδευμένους και εξειδικευμένους εργαζόμενους που τους ταιριάζουν κι όχι που τους τυχαίνουν.
Κοινωνικοί εταίροι μαζί με την κυβέρνηση και την εκπαιδευτική κοινότητα όλων των βαθμίδων οφείλουν επί τέλους να αποφασίσουν, και όχι απλώς να μιλήσουν, για τις κοινές δράσεις τους που θα δεσμευτούν να υλοποιήσουν προκειμένου να βελτιωθούν ή να εμπλουτιστούν οι δεξιότητες όλου του ενεργού πληθυσμού (δηλαδή και αυτών που εργάζονται ήδη και των ανέργων) προκειμένου να έχουν ή να βρίσκουν τη δουλειά που τους ταιριάζει και να πληρώνονται ανάλογα με την παραγωγικότητά τους.
Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι καταλληλότερες δεξιότητες των εργαζομένων ωφελούν τις επιχειρήσεις όπου εργάζονται, οι οποίες με τη σειρά τους κατακτούν τις αγορές όχι λόγω χαμηλότερης τιμής αλλά λόγω μοναδικότητας και ποιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών τους και άρα βγάζουν, επί τέλους, κέρδη κι έτσι γίνονται παραγωγικότερες αντί να συρρικνώνονται ή να κλείνουν.
Και έτσι το κράτος βγαίνει στις αγορές και κερδίζει την εμπιστοσύνη των επενδυτών διότι επιδεικνύει μια ανταγωνιστικότερη και δικαιότερη οικονομία διότι εισπράττει χαμηλότερους φόρους από περισσότερους, αυξάνει το εμπορικό του ισοζύγιο και οι τράπεζες δίνουν δάνεια που δεν κοκκινίζουν.
*Η Δρ Βενετία Κουσία είναι Σύμβουλος ΔΣ και Πρόεδρος Επιτροπής Απασχόλησης του ΕλληνοΑμερικανικού Επιμελητηρίου